Το 1958 είναι το τελευταίο της πολύ σημαντικής οκταετίας 1950, όμως το 1958 ήταν που εισήγαγε μια σειρά αλλαγών και προοδευτικών κινηματογραφικών εξελίξεων, κυρίως όσον αφορά στον τεχνικό εξοπλισμό και την υποδομή των στούντιο και των εταιριών παραγωγής. Η Φίνος Φιλμ βρίσκεται στη μεγάλη της άνθιση και οι παραγωγές της είναι από τις πιο προσεγμένες και ακριβότερες.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω οι ταινίες της εποχής πολύ λίγα έχουν να προβάλλουν και συνεχίζουν να ακολουθούν «τις συνταγές του ταμείου» προσπαθώντας να παρέχουν στο κοινό τις κατάλληλες αναλογικά ποσότητες γέλιου και δράματος μέσα από καθημερινές ιστορίες που για αυτό ακριβώς το λόγο γνωρίζουν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και καθιερώνονται στη συνείδηση του κοινού σαν μια πτυχή της δικής τους καθημερινότητας.
Το Μια Ζωή Την Έχουμε είναι μια από τις ταινίες που το μαγικό ραβδί του Φίνου εξασφαλίζει στο σκηνοθέτη της Τζαβέλλα τις καλύτερες τεχνικές προδιαγραφές για την εποχή και μάλιστα καθιερώνεται ως η ακριβότερη παραγωγή της Φίνος Φιλμ ως τότε. Άλλωστε, η συμμετοχή της ντίβας Υβ Σανσόν στο πλευρό του Δημήτρη Χορν είναι αρκετά σπουδαίο επίτευγμα για τα δεδομένα της εποχής, ανεξάρτητα από τις υποκριτικές ικανότητες της εν λόγω ηθοποιού που κάθε άλλο παρά ικανοποιητικές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Σίγουρα όμως προσέφερε κάτι διαφορετικό που βρήκε ανταπόκριση από το ελληνικό κοινό. Κάποιοι βέβαια, θεώρησαν την παρουσία της Σανσόν δίπλα στο Χορν εκτός κλίματος, πάνω στο οποίο διαφωνώ, καθώς αυτό ακριβώς το αταίριαστο του ζευγαριού συνθέτει την εικόνα της σχέσης του εντελώς ξεκάθαρα και λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο προοικονομικά ως προς το τι θα επακολουθήσει.
Πρόκειται για μια κλασσική κομεντί με μελοδραματικά στοιχεία. Η ιστορία είναι απλή αν και δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καθημερινή ή συνηθισμένη. Ένας φτωχός και ασήμαντος υπαλληλάκος τράπεζας, ο Κλέων (Δημήτρης Χορν), ανακαλύπτει ένα λάθος που αποδίδει στην τράπεζα το περίσσευμα των 1.101.101,10, αποφασίζει να το καρπωθεί και αρχίζει να σπαταλά το ποσό αλόγιστα. Έχοντας πια βαρεθεί να τον αντιμετωπίζουν σαν βλάκα και άχρηστο, κυρίως το αφεντικό του (Χρήστος Τσαγανέας – διευθυντής της τράπεζας) και προκειμένου να τραβήξει την προσοχή της ερωμένης του διευθυντή Μπιμπί (Υβ Σανσόν) βγαίνει εκτός ορίων και προϋπολογισμού, ξοδεύοντας μέχρι και την τελευταία δεκάρα των χρημάτων και καταλήγοντας στην φυλακή όπου διηγείται όλη την ιστορία σ’ ένα δεσμοφύλακα (Βασίλη Αυλωνίτη).
Ο Τζαβέλλας με την επιρροή του Φίνου επενδύει μέτριες σεναριακές ιδέες πάνω στην καλύτερη τεχνική και αφηγηματική αρτιότητα, κάτι που βέβαια οφείλεται και στο προσωπικό του ταλέντο, πέρα από την αδυναμία του ή ίσως τη δειλία του να τολμήσει το διαφορετικό. Έτσι, οι ταινίες του σώζονται και αρέσουν εξαιτίας της προσωπικής του ικανότητας, του πλούσιου ταλέντου των ηθοποιών, του επαγγελματισμού των οπερατέρ και του Φίνου.
