Η δεκαετία του 1960 είναι μια γέφυρα ανάμεσα σε ό,τι κυριαρχούσε στα κινηματογραφικά δρώμενα της Ελλάδας του 1950 και σε ό,τι θα κυριαρχήσει στα επόμενα χρόνια, αλλά ανοίγει και ένα ξεχωριστό μονοπάτι συνθέτοντας ένα καινούριο παζλ κινηματογραφικών στοιχείων και εικόνων. Και αυτός ο διττός χαρακτήρας της δεκαετίας είναι που την κάνει μοναδική, καθώς πέρα από το ρόλο του συνδετικού κρίκου που έχει παρουσιάζει και εξαιρετική αυτονομία η οποία δεν περιορίζεται στην επιλογή των προσώπων (προερχόμενα παλιότερα στην πλειοψηφία τους από το θέατρο, δεσμός που σταδιακά αρχίζει να χαλαρώνει) αλλά και στην πολυπλοκότητα και ποικιλία των θεμάτων που σεναριογράφοι και σκηνοθέτες πραγματεύονται, δίνοντας ζωή σε καταστάσεις και χαρακτήρες εντελώς φρέσκους και διαφορετικούς.
Οι θεατρικές καταβολές τόσο στη θεματολογία όσο και στην αίσθηση που εισπράττει το κοινό από την ερμηνευτική έκφραση και κινησιολογία των ηθοποιών εξακολουθούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Από την άλλη όμως, η δεκαετία αυτή ανοίγει το δρόμο για τη σταδιακή απομάκρυνση και το κόψιμο του ομφάλιου λώρου που χρόνια κρατούσε την κινηματογραφική παραγωγή σταθερά και στενά δεμένη με το θέατρο. Αυτές οι συνθήκες που διαμορφώνονται κατά τη διαδικασία αποκόλλησης θα δημιουργήσουν ένα έδαφος πρόσφορο για την προβολή αμιγώς κινηματογραφικών παρουσιών που θα εξελιχθούν σε αστέρες της εποχής.
Ως προς τη θεματολογία των ταινιών της εποχής φαίνεται να επικρατεί μια αισθητική ομοιομορφία και στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια καθαρά προσωπική τοποθέτηση γύρω από την λανθασμένη αντίληψη που είχε επικρατήσει και εξακολουθεί να υπάρχει για την επανάληψη συγκεκριμένων μοτίβων και κοινών τόπων στην ελληνική κινηματογραφική παραγωγή του τότε, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ουσιαστική της προσφορά και διαφοροποίηση. Θεωρώ πως η ομοιότητα των ταινιών αυτών (και αναφέρομαι στις κωμωδίες) περιορίζονται στον τρόπο προσέγγισης της ιστορίας που διηγούνται και όχι στην υπόθεση αυτή καθαυτή. Εξετάζοντας μάλιστα πιο προσεκτικά την κινηματογραφική παραγωγή της περιόδου θα παρατηρήσουμε πως οι υποθέσεις τους , πέρα ίσως από κάποια πολύ συγκεκριμένα μοτίβα που τα συναντάμε συχνά, διαφέρουν όχι μόνο μεταξύ τους αλλά παρουσιάζουν και μεγάλη απόκλιση από την κοινωνική τους πραγματικότητα. Οι ιστορίες που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια των θεατών βρίσκονται πιθανολογικά αρκετά μακριά από την επανάληψή τους στην καθημερινότητά μας. Για παράδειγμα στην ταινία Οι Κληρονομοι έχουμε την περίεργη κατάσταση τεσσάρων διαφορετικών ανθρώπων που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους να βρίσκονται κληρονόμοι ενός γνωστού οίκου μόδας και ο καθένας να προσπαθεί να βγάλει τους υπόλοιπους από τη μέση για να εκμεταλλευτεί με τον πιο αποδοτικό τρόπο το ευχάριστο παιχνίδι που του επεφύλασσε η τύχη. Όλο το παραπάνω σκηνικό κάθε άλλο παρά κοινότυπο ή τετριμμένο μου φαίνεται.
Αντίθετα , αυτό που ίσως δημιουργεί την εντύπωση της επανάληψης είναι η αισθητική προσέγγιση της ταινίας και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα ,που θα χαρακτήριζα περισσότερο οικείο στην ελληνική συμπεριφορά και νοοτροπία παρά επαναλαμβανόμενο και αυτό ακριβώς συμβάλλει στην επιτυχία που σημείωσαν οι ταινίες εκείνες και μέχρι σήμερα παραμένουν ζωντανές, κεφάτες και ενδιαφέρουσες όσες φορές και αν ειδωθούν. Ο συνδυασμός δηλαδή του στοιχείου της οικειότητας με αυτό του απρόβλεπτου και της υπερβολής δημιουργεί τη συνταγή της επιτυχίας.
