Ηρακλής Πουαρό ο ήρωας των αστυνομικών μυθιστορημάτων και ταινιών του εξωτερικού, αστυνόμος Μπέκας ο ήρωας που εξιχνιάζει τα εγκλήματα στα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή. Ένας ήρωας με μεγάλη πέραση στον καιρό του, με αποτέλεσμα αυτός και τα κατορθώματα του να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη δημιουργώντας έτσι κάποια από τα ελάχιστα αστυνομικά φιλμ του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1959 η Τζαλ Φιλμ μεταφέρει το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή «έγκλημα στο Κολωνάκι» στο λευκό πανί, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Τζανή Αλιφέρη και φωτογραφία του Αριστείδη Καρύδη-Φουκς. Τα πολλά εξωτερικά γυρίσματα κάνουν τη διαφορά στην ταινία εμπλουτίζοντας το στοιχείο του σασπένς που δεν κατορθώνει να βγει εξολοκλήρου από τις κινήσεις και τους χαρακτήρες των ηρώων.
Ο Νάσος Καρνέζης, ένας διάσημος ζωγράφος (το ρόλο κρατά ο Μιχάλης Νικολινάκος) βρίσκεται δολοφονημένος στο διαμέρισμά του. Βασικός ύποπτος ο σύζυγος της ερωμένης του Ζανέτ (Μάρω Κοντού) και παλιός στενός του φίλος, ο Κώστας Φλωράς (Χρήστος Τσαγανέας). Τα στοιχεία εναντίον του Φλωρά αποδεικνύουν ατράνταχτα την ενοχή του και οδηγείται στη φυλακή. Τα πράγματα όμως παίρνουν απρόσμενη τροπή όταν ο γιος του, ο Δημήτρης (Ανδρέας Μπάρκουλης), στην προσπάθειά του να αποδείξει την αθωότητά του πατέρα του σημειώνει και άλλα ονόματα στη λίστα των υπόπτων. Ύποπτοι, λοιπόν, θεωρούνται γι αυτόν ο Τζώνυ Παυλίδης –ζιγκολό της Ζανέτ- (στο ρόλο ο Στέφανος Στρατηγός), η γαλλίδα οικονόμος Μαντάμ Ζουλιέτ (Ελένη Χατζηαργύρη) και η κόρη του πλοίαρχου Καψή (Γκέλυ Μαυροπούλου). Αυτή η λίστα κατά τη διάρκεια βέβαια της ταινίας εμπλουτίζεται αρκετές φορές.
Τα στοιχεία έρχονται το ένα μετά το άλλο ανατρέποντας τους υπόπτους ή κάνοντας τα ίχνη τους να χαθούν και οι ανατροπές στο σενάριο δημιουργούν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα της αστυνομικής ταινίας. Στην ανακάλυψη –φυσικά- του πραγματικού δολοφόνου πολύτιμη βοήθεια στον νεαρό Δημήτρη Φλωρά προσφέρει ο αστυνόμος Μπέκας, ο πρώην αντιστασιακός και συμμαχητής με τον δολοφονημένο (Δ. Παπαγιαννόπουλος) και η νεαρή Καψή, η οποία από βασική ύποπτος πολύ γρήγορα γίνεται η αγαπημένη του Δημήτρη Φλωρά.
