Το τελευτάιο φύλλο

Απάντηση
Stavroula
Δημοσιεύσεις: 104
Εγγραφή: Τρί Ιαν 04, 2022 7:13 pm

Το τελευτάιο φύλλο

Δημοσίευση από Stavroula »

Πόσο συχνά αντιλαμβανόμαστε ότι δεν έχουμε κίνητρο για ζωή, να ξυπνάμε το πρωί, να αγωνιζόμαστε για κάτι, να προχωράμε μπροστά …. Έτσι, ψάχνουμε εκείνους τους στόχους και εκείνους τους «φάρους» που μας κατευθύνουν ακόμη και στο σκοτάδι των σκέψεών μας και της έλλειψης ελπίδας.

«Το τελευταίο φύλλο» του αμερικανού πεζογράφου του 20ου αιώνα O. Henry που είναι γνωστός για τα ασυνήθιστα μικρά διηγήματά του, το είχα διαβάσει για πρώτη φορά όντας ακόμα μαθήτρια σχολείου. Εκείνα τα χρόνια το διήγημα αυτό όχι απλά το συγκράτησα στη μνήμη μου, αλλά έμεινε στη μνήμη μου για πάντα, που και που βάζοντάς με σε στοχασμούς που περιπλέκονται στη ζωή. Από τότε το ξαναδιάβασα πολλές φορές όταν είχα διάθεση. Σήμερα θέλω να αναφερθώ σε αυτό το διήγημα γιατί … όταν αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες στη ζωή, απλά το βάζουμε κάτω… Και το μόνο που μπορεί να μας βοηθήσει, όταν δεν έχει μείνει πλέον τίποτα, είναι η θέληση να αγωνιζόμαστε, η θέληση να ζήσουμε.

Ένας ασουλούπωτος ξένος, τον οποίο οι ιατροί αποκαλούν Πνευμονία, περιδιάβαινε απαρατήρητα την αποικία, αγγίζοντας είτε τον έναν είτε τον άλλον με τα παγερά δάχτυλά του. Ο κύριος Πνευμονία με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να αποκαλεστεί αβρόφρων ηλικιωμένος τζέντλεμαν, και η μικροκαμωμένη κοπέλα ούτε που μπορούσε να θεωρηθεί άξια αντίπαλός του. Κι εκείνος την έριξε καταγής: η Τζόνσι κείτονταν ασάλευτη στο βαμμένο σιδερένιο κρεβάτι, κοιτάζοντας διαμέσου του λεπτού πλέγματος του παραθύρου στον κλειστό τοίχο του γειτονικού πλίνθινου σπιτιού.

- Έχει μια ελπίδα…. να πούμε, στις δέκα, - είπε ο ιατρός στη φίλη της ασθενούς του, στην κοπέλα ονόματι Σιού, κατεβάζοντας το υδράργυρο του θερμομέτρου. – Και αυτό θα γίνει αν θελήσει να ζήσει η ίδια. Όλες οι ιατρικές γνώσεις μας χάνουν το νόημα τους όταν οι άνθρωποι ξεκινούν να ενεργούν ικανοποιώντας τα συμφέροντα του κατασκευαστή φέρετρων. Η μικρή κοπέλα νομίζει ότι δεν θα γίνει καλά. Από την πλευρά μου θα βάλω τα δυνατά μου ως αντιπρόσωπος της επιστήμης. Όταν όμως ο ασθενής μου αρχίζει να μετράει τις άμαξες στην επικήδειο ακολουθία του, κατεβάζω το πενήντα τοις εκατό από την ιαματική δύναμη των φαρμάκων. Αν καταφέρετε να σας ρωτήσει τουλάχιστον μια φορά και θα ενδιαφερθεί για το τι τύπου μανίκια θα είναι στη μόδα τον ερχόμενο χειμώνα, σας εγγυώμαι ότι θα έχει μια ελπίδα στις πέντε, αντί μιας ελπίδας στις δέκα.

