Οι συστάσεις με το αριστούργημα του Μιχαήλ Καλατόζοφ είχαν πρωτογίνει 13 χρόνια στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας. Εν όψει της πολυτελούς κυκλοφορίας του φιλμ σε DVD, ένα αφιέρωμα είναι το λιγότερο που μπορεί κανείς να υπογράψει. Όχι για μια ταινία αφιερωμένη στην επανάσταση. Αλλά για μια ταινία – επανάσταση.
Η διάσωση του σκηνοθέτη Καλατόζοφ
Βρισκόμαστε στα 1992 και το σχετικά άσημο κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τέλουραϊντ αποφασίζει να προβάλει μια ρετροσπεκτίβα του σοβιετικού σκηνοθέτη Μιχαήλ Καλατόζοφ, του λίγο ή πολύ ταυτισμένου με το αριστουργηματικό «Οταν Περνούν Οι Γερανοί» (1958), μονάκριβου Χρυσού Φοίνικα στην ιστορία της ΕΣΣΔ.
Το κοινό του Τέλουραϊντ αρπάζει την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα το έργο του Καλατόζοφ. Ελάχιστοι εξ αυτών όμως, αν όχι κανένας, υποψιάζονται ότι κάπου ανάμεσα σε αυτές τις προβολές θα γίνουν κοινωνοί της δεύτερης γέννησης ενός θαμμένου αριστουργήματος. Πρόκειται για το «Soy Cuba», μοναδικό άξιο αναφοράς τέκνο μιας υπερφιλόδοξης απόπειρας συνεργασίας μεταξύ της σοβιετικής εταιρείας Μοsfilm και του νεότευκτου επαναστατικού καθεστώτος της Κούβας.
Το φιλμ σκάει σα βόμβα στην οθόνη του φεστιβάλ και όσοι έχουν διατηρήσει τη μιλιά τους μετά την προβολή φροντίζουν να δηλώσουν περήφανα προς κάθε κατεύθυνση «ήμουν κι εγώ εκεί». Οταν οι απαραίτητοι μεσάζοντες φέρουν τις φήμες μέχρι τα πρόθυμα αυτιά των Μάρτιν Σκορσέζε και Φράνσις Φορντ Κόπολα και τους πείθουν να αναλάβουν την κηδεμονία του ορφανού «Soy Cuba», ένα μικρό θαύμα θα έχει συντελεστεί: η διάσωση ενός φιλμ πέντε αστέρων από το οριστικό κλείδωμα στο χρονοντούλαπο και την απόλυτη λήθη. Αλήθεια όμως, μπροστά σε τι είχαν βρεθεί απροειδοποίητοι οι καλότυχοι θεατές του Τέλουραϊντ;
Πρώτα πρώτα, μπροστά σε μια κάμερα που ίπταται ανάμεσα στη γη και τη θάλασσα, σαν να τις αιχμαλωτίζει για πρώτη φορά, ακριβώς τη στιγμή της Δημιουργίας τους. Η ταινία, λοιπόν, πρόκειται να εκτυλιχθεί σε μια μολυσμένη Γη της Εδέμ. Υστερα, μπροστά σε μια γυναικεία φωνή σε voice over, που μας δηλώνει με τελετουργική βραδύτητα «Είμαι η Κούβα». Η φωνή, συνεπώς, ανήκει στον πρωταγωνιστή του φιλμ, αυτόν που μας συστήθηκε ήδη από τα πρώτα πλάνα του. Την κουβανέζικη γη που θυμάται την ανακάλυψή της από τον Κολόμβο και κολακεύεται από τα κομπλιμέντα του εξερευνητή. Που ομολογεί ότι είναι ποτισμένη με δάκρυα και απορεί που η ζάχαρη την οποία αντλεί από τα σπλάχνα της εξακολουθεί να είναι γλυκιά.
Και στη συνέχεια, αφού βρισκόμαστε για τα καλά στον αστερισμό της απόλυτης αγνότητας (η γη ξέρει το καλό της, δε μπορεί να κάνει λάθος), μπροστά σε ένα σπονδυλωτό έπος, ένα παζλ χαρακτήρων χορογραφημένο όπως ποτέ πριν και μετά στην ιστορία του σινεμά. Συνδεδεμένες σαν τα βαγόνια μιας υπερταχείας, οι προσωπικές διαδρομές της Μαρία, του Πέδρο, του Ενρίκε και του Μαριάνο θα μας ταξιδέψουν με κομμένη την ανάσα από τον ζόφο της δικτατορίας του Μπατίστα στα σπάργανα της επανάστασης, εκείνες τις σπάνιες και οργασμικές στιγμές όπου όλα μοιάζουν δυνατά.
Ακριβώς στο σημείο από το οποίο θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα τυπικό φιλμ επαναστατικής προπαγάνδας, το «Soy Cuba» φροντίζει να ξεσηκώσει τον θεατή από την καρέκλα του κι ύστερα να του ρίξει το μπαλάκι μαζί με τους τίτλους τέλους. Πιθανότατα το πιο ηδονικό δείγμα στρατευμένου σινεμά που έχει υπάρξει ποτέ, η ταινία σε παρασύρει επί 140 λεπτά στα ανώτατα όρια μιας κλιμακούμενης συγκινησιακής κορύφωσης, εγκαταλείποντάς σε πριν καν προλάβεις να αποφορτιστείς. Η απόφαση του Καλατόζοφ να φέρει τη δράση του μέχρι τους πρόποδες της επανάστασης και να αφήσει το «μετά» ως ένα αόριστο «εκτός πεδίου» έχει παραπάνω από μία παραμέτρους, εκ των οποίων ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιστορικές ζυμώσεις.