Μία ταινία που ζητά εξιχνίαση από τον τίτλο της ακόμα, μία ταινία στην οποία οι αισθησιακές σκηνές της Ζανέτ εμπλέκονται με την αστυνομική πλοκή δίνοντας έτσι μία νότα ερωτισμού στην όλη υπόθεση, σύνηθες φαινόμενο των αστυνομικών ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Η εμφάνιση άλλωστε μέρους του γυναικείου καστ με εσώρουχα και ημιδιαφανή μπέιμπι-ντολ είναι στοιχεία που συμβάλλουν στην ενίσχυση του σεναριακού ρεαλισμού πέρα από το ερωτικό στοιχείο. Πρωταγωνίστρια των σέξι εμφανίσεων της ταινίας, δεν είναι άλλη άλλωστε από τη Μάρω Κοντού. Η ψηλή, καλλίγραμμη φιγούρα της της δίνει τη δυνατότητα να «πλασάρει» με την εμφάνισή της και μόνο την εικόνα της γυναίκας που εκμεταλλεύεται τον πλούσιο και κάποιας ηλικίας σύζυγό της, ενώ παράλληλα ζει τη ζωή της με τους νέους και όμορφους συντρόφους που την ποθούν.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης στο πρωταγωνιστικό ρόλο του γιου που αναζητά να αποκαλύψει τον πραγματικό δολοφόνο για να ελευθερωθεί ο πατέρας του, δείχνει σημάδια υποκριτικού ταλέντου, αν και ο σχετικά χλιαρός χαρακτήρας του Φλωρά δεν επιτρέπει την ανάδειξη της ερμηνείας του στο βαθμό που θα ήταν δυνατό. Στο ίδιο μοτίβο κινούνται και οι ρόλοι του Μιχάλη Νικολινάκου και της Γκέλυς Μαυροπούλου, χαρακτήρες που ερμηνεύουν ήρεμα το ρόλο τους μέσα στη μειωμένη σεναριακά διαλογική δράση.
Αντίθετα, η αυστηρή φιγούρα της μαυροντυμένης Ελένης Χατζηαργύρη στο ρόλο της μυστηριώδης γαλλίδας οικονόμου είναι άκρως επιβλητική. Το βλέμμα της, οι μετρημένες κινήσεις της, ακόμα κι ο τόνος της φωνής της αναδεικνύουν μοναδικά το ρόλο της σε έναν από τους κεντρικότερους της αστυνομικής πλοκής και της χαρίζουν τον τίτλο ίσως της καλύτερης εμφάνισης της ταινίας, παρά το γεγονός πως η παρουσία της στην οθόνη δεν κρατά πολύ. Έτσι για την ιστορία και μόνο, αξίζει να αναφέρουμε πως η φωνή του Θανάση Βέγγου «ντύνει» για λίγες ατάκες την εμφάνιση ενός κομπάρσου.
Η ύπαρξη χαρακτήρων που θυμίζουν τυπικές φιγούρες αμερικάνικων αστυνομικών ταινιών, όπως οι επιθεωρητές και οι μυστικοί ντετέκτιβ με τις καμπαρτίνες και το βλέμμα που ψάχνει για πειστήρια, είναι ένας τρόπος όχι μόνο να αποδοθεί η ατμόσφαιρα μυστηρίου, αλλά και να αποφευχθεί το μελό. Ο γιος που παλεύει για την αθωότητα του πατέρα και ο έρωτας του για μία από τις υπόπτους είναι κλασικά στοιχεία μελοδραματικών καταστάσεων που μειώνονται σημαντικά από την αστυνομική παρουσία και ανατροπή.
«Εγκλημα στο Κολωνάκι», λοιπόν, με μουσική Κώστα Καπνίση και φινάλε αρκετά απρόβλεπτο για τα δεδομένα της εποχής. Ο σύγχρονος θεατής, αυστηρός κριτής των ταινιών του είδους, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την παραγωγή ακόμα και «ανιαρή». Ο θεατής της εποχής όμως και ο κριτικός που θέλει να έχει ολοκληρωμένη και δίκαιη κρίση, βλέπει εύκολα στο «έγκλημα στο Κολωνάκι» τα δείγματα αυτά που ξεχωρίζουν μία απλή ασπρόμαυρη ταινία από μία καλοστημένη ταινία αστυνομικού μυστηρίου. Στοιχεία που στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλονται κατά κύριο λόγο στο μυθιστόρημα του Γιάννη Μαρή και στην κινηματογραφική απόδοση του από τον Τζανή Αλιφέρη.
Όσο για το τέλος της ταινίας; Οι αθώοι βρίσκουν το δίκιο τους και οι ένοχοι τιμωρούνται, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτού του είδους τις ταινίες. Κι αν μη τι άλλο, αξίζει να ξαναδείτε αυτήν την παραγωγή, ή να τη δείτε για πρώτη φορά, από τη στιγμή που το τέλος δεν είναι αυτό που εύκολα θα μαντεύατε.
- Βαθμολογία: 4/10