Όταν έφυγε ο ιατρός, η Σιού γύρισε στο δωμάτιο στην άρρωστη φίλη της, η οποία, ξαπλωμένη στην κλίνη της, κοιτούσε στο παράθυρο και μετρούσε … μετρούσε αντίστροφα.

- Δώδεκα, - είπε, και λίγο αργότερα: - ένδεκα, - στη συνέχεια: - «δέκα», «εννέα», κι ύστερα: - «οκτώ» και «επτά» σχεδόν την ίδια ώρα.

Η Σιού κοίταξε στο παράθυρο. Τί είχε να μετρήσει; Το μόνο που έβλεπε ήταν μια άδεια αυλή που προκαλούσε μελαγχολία και ένας κλειστός τοίχος του πλίνθινου σπιτιού σε απόσταση είκοσι βημάτων. Ένας παμπάλαιος κισσός με κάπως στενό και ελαφρώς σαπισμένο από τις ρίζες κορμό αναρριχιόταν έως το ήμισυ του πλίνθινου τοίχου. Η ψυχρή πνοή του αέρα άρπαζε τα φύλλα από τη κληματόβεργα, ενώ οι γυμνωμένοι σκελετοί των κλαδιών γαντζώνονταν σε ξεχαρβαλωμένους πλίνθους.

- Έξι, - είπε με χαμηλή φωνή η Τζόνσι. - Τώρα πέφτουν με πιο μεγάλη ταχύτητα. Πριν τρεις μέρες ήταν σχεδόν εκατό. Είχα ζαλιστεί να μετράω. Τώρα όμως είναι εύκολο. Να, έπεσε ακόμη ένα. Έχουν μείνει μόλις πέντε.

- Τι πέντε; - ρώτησε η Σιού.

- Τα φύλλα του κισσού. Μόλις πέσει το τελευταίο φύλλο, θα πεθάνω. Το γνωρίζω εδώ και τρεις μέρες. Δε σου είπε ο ιατρός;

- Πρώτη φορά στη ζωή μου ακούω τέτοια ανοησία! - με καταπληκτική περιφρόνηση αναφώνησε η Σιού. - Τί σχέση μπορούν να έχουν τα φύλλα πάνω στον παλιό κισσό με την αποκατάσταση της υγείας σου; Σήμερα ο ιατρός μου είπε ότι σύντομα θα γίνεις καλά και ότι έχεις δέκα ελπίδες έναντι μιας.

- Θέλω να δω πώς θα πέσει το τελευταίο φύλλο. Τότε θα πεθάνω κι εγώ. Έχω κουραστεί να περιμένω και να σκέφτομαι. Θέλω να απαλλαγώ από όλα αυτά που με κρατάνε εδώ. Θέλω να πετάξω όσο το δυνατόν χαμηλότερα σαν ένα από αυτά τα καημένα και κουρασμένα φύλλα.

Η Σιού, αφού άκουσε αυτά που είπε η φίλη της, κατέβηκε στο δωματιάκι του γείτονα ζωγράφου, για να εξιστορηθεί στον γέρο Μπέρμαν για την φαντασία της Τζόνσι και για τις φοβίες της που αφορούσαν την εύθραυστη και αέρινη φίλη της, η οποία μπορούσε να τους αφήσει μόλις ατονήσει η αδύναμη σχέση της με τον κόσμο.

- Τι! - φώναξε εκείνος. - Τι πρωτάκουστη ανοησία! Πώς μπορεί να πεθαίνει κανείς επειδή πέφτουν τα φύλλα από τον καταραμένο κισσό! Πρώτη φορά ακούω! Αχ καημένη μικρή δεσποινίς Τζόνσι.

- Είναι πολύ άρρωστη και αδύναμη, - είπε η Σιού, - ενώ λόγω του υψηλού πυρετού στο μυαλό της έρχονται αρρωστημένες φαντασιώσεις.

