Το 1962 είναι η χρονιά κατά την διάρκεια της οποίας ο Κώστας Στράντζαλης σε σενάριο του Ναπολέων Ελευθερίου και σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου παρουσιάζει την ταινία «καταζητείται ο Βέγγος» σύμφώνα με τους τίτλους της ταινίας, γνωστή όμως στο ευρύ κοινό με τον τίτλο «μην είδατε τον Παναή». Δύο τίτλοι που προϊδεάζουν για την υπόθεση της ταινίας και για το ξέφρενο τρέξιμο του πρωταγωνιστή. Ενός πρωταγωνιστή που δοξάζει τα επαγγέλματα που επιλέγει με την εργατικότητα του και την τιμιότητα του.
Ο Παναής (ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ) και ο Φάνης (ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΑΡΚΟΥΛΗΣ) είναι δύο φίλοι που εργάζονται σε ένα εστιατόριο. Σε ένα εστιατόριο όμως που για να δουν πελάτες πρέπει να κάνουν τάμα. Παρ΄ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες και των δυο δεν καταφέρνουν να αυξήσουν την πελατεία. Μια παλιά ερωτική περιπέτεια του Φάνη έρχεται ως πρόσθετο πρόβλημα στους δυο φίλους, αναγκάζοντας τους να φύγουν από την δουλειά τους και να μείνουν άνεργοι. Αναζητώντας την τύχη τους στην Χαλκίδα γνωρίζονται με μια πλούσια οικογένεια –μια θεια που έχει τρελή αγάπη στον σκύλο της Έκτορα αφού δεν βρίσκει γαμπρό, έναν θειο που έχει το νου του στο φαγητό και μια ανιψιά που δεν είχε το νου της και της τον έκλεψε ο γοητευτικός Φάνης-. Μέσα από μία σειρά περιπετειών οι δυο φίλοι καταφέρνουν να παντρευτούν τα κορίτσια τους, αλλά η πρώτη νύχτα του γάμου κρύβει την έκπληξη που θα κάνει τον Βέγγο να το βάλει πάλι …στα πόδια.
Άνευρο σενάριο , με άχρωμες υποκριτικές παρουσίες που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην ταινία θα ήταν μια πρώτη προσέγγιση. Οι Κώστας Δούκας, Νίτσα Μαρούδα, Χριστίνα Αποστόλου, και η Άννα Μερτίρη είναι το καστ των ηθοποιών που χάνονται μαζί με το σενάριο και αυτό που τελικά μένει στον θεατή είναι η παρουσία του Θανάση Βέγγου. Μια παρουσία που καλύπτει ακόμη και την γοητεία του Α. Μπάρκουλη. Ο κλασσικός χαρακτήρας του Πάναη, του ανθρώπου που τρέχει, ψάχνει, δουλεύει παντού και εξαιτίας του πληθωρικού χαρακτήρα του τα θαλασσώνει, πέφτει σε όλες τις παγίδες και γκάφες, εδώ φαίνεται να καταφέρνει να ορθοποδήσει βάζοντας στόχο μια μεγάλη προίκα. Ό,τι όμως γυαλίζει δεν είναι χρυσός όπως έλεγαν οι παλιοί και μόλις το αντιλαμβάνεται ο Παναής το βάζει στα πόδια.
Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα ο Βέγγος καταφεύγει στο …τρέξιμο. Αυτό το τρέξιμο, όπως και οι αστείες ατάκες του είναι ο κορμός στον οποίο φαίνεται τελικά να στηρίζεται ολόκληρη η ταινία, δείγματα των οποίων παραθέτουμε στην συνέχεια: Ο Παναής προσπαθεί να γνωρίσει την μέλλουσα πλούσια νύφη. Κουβεντιάζοντας ανταλλάσσουν απόψεις. Η νύφη, κοκαλιάρα, ρωτάει τον Παναή:
Θεία-νύφη: δεν σας αρέσουν οι λεπτές;
Παναής: όχι προτιμώ τα λεφτά
Θεία-νύφη: εμένα μου αρέσουν οι μεγάλες συγκινήσεις
Παναής: να πηγαίνετε σε κηδείες….
Και μετά την οικονομική εξομολόγηση που προσδίδει αυτό που θα λέγαμε ντόπιο γέλιο έρχεται ο γάμος του Παναή με την «προίκα», λύση που στηρίζεται στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο πολυτεχνίτης, ανειδίκευτος εργάτης μπαίνει στην αριστοκρατία κάνοντας απλώς έναν γάμο. Μια τακτική που χαρακτηρίζει πολλές από τις ταινίες της εποχής, ένας τρόπος για να καταφέρει να γίνει επιτυχημένος ο φτωχός απλός πρωταγωνιστής. Γάμος με μια πλούσια…
Στα θετικά στοιχεία του φιλμ θα καταγράψουμε και τις φωνές της Μαίρης Λίντα και του Μανώλη Χιώτη, φωνές που ντύνουν το μουσικό κομμάτι την ταινίας. Στον αντίποδα αυτού του στοιχείου, η παρουσία του παλαίμαχου Ορέστη Λάσκου, σκηνοθέτης αυτής της κωμωδίας, δείχνει να μην προσδίδει το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ασήμαντη εμπορικά η ταινία αποδεικνύει πως ένας καλός ηθοποιός και ένας εξίσου καλός σκηνοθέτης δεν φέρνει την…άνοιξη.
Αυτό που τελικά μας μένει από το φιλμ «μην είδατε τον Παναή» είναι η χαρακτηριστική φιγούρα του Θανάση Βέγγου και ίσως και η άποψη πως:
«τα αφεντικά και οι μπαμπούλες είναι πρώτα ξαδέλφια» Παναής.
- Βαθμολογία: 4/10