Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 βρίσκουν την Ελλάδα να στηρίζει την εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή τόσο ποιοτικά – γυρίζονται ταινίες που θα μείνουν στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου – όσο και ποσοτικά (ιδίως τα έτη 1961-1967 χαρακτηρίζονται από την «έκρηξη» της κινηματογραφικής παραγωγής). Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής (με πρωτοστάτη την Φίνος Φιλμ) διαμορφώνουν το δικό τους πρότυπο ταινιών (π.χ. «ταινίες για όλη την οικογένεια» της Κλακ Φιλμ), ενώ οι σκηνοθέτες συνεργάζονται συστηματικά με συγκεκριμένες εταιρείες (π.χ. Ντίνος Δημόπουλος και Γιάννης Δαλιανίδης στη Φίνος Φιλμ, Απόστολος Τεγόπουλος στην Κλακ Φιλμ).
Από την άλλη πλευρά, οι σκηνοθέτες με τους σεναριογράφους της εποχής επικρατούν των διαμεσολαβητών-θεατρικών συγγραφέων της προηγούμενης δεκαετίας, έργα των οποίων –κυρίως κωμωδίες-, συνεχίζουν να μεταφέρονται από τη σκηνή στην οθόνη, αλλά σε περιορισμένο βαθμό. Οι ηθοποιοί αποκτούν όλο και περισσότερο τη φήμη τους ως αυτοτελείς τύποι της κινηματογραφικής μυθολογίας κι όχι πια εξαιτίας της όποιας θεατρικής παρουσίας τους. Είναι η εποχή της δημιουργίας κινηματογραφικών εγχώριων ειδώλων (Αλίκη Βουγιουκλάκη «η γατούλα», Νίκος Ξανθόπουλος «το παιδί του λαού», Ρένα Βλαχοπούλου «η αλέγκρα, καθημερινή γυναίκα). Έτσι οι τύποι της προηγούμενης δεκαετίας, καταγόμενοι ή υπό την επίδραση της θεατρικής παράδοσης της ηθογραφίας και της επιθεώρησης, δίνουν τη θέση τους στους τύπους των επιτυχημένων εμπορικών συνταγών των studio της νέας δεκαετίας.
Ο «Λουστράκος», μια ταινία παραγωγής 1962 μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του «κοινωνικού μελό». Από το 1960 έως και το 1966 τις πρώτες θέσεις στον πίνακα εισιτηρίων καταλαμβάνει σταθερά το μιούζικαλ. Ωστόσο, η εμβέλεια του μελοδράματος είναι μεγάλη κι αυτό φαίνεται από την αθροιστική σύγκριση της παραγωγής. Το ελληνικό κοινωνικό δράμα καταλαμβάνει περίπου το 1/3 της συνολικής κινηματογραφικής παραγωγής της δεκαετίας του ΄60. Η Μαρία Πλυτά, η πρώτη ελληνίδα σκηνοθέτης, συνεργάζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1950 με τον Αντώνη Ζερβό και την Άνζερβος, την εταιρεία του και γυρίζει τη «Λύκαινα». Τώρα, 10 χρόνια περίπου αργότερα, είναι πάλι η σκηνοθέτης του «Λουστράκου» και πάλι στην Ανζερβός.
Η υπόθεση του «Λουστράκου» απλή, όπως σε όλα τα μελοδράματα της εποχής όπου έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρχει ένα βασανισμένο από τη ζωή παιδί, μια πικραμένη ή ηρωίδα μάνα και το ευτυχισμένο τέλος στο οποίο φροντίζει η μοίρα να οδηγηθούν οι ήρωες. Έτσι, λοιπόν, και σε αυτήν την ταινία παρακολουθούμε την προσπάθεια του μικρού Βασίλη (Βασιλάκης Καΐλας) να ελευθερώσει τη μαμά του από τη φυλακή με τη βοήθεια του δικηγόρου κου Καρέλλη και την προσπάθεια που κάνει το παιδί να επιβιώσει με το επάγγελμα του Λουστράκου. Ένα επάγγελμα που ακολουθεί για βιοποριστικούς λόγους ακόμα κι όταν μεγαλώνει και σπουδάζει, ενώ παράλληλα ερωτεύεται την πλούσια Μαρία (Μιράντα Κουνελάκη).
Αυτού του είδους οι ταινίες, όσο κι αν φαίνονται φαιδρές τη σύγχρονη εποχή, είχαν το δικό τους φανατικό κοινό. Απευθυνόταν κυρίως στα εργατικά και μικροαστικά στρώματα των συνοικιών της πόλης, ή στο κοινό της επαρχίας και του χωριού. Ένα κοινό που μπορούσε να ελπίζει πως παρά τη φτώχεια και τη δυστυχία όλα μπορούν να πάνε καλά στο μέλλον αφού οι ήρωες της ταινίας τα κατάφερναν μια χαρά.
Ο τρόπος σκηνοθεσίας και η επιλογή ορισμένων χώρων στο Λουστράκο ακολουθούν την τυποποιημένη πρακτική ανάλογων εγχειρημάτων. Στο εσωτερικό των φτωχικών σπιτιών και κυρίως στην απλή τραπεζαρία του σπιτιού γίνονται όλες οι σοβαρές οικογενειακές συζητήσεις. Εκεί θα κλάψει ο Βασιλάκης όταν η μανούλα του βρίσκεται στη φυλακή, εκεί θα μετρήσει πεντάρα πεντάρα τα χρήματά που βγάζει, εκεί θα αγανακτήσει μεγάλος πια για τη δυστυχία που είναι φτωχός.
