«Ο Φανούρης και το σόι του» του Δημήτρη Ιωαννόπουλου είναι μία ταινία εξαιρετικά πλούσια σε στοιχεία της λαϊκής μας κουλτούρας. Ο σκηνοθέτης, το 1957, σε παραγωγή «Ανζερβός», διασκευάζει την ομότιτλη θεατρική κωμωδία των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου μένοντας πιστός στην παράδοση της άντλησης του υλικού του από τα προφορικά στοιχεία και τα ήθη μιας εποχής περασμένης, αλλά όχι πολύ μακρινής για την ελληνική πραγματικότητα. Επιλέγει να πραγματοποιήσει γυρίσματα κυρίως σε εξωτερικούς χώρους και λιγότερο σε εσωτερικούς κάτι που απομακρύνει την ταινία από την θεατρική της ρίζα. Πρωταγωνιστής σε αυτό το ηθογραφικό μελό είναι ο Μίμης Φωτόπουλος στο ρόλο του Φανούρη. Μαζί του, μία πλειάδα γνωστών ονομάτων όπως οι: Γκέλλυ Μαυροπούλου (Κατίνα), Λαυρέντης Διανέλλος (Μπάρμπα Αλέξης), Νανά Σκιαδά(Μάργκαρετ), Τζόλυ Γαρμπή (Δήμητρα), Αννα Φόνσου (Ελενίτσα), Κώστας Δούκας (Γιάννης),και Νίκος Φέρμας (Μήτσος). Μέσα από τους ρόλους τους παρουσιάζεται ένα ένα σύνολο βιωμένων εμπειριών της καθημερινής ζωής στην δεκαετία του 50.
Η ιστορία της οικογένειας του Φανούρη, μοιάζει με την ιστορία πολλών ελληνικών οικογενειών εκείνης της δεκαετίας. Ήρωας ένας μεροκαματιάρης, ο Φανούρης που προσπαθεί να συγκεντρώσει την απαραίτητη προίκα προκειμένου να παντρέψει την, γεροντοκόρη με τα δεδομένα της εποχής, αδελφή του. Η ηλικία της της αλλά και η φτώχεια δεν αφήνουν περιθώρια για έρωτες. Ο υποψήφιος γαμπρός Σόλων, έμπορας στο επάγγελμα, ζητάει προίκα για να παντρευτεί την κοπέλα και ο Φανούρης εναποθέτει όλες του τις ελπίδες στην πώληση ενός κτήματος και κυρίως στον Γιάννη, τον αδερφό του από την Αμερική. Βέβαια, ο αδερφός και η σύζυγός του έχουν άλλα σχέδια. Σχέδια που δεν περιλαμβάνουν καθόλου την προίκα της αδελφής. Τα πράγματα ευτυχώς για την μέλλουσα νύφη, Κατίνα, δεν έρχονται όπως τα υπολογίζουν τα αδέρφια της, η Δήμητρα και ο Φανούρης, ούτε φυσικά ο Σόλων-ο έμπορας και η λύση βρίσκεται σαν από μηχανής Θεός με τον έρωτα του ξενιτεμένου παιδικού της φίλου που τη γλιτώνει από έναν γάμο-φυλακή.
Ο ρόλος του Φανούρη, του λαϊκού τίμιου ανθρώπου αποτελεί έναν τύπο που υπηρέτησε με συνέπεια ο Μίμης Φωτόπουλος. Η ερμηνευτική του δεινότητα του επέτρεψε να ερμηνεύει παρόμοιους ρόλους με διαφορετικό τρόπο και αυτό ίσως τον γλιτώνει από το να καταδικάζει ο σύγχρονος θεατής την μανιέρα του. Ο Φωτόπουλος κουβαλάει στον ρόλο του Φανούρη όλα τα άγχη, τις δυσκολίες, τις αξίες, την πίκρα και τις απογοητεύσεις ενός άντρα εκείνης της εποχής που έφερε πλήρως την ευθύνη της επιβίωσης της οικογένειάς του. Ταυτόχρονα μέσα από τα δικά του διλήμματα ασκείται κριτική στο πολύ συνηθισμένο αλλά λίγο σκληρό έθιμο, να παντρεύεται κάποιος χωρίς να αγαπάει τον μέλλοντα σύντροφό του. Ο Φανούρης διαπραγματεύεται με τον έμπορα Σόλωνα τον γάμο της αδελφής του όπως είναι το πρέπον, όμως πονά η καρδιά του όταν σκέπτεται ότι την δίνει ως προϊόν σε έναν άνθρωπο που δεν θα την καλύψει συναισθηματικά ποτέ.