Η Τζόνσι λαγοκοιμόταν όταν εκείνοι ανέβηκαν επάνω. Η Σιού κατέβασε την κουρτίνα έως το περβάζι του παραθύρου και έγνεψε στον Μπέρμαν για να μπει σε άλλο δωμάτιο. Εκεί πλησίασαν στο παράθυρο και με φόβο κοίταξαν στον παλιό κισσό. Ύστερα κοίταξαν ο ένας τον άλλο, χωρίς να πουν κουβέντα... Έξω έριχνε μια ψυχρή, επίμονη βροχή.

Την άλλη μέρα η Σιού, ξυπνώντας μετά από σύντομο ύπνο, παρατήρησε ότι η Τζόνσι με τα θαμπά ορθάνοιχτα μάτια της κοιτούσε με ασάλευτο βλέμμα την κατεβασμένη πράσινη κουρτίνα.

- Ανασήκωσέ με, θέλω να δω, - διέταξε ψιθυριστά η Τζόνσι.

Η Σιού υπάκουσε κοπιαστικά. Τί είχαν να δουν έξω; Μετά από καταρρακτώδη βροχή και ορμητικούς ανέμους που δεν κόπαζαν όλη τη νύχτα, στον πλίθινο τοίχο ήταν ακόμη ορατό ένα φύλλο του κισσού που ήταν το τελευταίο! Ήταν ακόμη σκούρο πράσινο στον κορμό, κι όμως φαγωμένο στις οδοντωτές άκρες από κιτρινίλα της αποσύνθεσης και του σαπίσματος, κρατιόταν θαρραλέα στο κλαδί σε απόσταση είκοσι ποδιών πάνω από τη γη.

- Είναι το τελευταίο, - είπε η Τζόνσι. - Νόμιζα ότι το βράδυ δίχως άλλο θα πέσει κι αυτό. Άκουγα τον άνεμο. Το φύλλο θα πέσει σήμερα, θα πεθάνω κι εγώ.

- Προς θεού! - είπε η Σιού ακουμπώντας το κουρασμένο κεφάλι της στο μαξιλάρι. - Σκέψου τουλάχιστον εμένα, αφού δεν θέλεις να σκεφτείς τον εαυτό σου! Τί θα γίνει με μένα;

Κι όμως η Τζόνσι δεν απαντούσε. Μια ψυχή που ετοιμάζεται να ταξιδέψει σε έναν μυστήριο και μακρινό δρόμο, αποξενώνεται από τα πάντα στον κόσμο. Η αρρωστημένη φαντασία κυρίευε την Τζόνσι ολοένα και πιο δυνατά καθώς κόβονταν όλες οι σχέσεις που συνέδεαν εκείνην με τη ζωή και τους ανθρώπους.

Πέρασε μια μέρα. Ακόμη κατά το σούρουπο μπορούσε κανείς να αντικρίζει το μοναχικό φύλλο του κισσού να κρέμεται με το στέλεχός του σε φόντο του πλίνθινου τοίχου. Κι ύστερα, με τον ερχομό του σκοταδιού, ξανά ξέσπασε βόρειος άνεμος, και η βροχή χτυπούσε ακατάπαυστα στα παράθυρα, πέφτοντας από χαμηλές σκεπές. Μόλις ξημέρωσε, η Τζόνσι διέταξε να ανεβάσουν την κουρτίνα. Το φύλλο του κισσού παρέμεινε στη θέση του. Η Τζόνσι έμεινε στο κρεβάτι της ακούνητη, κοιτάζοντας το φύλλο.

- Δεν είμαι καλό κορίτσι, Σιού, - είπε η Τζόνσι. - Να υποθέσω, αυτό το τελευταίο φύλλο έμεινε στο κλαδί για να μου δείξει πόσο απαίσια ήμουν. Είναι αμαρτία να αποζητάς το θάνατο στον εαυτό σου. Σιού, ελπίζω κάποια μέρα θα μπορέσω να ζωγραφίσω τον Ναπολιτάνικο κόλπο.

Κατά το μεσημέρι ήρθε ο ιατρός, και η Σιού, βρίσκοντας πρόφαση, βγήκε μαζί του στον προθάλαμο.

