Η Ωραία Των Αθηνών είναι μια κωμωδία του 1954. Δημιουργείται στο μέσο περίπου μιας δεκαετίας στη διάρκεια της οποίας απαντώνται νέες κοινωνικές στάσεις, νοοτροπίες και πρότυπα. Στη στροφή αυτή του κοινωνικού βλέμματος προς τα αστικά κέντρα και την υιοθέτηση ενός καταναλωτικού τρόπου ζωής που βρίσκεται ακόμα στις απαρχές του και φαίνεται να είναι ιδιαιτέρως καλοδεχούμενος, καθώς ευαγγελίζεται την προσέγγιση του αμερικανικού προτύπου, ο κινηματογράφος θα παίξει το δικό του ρόλο στο μηχανισμό παραγωγής ονείρων. Μαζί με τη θεατρική επιθεώρηση αποτελούν τα δύο βασικά μέσα διασκέδασης του λαού και συνδέονται άμεσα και στενά, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα από το πλήθος των θεατρικών έργων που μεταφέρονται στον κινηματογράφο σημειώνοντας μάλιστα μεγάλη επιτυχία.
Οι ιδεολογίες διαμορφώνονται κάτω από τις νέες ανάγκες και ο κινηματογράφος τις υπηρετεί αποτυπώνοντας τις εικόνες της πραγματικότητας με μια διττή παρουσίαση: Μελόδραμα και κωμωδία. Είναι τα δύο κυρίαρχα είδη κινηματογραφικής παραγωγής της οκταετίας ’50-’58. Από τη μια, δακρύβρεχτα αισθηματικά ρομάντζα με επαναλαμβανόμενα μοτίβα την εξαπατημένη νεαρή μητέρα, το νόθο παιδί που κατατρέχεται από τη σκληρή του μοίρα και τον εραστή ή σύζυγο που παρασύρει και διασύρει, χαρακτήρες και στοιχεία που εμφανίζονται τόσο συχνά αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής, μιας υπερβολής όμως που ως ένα βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί καθώς τα επαναλαμβανόμενα αυτά πρότυπα έχουν βαθιά τις ρίζες του σε άγραφους ηθικούς κώδικες. Από την άλλη, αναβιώνεται η λαϊκή γειτονιά με τους ατσίδες, τα μπατιράκια, τα μαστοράκια και τα παιδιά της πιάτσας, που μπορεί μεν να πεινούν βρίσκουν όμως πάντα τρόπους να λύνουν τα προβλήματά τους με μικροκομπίνες και τερτίπια. Η κωμωδία προβάλει την ικανότητα του Έλληνα να επιβιώνει στις πιο δύσκολες συνθήκες και με αυτό τον τρόπο πετυχαίνει πολύ εύστοχα την ταύτιση του θεατή με τους ήρωες.
Αυτή την περίοδο κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στα κινηματογραφικά δεδομένα ο Μίμης Φωτόπουλος, που καθιερώνεται στη συνείδηση των θεατών ως ένας από τους πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της κωμωδίας μαζί με τη Γεωργία Βασιλειάδου και τον Βασίλη Αυλωνίτη. Οι τρεις τους θα αποτελέσουν ένα συνδυασμό εξαιρετικά επιτυχή σε πολλές ταινίες του Σακελλάριου.
Η Ωραία Των Αθηνών ακολουθεί το πρότυπο της αντιπαράθεσης δύο κόσμων. Από τη μια υπάρχουν οι φουκαράδες (Φωτόπουλος, Σταυρίδης) που παλεύουν με τις καθημερινές δυσκολίες επιβίωσης και από την άλλη υπάρχει ο καλοπερασάκιας πρόεδρος του συλλόγου «Πνεύμα και Ηθική» (πόσο πολύ επηρεασμένοι φαίνονται οι σύγχρονοι δημιουργοί από την κινηματογραφική παραγωγή εκείνης της εποχής. Θυμηθείτε το γνωστό πια σλόγκαν «Τάξις και Ηθική» του δημάρχου του Κολοκοτρωνιστίου.!!) που εκμεταλλεύεται πάντα τις συγκυρίες προς όφελός του ή δημιουργεί μόνος του τις συγκυρίες για να «τη βγάλει ο ίδιος καθαρή». Για να αποφύγει λοιπόν την άσχημη γεροντοκόρη Αριστέα (Γεωργία Βασιλειάδου) την προξενεύει στους δύο φουκαράδες Νότη (Μίμης Φωτόπουλος) και Κοσμά (Νίκο Σταυρίδη) εκμεταλλευόμενος την ανάγκη τους για χρήματα. Ο Νότης πέφτει στην παγίδα αλλά όταν ο έρωτας για τα μάτια της Τόνιας (Γκέλη Μαυροπούλου) του χτυπήσει την πόρτα, ξεχνά τα πάντα και μαζί με τον Κοσμά οργανώνουν σχέδιο «απόδρασης» από τη «φυλακή» της Αριστέας και το κόλπο του Ζάχου.
