Και τα δύο λειτουργικά συστήματα έχουν πίσω τους μια πολύχρονη ιστορία, με πολλά σκαμπανεβάσματα και αλλαγές πορείας. Ωστόσο, παρουσιάζουν και ορισμένες ευδιάκριτες διαφορές, όσον αφορά στο παρελθόν και το παρόν τους.
Πορείες παράλληλες και διακριτές
Η αρχή των δύο συστημάτων είναι εντελώς διαφορετική. Τα Windows ξεκίνησαν ως ένα κέλυφος, ένα γραφικό περιβάλλον εργασίας για το παλιό, καλό DOS, ενώ το Linux εξαρχής ήταν ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό σύστημα, που στην πορεία απέκτησε και γραφικά περιβάλλοντα. Αλλά ας δούμε αναλυτικά την ιστορία του καθενός.
Windows: με ρίζες στο DOS
H πρώτη επίσημη αναφορά στα Windows γίνεται το 1981, όπου μόλις είχε κυκλοφορήσει το PC-DOS. Το τελευταίο έμελλε να αλλάξει την ιστορία των υπολογιστών και να συμβάλλει στην εκλαΐκευση του PC, που μόλις είχε παρουσιάσει η IBM. Η πρώτη ονομασία του project ήταν Interface Manager, αλλά γρήγορα το όνομα άλλαξε σε Windows. Ωστόσο, χρειάστηκε μια διετία για να ανακοινωθεί επίσημα το project Windows, κάτι που έγινε το 1983, κάτω από την πίεση των πρώτων γραφικών περιβαλλόντων εργασίας user friendly, όπως: Xerox Star, Vision, Topview, το περιβάλλον εργασίας της Lisa (προπομπού του Macintosh) κ.ά..
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα δύο χρόνια και να εμφανιστεί μια σειρά ακόμη γραφικών περιβαλλόντων εργασίας, μέχρι να φτάσει στα ράφια των καταστημάτων η πρώτη έκδοση των Windows, η 1.0. Επρόκειτο για ένα εύχρηστο (με τα στάνταρτ της εποχής) και ευχάριστο γραφικό περιβάλλον εργασίας, ένα “κέλυφος” που “καθόταν” πάνω στο DOS.
Το πρώτο πακέτο των Windows περιελάμβανε μία σειρά εφαρμογών και εργαλείων, όπως: MS-DOS Executive, Calendar, Cardfile, Notepad, Terminal, Calculator, Clock, Reversi, Control Panel, PIF (Program Information File) Editor, Print Spooler, Clipboard, RAMDrive, Windows Write, Windows Paint. Ορισμένα από αυτά (εξελισσόμενα διαμέσου των ετών) βρίσκονται ακόμη μαζί μας σήμερα. Ακόμη δύο χρόνια χρειάστηκε να περάσουν έως ότου εμφανιστεί η επόμενη έκδοση των Windows, η 2.0.
Το περιβάλλον εργασίας βελτιώθηκε, εμφανίστηκαν τα εικονίδια (icons) και τα αλληλοεπικαλυπτόμενα παράθυρα (overlapping windows) που αποτέλεσαν μεγάλα βήματα προς τα εμπρός. Ωστόσο, οι πωλήσεις του πακέτου παρέμειναν μάλλον αναιμικές, όπως και της πρώτης έκδοσης άλλωστε. Τα Windows “απογειώθηκαν” με την επόμενη “κανονική” έκδοσή τους και αφού μεσολάβησε μία έκδοση που ονομάστηκε Windows 386. Τα Windows 3.0 ήταν ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός και άρχισαν να καθιερώνουν το προϊόν της Microsoft στη ραγδαία αναπτυσσόμενη αγορά των PCs.
Πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα των Windows 3.0 πωλήθηκαν και μαζί με αμέτρητα “αντίγραφα” εγκαταστάθηκαν στους υπολογιστές των περισσότερων χρηστών PCs σε όλο τον κόσμο. Ακολούθησε μια μικρή αλλά σημαντική βελτίωση, τα Windows 3.1, τα οποία με τη σειρά τους υπέστησαν ένα πολύ σημαντικό lifting, με τα Windows 3.11, ενώ παράλληλα βγήκαν και εκδόσεις Windows για δίκτυα, τα Windows for Workgroups 3.1 και 3.11.
Μέχρι και αυτήν την έκδοση τα Windows απαιτούσαν την ύπαρξη του DOS, για να εγκατασταθούν και να δουλέψουν. Αυτό άλλαξε εν μέρει το 1995, όταν η Microsoft παρουσίασε την επόμενη επανάσταση, που άκουγε στο όνομα Windows 95. Επρόκειτο για μια στροφή στον οικιακό χρήστη, το ”χομπίστα” και το μη εξοικειωμένο με τη χρήση των υπολογιστών.