Το οικογενειακό σύνολο έρχεται να συμπληρώσει ο πλούσιος αδελφός που έχει μεταναστεύσει στην Αμερική κι έχει κάνει περιουσία, μετά της συζύγου του Μάργκαρετ (Κώστας Δούκας- Νανά Σκιαδά). Το εν λόγω ζευγάρι είναι το στοιχείο του εκμοντερνισμού και της αμφισβήτησης των παραδοσιακών αντιλήψεων. Επίσης αποτελεί μία ευθεία αναφορά στην ελπίδα που συμβόλιζαν οι μετανάστες συγγενείς. Εκείνη την εποχή η φτωχή Ελλάδα ακουμπά τις ελπίδες της πάνω στους ξενιτεμένους που πρόκοψαν στην Αμερική. Αυτοί φέρουν την ελπίδα (μία ελπίδα συνήθως πλάνα) αυτοί φέρουν και τις νέες ιδέες. Η αμερικανίδα γυναίκα, ας πούμε, έχει τον πρώτο λόγο στα θέματα του σπιτιού, στα οικονομικά ζητήματα, τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε οτιδήποτε τους αφορά. Βέβαια, το γεγονός αυτό δεν παρουσιάζεται θετικά. Ο εξ Αμερικής αδερφός δεν κατανοεί το δικό του μερίδιο ευθύνης στο γάμο της Κατίνας, ενώ η ειρωνική παρουσίαση στοιχείων φερμένων από το εξωτερικό μέσα από την παρουσίαση γκροτέσκο καταστάσεων (σπιτάκια με κλιματισμό για σκύλους) χονδροειδώς κυνηγούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η λογική εδρεύει στην Ελλάδα.
«Ο Φανούρης και το σόι του» είναι στην πραγματικότητα ένα καλοπαιγμένο μελό που στηρίζεται στις αξίες της εποχής. Η αξία της οικογένειας, της ανθρωπιάς και της αλληλεγγύης καταγράφεται στην επιλογή του χώρου παρουσίασης της ταινίας. Το γραφικό παραδοσιακό σπίτι με το χαγιάτι, και η φτωχική γειτονιά είναι χώροι στους οποίους επικρατεί η «ομάδα». Η λαϊκή γειτονιά στηρίζει τους ανθρώπους της περνώντας στο κοινό εικόνες και μηνύματα που γνωρίζει πολύ καλά μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες.
Η ιστορία του προξενιού και της προίκας, αν και όμορφα δοσμένη και χωρίς πολλά περιττά λόγια μένει πολλές φορές σε δεύτερη μοίρα εξαιτίας της κυρίαρχης παρουσίας των στρωτών ερμηνειών των ηθοποιών. Τα ηθογραφικά στοιχεία μίας κοινωνίας που προσπαθεί να τραβήξει μπροστά στρέφοντας τις ελπίδες της στους ξενιτεμένους συγγενείς προβάλλονται δυνατά, φροντίζοντας να αποδείξουν από την εξέλιξη της υπόθεσης πως η εξωτερική βοήθεια δεν αποτελεί πανάκεια.
Η μουσική της ταινίας ανήκει στον Κωστα Καπνίση, ενώ ο κινηματογραφικός φακός του Γρηγόρη Δανάλη καταγράφει τις σκηνές της οικογενειακής ζωής χρωματισμένη από ντόμπρους αυθεντικούς χαρακτήρες και από τα εμπόδια της ελληνικής νοοτροπίας. Η Κατίνα δε θέλει να παντρευτεί, είναι όμως αδύναμη. Είναι γυναίκα, δεν έχει μπει σε δουλειά σαν τη μικρότερη αδελφή της και αισθάνεται βάρος στους ώμους του Φανούρη που αγωνίζεται για την οικογένειά του. Απεχθάνεται τον μέλλοντα σύζυγο και προτιμά να σκοτωθεί από τον να τον παντρευτεί, οι εναλλακτικές της όμως είναι απλά ανύπαρκτες. Γλιτώνει από τη μοίρα της όχι επειδή βρίσκει τρόπο να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις αλλά επειδή βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά του παιδικού της φίλου που την αγαπά. Κι όλα τελειώνουν ωραία όπως κάθε ελληνική ταινία εκείνης της εποχής. Το πρόβλημα-η εξέλιξη-η λύση-το Happy end.
Η ανακούφιση έρχεται, ο μύθος πλάθεται γλυκά. Ταινία που βλέπεται με νοσταλγία, κυρίως για τις ερμηνείες, λοιπόν, και οι εντυπώσεις δικές σας….
- Βαθμολογία: 4/10