Το σενάριο και η σκηνοθεσία ανήκουν στο Νίκο Τσιφόρο που ακολουθεί την παράδοση της εποχής. Προκαλεί το γέλιο με τραβηγμένες καταστάσεις, υπερβολικούς αστεϊσμούς και τις απίστευτες ατάκες της Αριστέας (εμείς πια τη φιλοξενία την έχουμε πετροπαράδοτη). Ιδιαίτερα βοηθητικός στην επίτευξη του γέλιου εμφανίζεται ο Μίμης Φωτόπουλος. Το προσωπικό του στυλ που συνθέτουν ο αργός ρυθμός στην ομιλία, η έλλειψη οποιασδήποτε διακριτικότητας και η μάγκικη φρασεολογία τον κάνουν πραγματικά μοναδικό. Στον αντίποδα βρίσκεται ο Νίκος Σταυρίδης, παιδί της πιάτσας (συχνά) και αυτός, διαθέτει όμως το στοιχείο της καπατσοσύνης και του τακτ στους χειρισμούς του. Στήνει τις κομπίνες και καταστρώνει τα σχέδια εύκολα και αποτελεσματικά διατηρώντας «και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη». Προσπαθεί να μπερδέψει ακόμα και τον ίδιο του το φίλο για να αποφύγει τις συνέπειες του συνοικεσίου με την Αριστέα. Η ανάγκη δεν τον απελπίζει, απλά τον κάνει ευρηματικό και εύστροφο. Όταν μάλιστα γνωρίζει την Κλάρα (Σπεράτζα Βρανά), οι δυο τους μαζί με το Νότη και την Τόνια αποτελούν μια ισχυρή ομάδα που θα δώσει στο Ζάχο ένα καλό μάθημα.
Όλα αυτά είναι πάνω κάτω συνηθισμένα στις ταινίες της εποχής, με κοινούς τόπους και μοτίβα επαναλαμβανόμενα. Το πραγματικά καινούριο στοιχείο είναι η φωτογραφία από τον Αριστείδη Καρύδη Φουκς που με την εμφάνισή του αλλάζει τα δεδομένα και όλοι παραδέχονται πως επιτέλους βλέπουν καθαρά. Ο Καρύδης Φουκς κάνει μια μικρή επανάσταση στο χώρο της φωτογραφίας και πετυχαίνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με τον τεχνικό εξοπλισμό της εποχής. Ίσως όμως η ταινία να παρουσίαζε μεγαλύτερη αρτιότητα αν είχε δημιουργηθεί μετά τα μέσα του ’55, περίοδος που παρατηρείται άνοδος τεχνική και αισθητική των ελληνικών ταινιών, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην πείρα και τις προσπάθειες των τεχνικών αλλά και στο στοιχείο του επαγγελματισμού που αρχίζει πια να διακρίνεται στους περισσότερους συντελεστές. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως από τα μέσα του ’55 υιοθετούνται οι πιο νεωτεριστικοί τεχνικοί εξοπλισμοί από όλες τις εταιρείες. Απλά σημειώνεται μικρή άνοδος σε ορισμένα στούντιο και εργαστήρια.
Επιστρέφοντας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ταινίας, συναντάμε τις χαρακτηριστικές σκηνές από νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με τη μουσική του Γιώργου Μουζάκη και την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά να τραγουδάει τα «που θα πάει τέλος πάντων η βαλίτσα» και «θα γίνω Βραζιλιάνα». Η ταινία ολοκληρώνεται με την αποκατάσταση της τάξης και τη δικαίωση των ταλαιπωρημένων. Και αυτό ακόμα ακολουθεί συγκεκριμένα μοτίβα της εποχής που τα συναντάμε τόσο στα μελό όσο και στις κωμωδίες παρά τη θεματική τους διαφοροποίηση. Η Ωραία Των Αθηνών μπορεί να μην ξεφεύγει από τα λάθη και τις υπερβολές της κινηματογραφικής παραγωγής του «τότε», οφείλουμε όμως να την εξετάσουμε μέσα στο ιδεολογικό-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής της λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες και τον υποτυπώδη εξοπλισμό.
Καταλήγοντας, αυτό που μένει είναι μια διασκεδαστική ανάμνηση, ένα χαμόγελο και αξέχαστοι διάλογοι:
- Κοσμάς: Κλασσική ομορφιά, μου λέει. Τον μάγεψε το κάλλος σου!
- Αριστέα: Ε! Από κάλους πια άλλο τίποτις!
- Άντε και εγώ κουμπάρος!
- Να σε ασπαστώ κουμπάρε.
- Σιγά, με βρήκες απροετοίμαστο και είσαι και αξούριστη.
- Σήμερις έτυχε.
- Βαθμολογία: 6,5