Μια δεκαετία μετά τα γεγονότα του Gothic 3, ο ηρωικός βασιλιάς του μεσαιωνικού βασιλείου της Myrtana ανακαλύπτει ότι οι δυνάμεις του σκότους συνωμοτούν με σκοπό την καταστροφή του βασιλείου και των ανθρώπων. Αποστολή του είναι να αντιμετωπίσει τις στρατιές των δαιμόνων, των τεράτων αλλά και κάποιων “άτακτων” ανθρώπων για να επαναφέρει ειρήνη και τάξη. Αυτό το -χιλιοειπωμένο- σενάριο του Arcania: Gothic 4 αποτελεί το τετριμμένο σενάριο ενός τίτλουρολων που διαδραματίζεται σε έναν φανταστικό μεσαιωνικό κόσμο στον οποίο τα όπλα είναι… μεσαιωνικά, η μαγεία αποτελεί ένα υπερόπλο και ο παίκτης εξερευνά έναν αχανή κόσμο, εξοντώνοντας παράλληλα όποιο εχθρικό πλάσμα βρει.
Ας μας επιτραπεί να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι το Arcania: Gothic 4 δεν είναι ένας πρόχειρος ή -φτιαγμένος στο πόδι- τίτλος. Η πενταετία που αφιερώθηκε στην δημιουργία του φαίνεται σε κάθε τμήμα των γραφικών. Ο κόσμος του πλημμυρίζει κυριολεκτικά από ζωή, χρώματα και λεπτομέρειες. Τα τρισδιάστατα μοντέλα και οι υφές που προσομοιώνουν την επιδερμίδα των ανθρώπων είναι εκπληκτικά, ενώ τα αχανή τοπία χαρακτηρίζονται από μια μοναδική ομορφιά.
Οι άνθρωποι κινούνται με φυσικότητα, αν και λίγο μεγαλύτερη ποικιλία στην ανατομία ή στα πρόσωπά τους δεν θα ήταν άσχημη. Επίσης, όταν λέμε λεπτομέρειες, το εννοούμε: οι αστραφτερές λεπίδες στα σπαθιά, ο δυναμικά εναλλασσόμενος κύκλος ημέρας και νύχτας που αλλάζει εντελώς την παλέτα του παιχνιδιού και προκαλεί τρομερά παιχνιδίσματα με τις σκιές και με τις πηγές φωτισμού, είναι μερικά σημάδια που αποδεικνύουν ένα πράγμα. Την εξαιρετικής ποιότητας δουλειά από μέρους των προγραμματιστών.
Ναι, είναι εντυπωσιακό από τεχνικής απόψεως. Ναι, έχει μια σχετικά μεγάλη διάρκεια. Και ναι, προσφέρει αρκετά όπλα και ξόρκια για να κρατήσει απασχολημένο τον παίκτη που ψάχνει νέα αντικείμενα συνεχώς. Το μεγάλο μειονέκτημά του όμως, είναι ότι αποτυγχάνει σε κάποιους βασικούς τομείς που χαρακτηρίζουν τα παιχνίδια ρόλων. Ξεκινώντας κανείς από το σενάριο και του τίτλου, θα μπορούσε να πει επιεικώς ότι αποτυγχάνει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του παίκτη και να κάνει τον τελευταίο να “βυθιστεί” στο παιχνίδι.
Το Arcania: Gothic 4 βασίζεται στην κλασική συνταγή του “σκοτώστε κάτι ή κάποιον, συλλέξτε ότι οπλισμό ή αντικείμενα αφήσει πίσω του (και μπορούν να πουληθούν) και χρησιμοποιήστε την εμπειρία από τις μάχες ή τα χρήματα από τα αντικείμενα για να βελτιώσετε οπλισμό κι ικανότητες του ήρωα”. Όμως, ο ανοιχτός κόσμος που έχει συνηθίσει ο παίκτης από παλιότερα μέρη της σειράς, αλλά και από τα νεώτερα Obl4ion και Dragon Age Origins, είναι κάτι άγνωστο για το Arcania: Gothic 4.