Οι Κληρονομοι είναι μια διασκευή της ομώνυμης θεατρικής κωμωδίας του Πολύβιου Βασιλειάδη σε σκηνοθεσία του Γιαννη Δαλιανιδη. Το όνομα του Δαλιανιδη σε συνδυασμό με αυτό της Φίνος Φιλμ (γνωστή για τις επιτυχίες της) και μιας ομάδας ηθοποιών όπως ο Ντινος Ηλιοπουλος, ο Κωστας Χατζηχρηστος, ο Κωστας Βουτσας,η Μαρθα Καραγιαννη και άλλοι δε θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σ’ένα αρκετά δυναμικό αποτέλεσμα και σε μια από τις πιο αγαπημένες ταινίες όλων μας. Κεφάτη, διασκεδαστική και δροσερή δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να περάσει κάποιος 90 λεπτά απολαμβάνοντας τα τερτίπια και τις γκάφες των ηρώων αυτής της όχι και τόσο συνηθισμένης συντροφιάς.
Η ταινία δεν έχει σχέση με το κινηματογραφικό είδος που ο Δαλιανιδης συνέδεσε το όνομά του, το μιούζικαλ, αλλά ο χορός και το τραγούδι δεν απουσιάζουν απλά περιορίζονται στην αίθουσα κάποιου κέντρου νυχτερινής διασκέδασης όπου η Μαίρη (Μαρθα Καραγιαννη) εμφανίζεται ή στο σαλόνι του Σωτήρη (Κωστας Βουτσας) που κάνει χορευτική πρόβα και ονειρεύεται την υλοποίηση των ονείρων του (ένα κλαμπάκι που θα του αποφέρει χρήματα και φήμη).
Ο χώρος που κινούνται οι πρωταγωνιστές είναι η γειτονιά της Αθήνας του τότε, με πολύ οικείες αλλά και ξεχασμένες πια στο παρελθόν εικόνες από το μπαρμπέρικο του Παναγιώτη (Κωστας Χατζηχρηστος) αλλά και μια πραγματικότητα απρόσιτη για τους περισσότερους «κοινούς θνητούς» αυτής, του οίκου υψηλής ραπτικής όπου ο Ρίκο (Ντινος Ηλιοπουλος) είναι ο ευγενικός -αλλά στα πρόθυρα νευρικής κρίσης- διευθυντής που με μεράκι και διπλωματία καταφέρνει να διατηρεί το καλό του όνομα.
Τέσσερις άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικούς κόσμους, με διαφορετικές νοοτροπίες και όνειρα έρχονται αναγκαστικά κοντά όταν ένας μακρινός για τους μισούς συγγενής και φιλικό πρόσωπο για τους άλλους τους αφήνει κληρονομιά την επιχείρησή του. Οι παρεξηγήσεις που δημιουργούνται είναι άνευ προηγουμένου και συνθέτουν μια πραγματικά αστεία πλοκή που τους οδηγεί τελικά από την προσπάθεια επιβίωσης, που καταβάλλουν αρχικά, σε μια ευχάριστη συνύπαρξη. Έρωτας, μίση και δολοπλοκίες λαμβάνουν χώρα στην εξέλιξη της υπόθεσης κάτω από τις μελωδίες του Μίμη Πλέσσα και ενώ η Μαίρη (Μαρθα Καραγιαννη) πλέκει το δικό της σενάριο στην προσπάθειά της να καταλάβει τα πραγματικά αισθήματα του Ρίκο (Ντινος Ηλιοπουλος) γι’αυτήν.
Με την παρουσία της Μαίρης προβάλλεται και ένα νέο γυναικείο πρότυπο που εμφανίζεται συχνά στις ταινίες της εποχής. Είναι η δυναμική γυναίκα , που παίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης και κρατά το κλειδί για τη λύση της όλης παρεξήγησης. Μιας παρεξήγησης όμως απαραίτητης για την ύπαρξη της ταινίας καθώς πάνω σ’αυτήν βασίζονται οι κρίσεις, οι υπερβολές και οι φαντασιώσεις των ηρώων που μέσα στην άγνοιά τους πλάθουν ιστορίες που ξεπερνούν την πραγματικότητά τους και προκαλούν κωμικοτραγικές καταστάσεις.
Έτσι λοιπόν ο μπαρμπέρης, ο πλέι μπόι, η χορεύτρια και ο μόδιστρος μια αταίριαστη συντροφιά χωρίς κοινά σημεία αναφοράς, θα δημιουργήσουν διόδους επικοινωνίας και θα βγουν νικητές από τη χαριτωμένη δοκιμασία τους προσφέροντας άφθονο γέλιο. Ο Δαλιανιδης με μοναδικό τρόπο δένει αυτές τις φαινομενικά διαφορετικές προσωπικότητες στην ευχάριστη πλοκή της ταινίας και με τη βοήθεια των ηθοποιών, που δείχνουν εξαιρετική ερμηνευτική προσαρμοστικότητα στις απαιτήσεις των ρόλων τους ,οδηγείται σ’ένα προσεγμένο αποτέλεσμα που έκανε τους Κληρονόμους αξέχαστους.
- Βαθμολογία: 7/10