Προσέφερε αυξημένες δυνατότητες multimedia, μαζί με όλα τα υπόλοιπα καλά ενός πλήρους λειτουργικού συστήματος. Τώρα πλέον τα Windows δεν είναι ένα απλό “κέλυφος”, αφού δεν απαιτούν την ύπαρξη DOS για να εγκατασταθούν. Ωστόσο, στην “καρδιά” των Windows 95 παρέμενε το DOS, το οποίο συνέχιζε να “φρενάρει” οποιαδήποτε προσπάθεια για δημιουργία ενός σύγχρονου λειτουργικού, καθώς κουβαλούσε όλες τις ατέλειες και τους περιορισμούς της παλιάς αρχιτεκτονικής x86.
Παράλληλα με τα Windows, η Microsoft εξέλισσε και ένα άλλο προϊόν, που μοιραζόταν το ίδιο γραφικό περιβάλλον εργασίας (με μικροαλλαγές) με τα “καταναλωτικά” Windows, αλλά στον πυρήνα του είχε ένα εξελιγμένο λειτουργικό σύστημα. Πρόκειται για τα Windows ΝΤ (New Technology), τα οποία απετέλεσαν την “επαγγελματική” πρόταση της Microsoft. Το 1994 παρουσιάστηκαν τα Windows ΝΤ 3.1, τα οποία ακολούθησαν οι εκδόσεις 3.5 και 4.0, που προσέφεραν επιπλέον δυνατότητες. Τα Windows έφθασαν στην έκδοση 98 (τη χρονιά που υποδηλώνει το όνομά τους, το 1998), που συνέχιζε να ταλαιπωρείται από τις εγγενείς αδυναμίες των 95, αλλά πήγαν πολύ καλά εμπορικά.
Όπως άλλωστε και η επόμενη, τελευταία έκδοση των “κολλημένων με το DOS” Windows, τα Windows Millennium, ή Windows Me. Τα τελευταία είδαν το φως της δημοσιότητας το 2000, την ίδια χρονιά που η Microsoft κυκλοφόρησε και την εξέλιξη των Windows ΝΤ, τα Windows 2000 (πρώην ΝΤ 5.0). Η Microsoft είχε ανακοινώσει το “πάντρεμα” των δύο κόσμων, με την κυκλοφορία ενός κοινού προϊόντος (όχι πια ξεχωριστά “καταναλωτικά” και ξεχωριστά “επαγγελματικά” Windows). Αυτή η εξέλιξη ωστόσο άργησε λίγο ακόμη, αλλά έγινε πραγματικότητα με τα Windows ΧΡ.
Τα τελευταία αποτελούν μία έκδοση, που προσφέρει τη σταθερότητα, στιβαρότητα, αξιοπιστία και αυξημένες δυνατότητες διαχείρισης της πλατφόρμας ΝΤ, σε ένα ενιαίο πακέτο με την ευχρηστία, την απλότητα και τις αυξημένες δυνατότητες home entertainment, multimedia κ.λπ., που διαθέτουν τα Windows της σειράς 95, 98, Me. Στον πυρήνα δε βρίσκονται πλέον υπολείμματα του DOS και η προς τα πίσω συμβατότητα (με τις παλιές, καλές εφαρμογές 16bit που χρησιμοποιούν κάποιοι, όπως λ.χ. παλιότερα παιχνίδια) εξασφαλίζεται μέσω μιας μηχανής virtual.
Linux: ο κλώνος που γιγαντώθηκε
Πρακτικά το Linux δεν είναι παρά ένας από τους πολλούς κλώνους του Unix, του λειτουργικού συστήματος που ανέπτυξαν τα περίφημα εργαστήρια της Bell μαζί με το πανεπιστήμιο του Berkeley. Αν και το Linux δεν προέρχεται απευθείας από το Unix, αξίζει να δούμε, πώς ξεκίνησε το τελευταίο. Η πρώτη έκδοση του Unix από τα εργαστήρια Bell εμφανίζεται το 1971.
Ο κώδικας του λειτουργικού διαμοιράστηκε ημι-ελεύθερα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση σταδιακά των διαφόρων παραλλαγών του, όπως τα: Solaris, FreeBSD, IRIX κ.ά.. Πολύ πριν ο Λίνους Τόρβαλτνς, ο Φιλανδός προγραμματιστής που θεωρείται “πατέρας” του Linux, συλλάβει την ιδέα του “ανοιχτού” λειτουργικού του, το 1985 ο Ρίτσαρντ Στάλμαν δημοσίευσε το περίφημο μανιφέστο του GNU (GNU is Not Unix σημαίνουν τα αρχικά), που απετέλεσε προπομπό για το GNU General Public License, τη γενικώς αποδεκτή σήμερα πλατφόρμα αντί-copyright, που επιτρέπει την απαλλαγμένη από πνευματικά δικαιώματα, ελεύθερη διανομή του Linux και άλλων ανάλογων προϊόντων software. Ο ουσιαστικός “προπομπός” του Linux είναι το Minix, ένας ακόμη κλώνος Open source του Unix, που παρουσιάστηκε από τον Άντριου Τάνενμπαουμ το 1987.
Πάνω στο παράδειγμα του Minix εργάστηκε ο Τόρβαλντς για να φτιάξει το Linux. Ενώ λοιπόν τα Windows (για την ακρίβεια το δίδυμο DOS-Windows) απετέλεσαν από την αρχή μια εμπορική εφαρμογή, το Linux ξεκίνησε ως ένας πειραματισμός ενός ευφυούς φοιτητή στο τμήμα υπολογιστών του πανεπιστημίου του Ελσίνκι στη Φινλανδία, του Λίνους Τόρβαλντς.