Η φυλακή είναι άλλος ένα χώρος προσφιλής στα δράματα της εποχής. Αρκεί οι αθώοι κρατούμενοι να ελευθερωθούν φυσικά, όπως γίνεται κι εδώ με την Άννα Μαρά, τη μητέρα του Βασίλη. Το μοτίβο της τύχης-ένα μοτίβο από τα πιο συνηθισμένα στα κοινωνικά μελό της εποχής-εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή για να συμβάλλει στην εξέλιξη της υπόθεσης-η εύρεση του γκρίζου βιβλίου- και για να κάνει ακόμα πιο αισθητή την ύπαρξη του μοτίβου μητέρας-παιδιού. Έπεται φυσικά το μοτίβο των δυο κόσμων (παραδοσιακή διχοτομία «φτωχοί-πλούσιοι). Ο φτωχός Βασίλης και η πλούσια Μαρία ερωτεύονται ξεχνώντας τις διαφορές τους. Τον κύκλο θα κλείσει το μοτίβο της ανέλιξης αφού ο Βασίλης θα καταφέρει να σπουδάσει και να γίνει κάποιος παρά τις δυσκολίες και ο κώδικας του αίσιου τέλους θα σφραγίσει τη συνταγή του επιτυχημένου μελοδράματος.
Το στοιχείο που κάνει διαφορετικό τον «Λουστράκο» από τα άλλα μελοδράματα, ωστόσο, είναι πως σύμφωνα με την πλοκή της υπόθεσης παρακολουθούμε στην ουσία δύο διαφορετικές ιστορίες με το απαραίτητο στοιχείο σύνδεσης φυσικά. Η σκηνοθέτης επιλέγει να ασχοληθεί περισσότερο από 40 λεπτά με την ιστορία του μικρού Βασίλη και της άδικης φυλάκισης της μητέρας του, επενδύοντας στη λάμψη του μικρού της πρωταγωνιστή –Βασιλάκης Καΐλας-για να συγκινήσει.
Όταν πια ο μικρός Βασίλης μεγαλώνει και το ρόλο του τον παίρνει ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, μεταφέρει το κέντρο βάρους της στη διαφορά και στα προβλήματα που βρίσκουν τον πρωταγωνιστή της όταν ερωτεύεται την ατίθαση, πλούσια Μαρία. Καταπληκτική η Μιράντα Κουνελάκη σε αυτό το ρόλο με καλύτερη στιγμή της όταν κάνει τη μαθητριούλα που δεν μπορεί να καταλάβει τα μαθηματικά της και λασπώνει επίτηδες τα παπούτσια της για να έρθει πάλι ο «προσωπικός της Λούστρος», ο Βασίλης.
Άλλοι ηθοποιοί που ξεχωρίζουν είναι σίγουρα η Δέσπω Διαμαντίδου στο ρόλο της υπερήφανης πλούσιας μητέρας της Μαρίας, ο Αντρέας Ντούζος στο ρόλο του κακομαθημένου πλουσιόπαιδου, η Κλειώ Σκουλούδη σε έναν «τολμηρό» ρόλο της φεμινίστριας φοιτήτριας (Νίνα: «…γιατί αυτοί που κυβερνούν είναι άντρες σαν κι εσάς). Την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση κάνει και η Έλλη Φωτίου στο ρόλο της φίλης της Μαρίας, της Νόρας.
Ο Γρηγόρης Δαναλής βρίσκεται στη διεύθυνση της φωτογραφίας και στο φωτισμό, όμως οι τεχνικές δυσκολίες κυρίως στις σκηνές που φωτίζονται από μία λάμπα είναι φανερές. Όπως φανερό είναι και το κακό μοντάζ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σκηνή με το μικρό Βασίλη και τη γειτόνισσα, όπου τη μία ο μικρός βρίσκεται δίπλα της, ξαφνικά τον βλέπουμε κοντά στο έπιπλο και αμέσως πάλι δίπλα της να συνεχίζει την ίδια φράση!
Ωστόσο, παρά τα όποια αρνητικά, είναι ένα αξιοπρεπές κοινωνικό μελό αρκετά πειστικό σε σχέση με άλλες ταινίες της εποχής. Δείχνει ξεκάθαρα αυτό που θέλει, τονίζοντας τον τρόπο σκέψης των φτωχών και των πλουσίων. Χαρακτηριστικές είναι οι ατάκες μάνας και γιου, όταν ο Βασίλης (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) μεγάλος πια, ντρέπεται για το επάγγελμα του λούστρου και διαμαρτύρεται γιατί η μητέρα του σκύβει να μαζέψει το πενηντάρικο που είχε ρίξει ο πρώτος με ντροπή στο πάτωμα: Βασίλης: «Τι πας να κάνεις; Να μαζέψεις πενηντάρικο τον ιδρώτα μου;» Άννα Μαρά: «Μαζεύω το μυαλό σου που το σκορπάς σε ευαισθησίες που είναι μόνο γι’ αυτούς που κάθονται σε πολυθρόνες».
- Βαθμολογία: 5,5/10