Μια μεταρρύθμιση που -σύμφωνα με τις κυβερνητικές προθέσεις- θα διευρύνει τη φορολογική βάση, θα μειώσει φορολογικούς συντελεστές, πιθανόν να περιορίσει -μέχρι εξαφάνισης- τις προσωπικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να τις ωθήσει προς τις Α.Ε., θα αυξήσει μέχρι και 4 εκατ. δρχ. το αφορολόγητο όριο, καταργώντας όμως ειδικές φοροελαφρύνσεις και κίνητρα φυσικών και νομικών προσώπων. Και θα θεσπίσει μέτρα που θα θίξουν θέματα, όπως:
– Η κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου για την εφορία. Ο ισχύων νόμος έχει κενά, τα οποία δεν μπορούν υπερπηδήσουν οι τράπεζες.
– Η αύξηση των εσόδων από το Φόρο Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Οι σημερινοί χαμηλοί συντελεστές και τα απαλλασσόμενα όρια δεν φέρνουν σημαντικά έσοδα. Πιθανώς να γενικευθεί η επιβολή φόρου σε όλα τα ακίνητα και όχι μόνο στα υψηλής αξίας.
– Η κατάργηση των φοροαπαλλαγών για τις εταιρείες νόμων της χούντας. Πρόκειται για ξένες εταιρείες αντιπροσώπων μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, που έχουν φορολογικό καθεστώς παρόμοιο με τις λεγόμενες «υπεράκτιες εταιρείες».
– Η δραστική μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες, με συνέπεια όμως την αύξηση των καθαρών αποδοχών των μισθωτών κ.ο.κ.
Σε 15 περίπου μέρες από σήμερα αρχίζουν το έργο τους οι ομάδες εργασίας, τις οποίες, με εντολή Παπαντωνίου, θα επιβλέπει ο πρόεδρος του ΣΟΕ Βασ. Ράπανος. Το συντονισμό τους -και την αποτύπωση των έργων τους σε μέτρα- αναλαμβάνει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Θ. Γεωργακόπουλος.
Τα μέτρα θα είναι έτοιμα στο τέλος του 2001… Υπάρχουν, όμως, αμφιβολίες για το χρόνο έναρξης της εφαρμογής τους, καθώς θα είναι μέτρα που ενώ θα κατατείνουν στην ελάφρυνση και τη δίκαιη κατανομή του φορολογικού βάρους, εν τούτοις θα θίγουν κατεστημένα συμφέροντα ή θα καθιστούν περισσότερο δύσκολη τη μάχη επιβίωσης που δίδουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι οποίες ως επί το πλείστον έζησαν μέχρι τώρα -κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες- μέσα σε έναν φορολογικό παράδεισο.
Η εφαρμογή τους, εξήγησε πηγή του οικονομικού επιτελείου, απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση και ευρείες πολιτικές συναινέσεις, ακόμη και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος. Και τούτο διότι οι αιχμηρές φορολογικές μεταρρυθμίσεις θα συμπέσουν χρονικά με την επιδιωκόμενη από την κυβέρνηση μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, η οποία δεν θα είναι δημοφιλής για τους ασφαλισμένους. Πράγματι, σύμφωνα με τον κυβερνητικό προγραμματισμό, οι προτάσεις των αγγλικών οίκων για τις αλλαγές στο ασφαλιστικό θα δοθούν στην κυβέρνηση τον προσεχή Μάρτιο.
Θα ακολουθήσει ένας ευρύτατος διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους και το ασφαλιστικό νομοσχέδιο θα είναι έτοιμο προς ψήφιση το Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 2001. Ενώ είναι γνωστό ότι ο λεγόμενος εκλογικός κύκλος αρχίζει από το 2001 με τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και στο μεταξύ θα έχει μεσολαβήσει και το Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, όπου φαίνεται ότι θα τεθεί και πάλι το θέμα των διακριτών ρόλων προέδρου του ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργού.
Και βέβαια, θα παίξει ρόλο μέχρι τότε το λεγόμενο «πολιτικό κλίμα». Αν είναι το ίδιο με το σημερινό, έλεγε πηγή του οικονομικού επιτελείου, τότε πρέπει να ξεχάσουμε τις φορολογικές και ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις και τις διαρθρωτικές αλλαγές στην Οικονομία, στην Παιδεία, στην Υγεία και τη Δημόσια Διοίκηση.
Το οικονομικό επιτελείο, πάντως, είναι γεγονός ότι ασφυκτιά μέσα στο σημερινό, άσχημο -όπως χαρακτηρίζεται- κλίμα. Και αναζητεί τρόπους και μεθόδους φυγής προς τα «εμπρός».