Ο Λίνους ήθελε να φτιάξει ένα λειτουργικό “τύπου Unix”, που να τρέχει σε προσωπικούς υπολογιστές, καθώς θεωρούσε, ότι το MS-DOS περιόριζε δραστικά τους ορίζοντες ενός “σοβαρού” ”χομπίστα”. Το project ξεκίνησε αθόρυβα και λίγους μήνες μετά ο Λίνους απευθύνθηκε στη διεθνή κοινότητα (μέσω μηνύματος σε Newsgroups) ρωτώντας “τι θα θέλατε από το Minix”, εξηγώντας στη συνέχεια, ότι αναπτύσσει ένα νέο λειτουργικό Unix-based, που βρίσκεται ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο, αλλά αναπτύσσεται σταθερά.
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Λίνους ανακοίνωνε την έκδοση 0.01 και την έκδοση 0.02 του Linux στα newsgroups του minix, προτρέποντας όλους τους χρήστες να κατεβάσουν τον πηγαίο κώδικα. Ο Λίνους συνέχισε να αναπτύσσει το “παιδί” του, αλλά το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι, λίγοι στην αρχή, εκατοντάδες στη συνέχεια, πολλές χιλιάδες ακόμη πιο μετά. Το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ο πυρήνας είχε φθάσει στην έκδοση 0.10 και παρότι ο δημιουργός του Minix σε μήνυμά του προς το Λίνους χαρακτήριζε το Linux “παρωχημένο και μονολιθικό”, τα γεγονότα μάλλον τον διέψευσαν.
Η εξέλιξη συνεχίστηκε από την παγκόσμια κοινότητα των προγραμματιστών, που αγκάλιασαν το Linux, που στο μεταξύ είχε λάβει την GNU General Public License, ώστε να είναι σίγουρο ότι θα παραμείνει εσαεί ελεύθερο και ανοιχτό, επιδεχόμενο επεμβάσεις και βελτιώσεις από όλους όσους ενδιαφέρονται. Οπερ και εγένετο και το Linux εξελίχθηκε σε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια εκατομμυρίων χρηστών ανά τον κόσμο, καθώς η διάδοσή του εξασφαλιζόταν από την ίδια την ύπαρξή του.
Σε αυτό το κομμάτι, αλλά και στο να γίνει το Linux γνωστό στο ευρύτερο κοινό, συνέβαλλαν και μια σειρά εταιρειών. Όχι, το Linux δεν έγινε εμπορικό προϊόν, ούτε κατοχυρώθηκε από κάποια εταιρεία. Απλώς κάποιοι οίκοι software ανέλαβαν να μαζεύουν τα δεκάδες “συστατικά” που αποτελούν το Linux, να προσθέτουν και μερικά δικά τους, να βάζουν στο ίδιο πακέτο και όλες τις εφαρμογές που μπορούσαν να τρέξουν κάτω από το ίδιο λειτουργικό, να προσθέτουν ένα εργαλείο εγκατάστασης και μερικά εγχειρίδια χρήσης και να τα πωλούν.
Η εξέλιξη του Linux συνεχίζεται καθημερινά σε: πανεπιστημιακά ιδρύματα, γραφεία εταιρειών, σοφίτες και γκαράζ σε ολόκληρο τον κόσμο. Υπολογίζεται, ότι είναι εκατοντάδες χιλιάδες εκείνοι οι προγραμματιστές, που έχουν γράψει κώδικα για το Linux και τα ”παρελκόμενά” του. Και πολλοί περισσότεροι θα είναι εκείνοι που θα συνεχίσουν να γράφουν στο μέλλον.
Λίνους Τόρβαλντς
Ερωτήθηκε σε μια ομιλία του ο Λίνους Τόρβαλντς, γιατί θα πρέπει να χρησιμοποιούμε το Linux. Η ερώτηση ήταν: “Πέρα από το γεγονός, ότι το Linux έχει ένα cool όνομα, μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει, γιατί θα πρέπει να χρησιμοποιώ Linux και όχι BSD;” Και η απάντηση του Λίνους: “Όχι. Αυτό είναι. Το cool όνομα δηλαδή. Εργαστήκαμε πολύ σκληρά για να δημιουργήσουμε ένα όνομα που θα άρεσε στην πλειοψηφία του κόσμου και σίγουρα η προσπάθειά μας ευοδώθηκε. Χιλιάδες άνθρωποι χρησιμοποιούν το Linux απλώς και μόνο για να μπορούν να πουν “OS/2; Χα! Εγώ έχω Linux. Τι cool όνομα!” Οι του 386BSD έκαναν το λάθος να βάλουν πολλούς αριθμούς και μπερδεμένα αρχικά μέσα στο όνομα. Φοβίζει πολύ κόσμο, επειδή ακούγεται πολύ τεχνικό”. Δεν μπορούμε να πούμε, ότι ο πατέρας του Linux δεν έχει χιούμορ…