Το μοτίβο των παρεξηγήσεων και του λάθους που οδηγεί με τη σειρά του σε διαδοχικές νέες παρεξηγήσεις μέχρι την αποκατάσταση της αλήθειας , είναι κοινό σε πολλές αν όχι στις περισσότερες ελληνικές ταινίες της εποχής. Στο Μια Ζωή Την Έχουμε το αρχικό λάθος του 1.101.101,10 είναι το σημείο αναφοράς ολόκληρης της ταινίας. Γύρω από αυτό και εξαιτίας αυτού κινούνται όλα τα άλλα. Είναι ο μαγικός αριθμός που ξαφνικά και απροσδόκητα χαρίζει στον Κλέων το εισιτήριο για την κατάκτηση της γυναίκας που αγαπά, μια ευκαιρία να αποδείξει σε όλους και κυρίως στον εαυτό του πως δεν είναι βλάκας αλλά ίσως άτυχος ή υπερβολικά τίμιος. Η τιμιότητά του αποδεικνύεται τελικά χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του και όχι αποτέλεσμα της κοινωνικής του θέσης, είναι μια έμφυτη παρόρμηση που τον κάνει να αντιμάχεται το προσωπικό του συμφέρον ακόμα και όταν το αποτέλεσμα των πράξεών του δε θα έχει άμεσο αντίκτυπο στον ίδιο ή το περιβάλλον του, Έτσι όταν ο Μανόλης (Περικλής Χριστοφορίδης), υπάλληλος και αυτός στην τράπεζα αναλύει στον Κλέων τη θεωρία του «μανδαρίνου» και τον ρωτά πως θα αντιδρούσε αν του δινόταν η ευκαιρία πατώντας ένα κουμπί στην Αθήνα να σκοτώνονταν την ίδια στιγμή στα βάθη της Κίνας 3.000 μανδαρίνοι, κίτρινοι σαν τις χρυσές λίρες και ο ίδιος να γινόταν πλούσιος, η απάντηση του Κλέωνα, αφού πρώτα κάνει τους υπολογισμούς που τον οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κάθε μανδαρίνος αντιστοιχεί σε μία λίρα, είναι πως και πάλι θα το σκεφτόταν.
Ακόμα όμως και όταν οι αποφάσεις του βρίσκονται έξω από το προστατευτικό αλλά περιοριστικό πλαίσιο της τιμιότητάς του, παίρνονται εν βρασμώ ψυχής ή κάτω από την επιρροή αλκοόλ, ποτέ όμως συνειδητά και εκούσια και συνήθως έχουν σημείο αναφοράς την Μπιμπί που αντιπροσωπεύει όλους τους κρυφούς πόθους του Κλέωνα. Η Μπιμπί είναι το άπιαστο όνειρο που κατόρθωσε να ζήσει έστω για λίγο γνωρίζοντας τη συγκίνησή του, ένα όνειρο τόσο δυνατό που δεν του επέτρεψε όμως να δει την πραγματική φύση αυτής της γυναίκας και πόσο αταίριαστη ήταν απέναντι στη δική του. Το παραμύθι που ζει ο Κλέων τελειώνει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής και ολοκληρώνεται σ’ένα υπερωκεάνιο για την Αμερική. Ο Τζαβέλλας ακολουθεί το δράμα της εποχής με τα καραβάνια των μεταναστών και προβάλλει μια κοινωνική πραγματικότητα, αποφεύγοντας όμως το τραγικό στοιχείο, άλλωστε ο σκοπός του δεν είναι αυτός. Με τον Χορν σε μια άψογη ερμηνεία (αν και ο ρόλος προοριζόταν για τον Βασίλη Λογοθετίδη αλλά προβλήματα υγείας τον κράτησαν μακριά), με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και τη φωτογραφία του Ντίνου Κατσουρίδη, ο Τζαβέλλας συνθέτει μια καλοφτιαγμένη, εμπορική ταινία.
Είναι όμως ενδιαφέρον κλείνοντας να παραθέσω ένα μικρό μέρος της κριτικής του Μάριου Πλωρίτη για την ταινία: ”..αρχίζει σαν μια φανταιζίστικη κωμωδία με κάποιες αναμνήσεις από τον Τοπάζ (ο φτωχός τίμιος ανθρωπάκος, που μια γυναίκα αναποδογυρίζει τη ζωή και το χαρακτήρα του) και καταλήγει σ’ένα συμβατικό μελό με όλα τα επακόλουθα της πλαστικής συγκίνησης και της εύκολης ηθικολογίας”. Μπορεί να θεωρώ ίσως λίγο υπερβολική την παραπάνω άποψη, είναι όμως εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε πως υποδέχτηκαν κριτικοί της εποχής ταινίες που έσπασαν ταμεία και ακόμα και σήμερα μας εντυπωσιάζουν.
- Βαθμολογία: 7/10 κυρίως για την ερμηνεία του Χορν και την τεχνική αρτιότητα της ταινίας.