Ο τίτλος είναι μια ακολουθία από απλοϊκές, γραμμικές στην εξέλιξή τους, περιπέτειες, στις οποίες εναλλάσσονται οι -αδιάφορες πολλές φορές και χωρίς ψυχή- συνομιλίες με άλλους χαρακτήρες και οι επαναλαμβανόμενες μάχες που θα μπορούσαν κάλλιστα να ολοκληρωθούν, εάν ο παίκτης πατούσε απλά ένα πλήκτρο “auto fire” στο χειριστήριο.
Επίσης, ο κόσμος του νέου Gothic δεν είναι ανοικτός για να τον διασχίσει όποτε θέλει ο παίκτης, αλλά χωρισμένος σε περιοχές που αποκαλύπτονται μετά την ολοκλήρωση κάποιων αποστολών (πράγμα καθόλου άσχημο για παραγωγή της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά ξεπερασμένο για τίτλο του σήμερα). Το ArcaniA αρχίζει μετά από κάποιες ώρες να θυμίζει σε επικίνδυνο βαθμό έναν τίτλο δράσης τρίτου πρόσωπου, παρά ένα παιχνίδι δράσης και ρόλων. Η σπανιότητα ενός όπλου ή ενός υλικού είναι ένα προτέρημα για παραγωγές αυτού του είδους.
Δυστυχώς -και λέμε δυστυχώς γιατί χάνεται και η παραμικρή πρόκληση- το εν λόγω video game φαίνεται πως μοιράζει χωρίς φειδώ στον παίκτη όπλα κι αντικείμενα μετά από μια μάχη, ενώ μια περιήγηση μέσα στα τοπία και τις πίστες του τίτλου αποκαλύπτει αρκετές πρώτες ύλες που μπορούν να συλλεχθούν και να χρησιμοποιηθούν εύκολα στην κατασκευή μαγικών φίλτρων και ξορκιών. Το μοναδικό χαρακτηριστικό της κατηγορίας παιχνιδιών ρόλων που φαίνεται ότι αξιοποιεί σωστά το Arcania: Gothic IV, είναι το δέντρο της εξέλιξης των ικανοτήτων, το λεγόμενο skill tree. Το τελευταίο εστιάζει σε τρεις κλάδους: την μαγεία, τις μαχητικές ικανότητες από απόσταση και τις ικανότητες σε μάχη σώμα με σώμα.
Κάποιοι μπορούν να το θεωρήσουν ως αρκετά ελκυστικό σαν χαρακτηριστικό, αλλά το Arcania: Gothic IV πάσχει από το σύνδρομο των τίτλων που προσπαθούν να προσελκύσουν (με κάθε τρόπο) ένα ευρύ κοινό αποτελούμενο ακόμα κι από άτομα με ελάχιστη ή μηδενική εμπειρία στον χώρο των video games.
Για να το καταφέρουν αυτό οι δημιουργοί τους, ρίχνουν την δυσκολία των τίτλων σε τόσο χαμηλά επίπεδα, που κυριολεκτικά ο παίκτης νιώθει σαν τον άτρωτο Οβελίξ που βλέποντας τους δαρμένους αντιπάλους να μην αντιδρούν στις φάπες του, αρχίζει να βροντοφωνάζει: “Εμπρός Ρωμαίοι, κάντε κάτι! Σταματήστε με!”. Είναι χαρακτηριστική η έναρξη του παιχνιδιού κατά την οποία ο παίκτης αντιμετωπίζει στρατιές σκελετών και σχηματίζει την εντύπωση ότι παίζει σε κάποιο tutorial με άπειρη υγεία!
Δεν υπάρχει στις μάχες το βάθος του The Witcher, ο παίκτης χρησιμοποιεί τις ίδιες επιθέσεις ξανά και ξανά, δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής ή αλλαγής επιθέσεων στην διάρκεια της μάχης και γενικώς δεν υπάρχει τίποτα που να “κεντρίζει” το ενδιαφέρον του παίκτη. Πριν από πέντε χρόνια, το Arcania: Gothic IV δεν αποκλείεται να δημιουργούσε μια ξεχωριστή ομάδα οπαδών που θα αποτελούνταν από όσους έβρισκαν τα Gothic 2 & 3 δύσκολα. Σήμερα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Κι αυτό γιατί όταν ο πήχης με τον οποίο κρίνονται σήμερα όλα τα παιχνίδια δράσης-ρόλων φέρει χαραγμένο επάνω του τον τίτλο Dragon Age Origins, τότε τα πράγματα “ζορίζουν”…