Ορισμένοι παρατηρητές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ένα μέρος της φορολογικής μεταρρύθμισης «να έρθει πιο κοντά», ώστε να δράσει καταλυτικά -ως «σοκ»- τόσο στο άσχημο κλίμα όσο και στη συνεχιζόμενη καχεξία της Σοφοκλέους. Υπονοείται, δηλαδή, ότι μπορεί π.χ. να θεσπιστούν μειώσεις συντελεστών στη φορολογία κερδών, ώστε το «σοκ» να έχει ευεργετικές επιδράσεις και στο χρηματιστήριο, που το Μάρτιο θα «αναβαθμίζεται».
Ο κ. Παπαντωνίου, πάντως, έχει δηλώσει ότι το 2001 δεν θα υπάρξει άλλο φορολογικό νομοσχέδιο.
Στην ειδική έκθεση του ΟΟΣA για το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα, όπου έχει παραδοθεί στην κυβέρνηση, υπάρχουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις – προτροπές:
Συνολικά το φορολογικό βάρος στην Ελλάδα δεν είναι πολύ μεγάλο συγκρινόμενο με τα ισχύοντα στις άλλες χώρες-μέλη του ΟΟΣA. Ομως, η κατανομή των βαρών είναι πιο άνιση σε σχέση με την πλειονότητα των χωρών του Οργανισμού αυτού.
Πρέπει επομένως, κατά την έκθεση, αφενός να διευρυνθούν οι φορολογικές βάσεις, με αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαπαλλαγής, και αφετέρου να μειωθούν οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές. Προς την κατεύθυνση αυτή, επισημαίνεται, υπάρχει δυνατότητα διεύρυνσης της βάσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (σύμφωνα με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει ο ΟΟΣA, η Ελλάδα έχει τα λιγότερα έσοδα από την πηγή αυτή ως ποσοστό επί των συνολικών δημοσίων εσόδων) και του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων. Πρέπει, συνιστά ο Οργανισμός αυτός, να αυξηθούν τα έσοδα από το φόρο ακίνητης περιουσίας και να μειωθούν οι εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Ετσι, υποστηρίζει, θα βελτιωθεί η δικαιοσύνη του φορολογικού συστήματος.
Μια συνολική φορολογική μεταρρύθμιση, τονίζει ο ΟΟΣA, απαιτείται για να στηρίξει και την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Πολυάριθμες αλλαγές κατά καιρούς έχουν οδηγήσει σε ένα πολύπλοκο και αδιαφανές φορολογικό σύστημα, το οποίο επιπλέον πάσχει από έλλειψη αποτελεσματικότητας και φορολογικής δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα όμως, υποστηρίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα και πάνω σε αυτό θα πρέπει να βαδίσει η κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο των κατευθύνσεων αυτών προτρέπει:
- Να καταργηθεί το τραπεζικό απόρρητο για φορολογικούς σκοπούς.
- Να επανεξεταστεί η φορολογία των αυτοαπασχολούμενων, η οποία, κατά την έκθεση, είναι πολύ χαμηλή και αυτό εξηγεί το μεγάλο αριθμό τους.
- Να επανεξεταστούν και να εξορθολογιστούν τα φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις, τα οποία θα πρέπει να παρέχονται σε ορισμένες επιχειρήσεις και σε συγκεκριμένους τομείς, εκεί όπου παρατηρείται αποτυχία ή αδυναμία στη λειτουργία της αγοράς.
- Αντί των πάσης φύσεως φορολογικών ελαφρύνσεων, να υπάρξουν απευθείας ενισχύσεις από το κράτος. Οι όποιες ελαφρύνσεις κριθεί ότι πρέπει να ισχύσουν, συνιστάται να είναι γενικές, δηλαδή για όλους τους φορολογουμένους.
Από έρευνα ολλανδικού ινστιτούτου, που έγινε για λογαριασμό της ολλανδικής κυβέρνησης και περιέχουν την έκθεση του ΟΟΣA για τη φορολογία στην Ελλάδα, προκύπτει ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (όταν από το συντελεστή φορολογίας αφαιρεθούν κάθε λογής φορολογικά κίνητρα) είναι πολύ χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην Ελλάδα είναι λίγο πάνω από 20% και στην E.E. είναι γύρω στο 27-28%. Χαμηλότερη από την Ελλάδα, πραγματική φορολογική επιβάρυνση έχουν οι επιχειρήσεις στην Αυστρία, Πορτογαλία και Ιρλανδία.