Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 οι ταινίες που παρουσιάζονται στο ελληνικό κοινό αποτελούν στην πλειοψηφία τους διασκευές θεατρικών έργων. Ανάμεσα τους και το κοινωνικό μελόδραμα «Οι Απαχηδες των Αθηνων». Κινηματογραφική διασκευή της ομώνυμης οπερέτας των Γιάννη Πρινέα και Νίκου Χατζηαποστόλου σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά από την Ολυμπια φιλμ. Η ταινία αποτελεί δεύτερη παρουσίαση της οπερέτας, αφού μία πρώτη με τον αυτό τίτλο, είχε πραγματοποιηθεί το 1930 από την ΝΤΑΓΚ ΦΙΛΜ. H ταινία του 1930 ήταν βουβή και το κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει την μουσική μέσω ενός γραμμοφώνου. Οι απάχηδες του 30 χαιρετίστηκαν ως η πρώτη ελληνική ηχητική ταινία.
Πρωταγωνιστές της ταινίας του 1950, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας (πρίγκιπας ή Κώστας), ο Ντίνος Ηλιόπουλος (γραμματικός ή Κλέων), οι Μίμης Φωτόπουλος και Φραγκίσκος Μανέλλης (οι μπατίρηδες φίλοι του Κώστα), ο Αιμίλιος Βεάκης (ταβερνιάρης μπάρμπα Αντρέας ) και η Άννα Καλουτά ( η miss Βέρα). Μαζί τους στους δεύτερους ρόλους η Λύντια Στεφανίδου και ο Γιάννης Πρινέας. Η ιστορία βασίζεται στον έρωτα του Κώστα και της Τιτίκας και στις σχέσεις πλουσίων φτωχών.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο μαγαζί του μπάρμπα Αντρέα, ένα ετοιμόρροπο μαγαζί με τρία τέσσερα βαρέλια κρασί και άλλα τόσα τραπεζάκια, έναν τιμοκατάλογο στον τοίχο με το μενού -αξίζει να προσέξει κανείς την ορθογραφία των λέξεων- και με πελάτες που η οικονομική τους κατάσταση αγγίζει τον πάτο της κοινωνικής σκάλας. Ένας καβγάς που και αυτός μοιάζει τόσο ψεύτικος όσο ένας καβγάς σε θεατρική σχολική παράσταση και ένα ποτήρι που σπάει στο κεφάλι του Κώστα γίνεται η αιτία για να δημιουργηθεί το ειδύλλιο μεταξύ αυτού και της Τιτίκας. Οι παρεξηγήσεις οδηγούν στον χωρισμό του ζευγαριού, μα ο καημός της Τιτίκας φέρνει ξανά τον ήρωα στην αγκαλιά της. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας σε ρόλο ζεν πρεμιέ ξεχωρίζει τόσο με την παρουσία του , όσο και με την ξεχωριστή φωνή του. Βέβαια, ο ρόλος δεν επιτρέπει την ανάδειξη όλων των πτυχών του ταλέντου που έκρυβε ο νεαρός τότε Λάμπρος αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν κερδίζει τις εντυπώσεις με την επιβλητική‘πριγκιπική’ παρουσία του.