- Οι ευκαιρίες είναι ίσες, - είπε ο ιατρός, σφίγγοντας το αδύναμο και τρεμάμενο χέρι της Σιού. - Με καλή περιποίηση θα νικήσετε. Τώρα όμως πρέπει να επισκεφθώ έναν ασθενή ακόμη, λίγο πιο κάτω. Το επώνυμό του είναι Μπέρμαν. Αν δεν κάνω λάθος, είναι ζωγράφος. Έχει κι αυτός πνευμονία. Είναι μεγάλης ηλικίας και πολύ αδύναμος, ενώ η ασθένειά του είναι πολύ προχωρημένη. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα, αλλά σήμερα θα τον στείλουν στο νοσοκομείο. Εκεί θα βρει την ησυχία του.

Την επόμενη ημέρα ο ιατρός είπε στη Σιού:

- Η φίλη σας είναι εκτός κινδύνου. Έχετε νικήσει. Σας συνιστώ να δώσετε έμφαση στην διατροφή και στην περιποίησή της. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται.

Εκείνο το βράδυ η Σιού πλησίασε στο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη η Τζόνσι.

- Πρέπει να σου πω κάτι, - ξεκίνησε η Σιού, - ο μίστερ Μπέρμαν πέθανε σήμερα στο νοσοκομείο από πνευμονία. Η αρρώστιά του κράτησε μόλις δυο μέρες. Το πρωί της πρώτης ημέρας ο θυρωρός βρήκε τον καημένο γέρο στο πάτωμα του δωματίου του. Ήταν ασυνείδητος. Τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν μούσκεμα από τη βροχή και ήταν κρύα σαν τον πάγο. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει πού έβγαινε εκείνος μια τόσο φοβερή νύχτα. Ύστερα βρέθηκε το φανάρι που ήταν ακόμα αναμμένο, η σκάλα που μετατέθηκε από τη θέση της, μερικά πινέλα και παλέτες του κίτρινου και του πράσινου χρώματος. Ρίξε μια ματιά έξω στο τελευταίο φύλλο του κισσού. Δεν σε εκπλήσσει το γεγονός ότι δεν τρέμει και δεν κουνιέται από τον άνεμο; Ναι, ακριβώς, αυτό είναι το αριστούργημα του Μπέρμαν… Το ζωγράφισε εκείνη τη νύχτα όταν έπεσε το τελευταίο φύλλο.

Μερικές φορές πέφτουν στην αντίληψή μας παράλογες συμπτώσεις, όχι όμως επειδή εμφανίζονται στην πραγματικότητα, αλλά επειδή αρχίζουμε να τις παρατηρούμε. Όχι μόνο να τις παρατηρούμε, αλλά και να τις πιστεύουμε. Να πιστεύουμε με τόσο μεγάλη δύναμη, με την οποία δεν πιστεύουμε ποτέ στον εαυτό μας και στο γεγονός ότι θα επιζήσουμε. Έτσι περιμένουμε ένα θαύμα, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι το θαύμα είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ό,τι φαίνεται δύσκολο, στην πραγματικότητα είναι απλό.

Χρειαζόμαστε κάτι που μπορούμε να πιστέψουμε … όχι αφηρημένο, αλλά πραγματικό, ζωντανό, ψηλαφητό… κι ας είναι το τελευταίο φύλλο του κισσού. Γιατί, αν αντέξει στον άνεμο, σε καταιγίδες και καταρρακτώδεις βροχές, θα μπορέσουμε κι εμείς…

Κι όμως τα θαύματα δεν είναι η θέληση της μοίρας. Τα θαύματα είναι η αγάπη, η κατανόηση, η καλοσύνη, η αφοσίωση και η θέληση να βοηθήσουμε. Μπορούμε εμείς οι ίδιοι να κάνουμε ένα θαύμα για κάποιον. Πολύ συχνά κάποιος άλλος κάνει θαύματα για μας…. Θαύματα που μερικές φορές σώζουν τη ζωή μας.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βιβλία”