Κωμικές φιγούρες ο Μανέλλης και ο Φωτόπουλος αποτελούν τον αντίποδα του Κώστα. Οι μάγκες της κωμικής οικογένειας μοιάζουν απόγονοι του Σταύρακα αυτού της καραγκιοζοοικογένειας, δεν μιλούν πολύ αλλά οι γκριμάτσες τους είναι όσο εύγλωττες χρειάζεται. Τραγουδώντας ‘το χρήμα το περιφρονώ, ο κόσμος όλος να καεί μισό λεπτό δεν δίνω’ σε μια από τις πρώτες σεκάνς μας μυούν στο τρόπο ζωής τους. Προσπαθούν να γλεντήσουν σε κάθε μικρή ευκαιρία που τους παρουσιάζεται παρόλη την μιζέρια και την φτώχεια που τους κατατρύχει. Απ΄ την άλλη πλευρά ο Ντίνος Ηλιόπουλος στο ρόλο του γραμματικού , ποιητής και ερωτευμένος με την πλούσια Βέρα, σκύβει το κεφάλι στα λόγια του νεόπλουτου κ. Παραλή που με τα λεφτά του νομίζει πως θα αγοράσει ακόμη και τα αισθήματα. Σχεδιάζει μια φάρσα η οποία τελικά στην ταινία δεν φαίνεται να ολοκληρώνεται καθώς ο στόχος της μένει άγνωστος στο θεατή. Ζητάει φαρμάκι, βιτριόλι η Ντιντιτι στην καφετέρια για να πνίξει τον καημό του -πιστέψτε με γίνεται ακόμη και σήμερα και τα γκαρσόνια μένουν άναυδα πολλές φορές – μα ακόμη κι έτσι τρωει κατακέφαλα την άρνηση καθώς η κοινωνική του θέση δεν επιτρέπει ούτε καν να σκέφτεται την πιθανότητα να σμίξει με την πλούσια Βέρα.
Βέρα η Άννα Καλουτά, η πλούσια ανιψιά που ψάχνει τον πλούσιο γαμπρό δείχνει αρχικά ενθουσιασμένη με τα λόγια του γραμματικού. Ο πραγματικός της χαρακτήρας όμως φαίνεται όταν παρουσιάζεται ο ψευτο-πρίγκιπας. Κερδίζει την προσοχή του κοινού μέσα από το ντουέτο της με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στο τραγούδι «τα μάτια». ‘ Η αγάπη από τα μάτια πιάνεται και κατεβαίνει στην καρδιά’ τραγουδούν μα ο στίχος δεν λεει αλήθεια. Η καρδιά του Κώστα ανήκει στην Τιτίκα και τελικά έρχεται το happy end μεταξύ του ζευγαριού αφήνοντας κενό στο σενάριο μοναχά στην ιστορία Βέρας- Κλέωνος.
Η ταινία έχει πολλά κενά, έχει αδύνατο σενάριο, μα έντονους χαρακτήρες που την κατατάσσουν μεταξύ των μετρίων της εποχής. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον για τον σύγχρονο θεατή είναι η ηθογραφική πλευρά της, τα στοιχεία καθημερινής ζωής της εποχής (τα χτενίσματα, κοστούμια κ.λ.π.) και η σκιαγράφηση του χάσματος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που υπήρχαν.
Είναι βεβαίως λίγο σχηματική όμως παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον. Οι νεόπλουτοι Έλληνες εξ Αμερικής που δεν έχουν καθόλου τρόπους και σκοτώνουν την γλώσσα για να φανούν ‘μορφωμένοι’, και από την άλλη πλευρά οι φτωχοί που ονειρεύονται μια κληρονομιά για να ξεφύγουν, οι οποίοι με την σειρά τους σκοτώνουν επίσης την γλώσσα λόγω έλλειψης μόρφωσης. Ένα από τα θετικά στοιχεία του φιλμ είναι η φωτογραφία του Μανώλη Τζανετή. Όμορφα τοπία παρουσιάζονται με εξαιρετική μαγεία ακόμη και για ασπρόμαυρο φιλμ. Θάλασσα και πλάνα μέσα από δέντρα και κλαδιά δίνουν την εικόνα πίνακα ζωγραφικής.
«Οι Απάχηδες των Αθηνών» η αλλιώς για όσους δεν το ξέρουν, οι μόρτες της παλιάς Αθήνας, ένα κομμάτι της ιστορίας του Ελληνικού κινηματογράφου μπορεί να σας μεταφέρει στις παλιές γειτονιές της Αθήνας που τόσο αγαπάμε να νοσταλγούμε και να σας συστήσει σε ένα τρόπο ζωής άγνωστο. Καλή διασκέδαση λοιπόν εκεί κάπου στα στενάκια της παλιάς Αθήνας με τους γραφικούς χαρακτήρες των ηρώων του Πρινέα!
- Βαθμολογία: 4/10