Η αρχή της επανάστασης
Τα πρώτα σπέρματα της γέννησης του «Soy Cuba» εντοπίζονται ουσιαστικά τη στιγμή που ο Αλφρέδο Γκεβάρα, διευθυντής του Κουβανέζικου Ινστιτούτου για την Τέχνη και Βιομηχανία του Κινηματογράφου (ICAIC), διαπραγματεύεται το ενδεχόμενο μιας πιθανής συνεργασίας με τα σοβιετικά στούντιο Μοsfilm. Ο ούριος άνεμος των σχέσεων Φιντέλ Κάστρο – Νικίτα Χρουστσόφ προσφέρει ιδανική προίκα στον γάμο, οι υπογραφές πέφτουν μαζί με τα φαρδιά-πλατιά χαμόγελα και η Μόσχα επανδρώνει τις πρώτες της αποστολές.
Ως δείγμα υπερβολικά καλής θέλησης, δε, συμπεριλαμβάνει σε αυτές τον φρεσκοβραβευμένο στις Κάννες Μιχαήλ Καλατόζοφ, που θεωρείται άξιος απόγονος των ετερόκλητων μεγάλων ρώσικων σχολών (Αϊζενστάιν, Βερτόφ) και πρωτοπαλίκαρο της διαφαινόμενης νέας άνοιξης του σοβιετικού σινεμά. Ο Καλατόζοφ προσγειώνεται επί κουβανέζικου εδάφους με το μεγαλόπνοο σχέδιο ενός δικού του «Que Vivα Μexico!» και με την ανεκτίμητη συμπαράσταση του οπερατέρ του, Σεργκέι Ουρουσέφσκι, του Κουβανού συγγραφέα Ενρίκε Πινέδα Μπαρνέτ και του Ρώσου ποιητή Εβγένι Γιεβτουτσένκο. Μόνο που, στο διάστημα της επιτόπιας έρευνάς του, ο Καλατόζοφ λογαριάζει χωρίς δύο ξενοδόχους.
Πρώτον, την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Αβάνας-Μόσχας, που μετατρέπει αυτόν και τους συνεργάτες του σε ευάλωτους στόχους. Δεύτερον, την εντύπωση του ίδιου από τη μετεπαναστατική Κούβα, σύμφωνα με την οποία κάποιες μελανές πτυχές είναι ασυμβίβαστες με έναν προπαγανδιστικό θούριο πάνω στο παρόν της επανάστασης. Στο οποίο ο Καλατόζοφ θα γυρίσει την πλάτη, για να εστιάσει αποκλειστικά στην αργή και επώδυνη διαδικασία της γέννησης. Μέσα από τις ιστορίες μιας πόρνης που αναγκάζεται να έχει δύο ζωές και δύο ονόματα, ενός γέρου αγρότη που αποχωρίζεται τη γη που δούλευε μια ζωή, ενός ακτιβιστή φοιτητή που αποφασίζει να αναλάβει δράση και ενός φιλήσυχου χωρικού που συνειδητοποιεί βιωματικά την αναγκαιότητα του ένοπλου ξεσηκωμού. Και πάνω απ όλα, μέσα από την ιστορία της κουβανέζικης γης. Οπως μας την αφηγείται η ίδια.
Είμαι η Κούβα. Είμαι το Σινεμά
«Είμαι η Κούβα», ακούμε τη γυναικεία φωνή να επαναλαμβάνει με δωρική μεγαλοπρέπεια και κάπου στο ενδιάμεσο συνειδητοποιούμε ότι ακόμα και αν δεν είναι ένας καθώς πρέπει ύμνος στο καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο, το «Soy Cuba» είναι ένας καθαρόαιμος ύμνος στην ίδια τη χαρά του να κάνεις σινεμά.
Μέσα στις βιβλικού μεγαλείου αφηγήσεις του, εξάλλου, οι πιο ακραία αντιτιθέμενες κινηματογραφικές τάσεις συγκρούονται μετωπικά για να δημιουργήσουν ένα αποστομωτικό αμάλγαμα: το φελινικό ντελίριο και ο εκφραστικός παροξυσμός του Όρσον Γουέλς, η ταπεινότητα του ιταλικού νεορεαλισμού και η εικαστική μαγεία του Αϊζενστάιν, όλα εναλλάσσονται σαν διαθέσεις μιας κυκλοθυμικής, ακαταπόνητης κάμερας που ακόμα και σε καθαρά τεχνικό επίπεδο βγάζει λαγούς από το καπέλο.
Ο Πολ Τόμας Αντερσον στο «Βoogie Νights» απλώς προσπάθησε να αντιγράψει αξιοπρεπώς το απερίγραπτης μαεστρίας πεντάλεπτο τράβελινγκ με το ρετιρέ πάρτυ, στο οποίο η κάμερα παίρνει φόρα από ψηλά και βουτά στον βυθό μιας πισίνας. Ο Σκορσέζε, από την άλλη, ακόμα τρίβει τα μάτια του με τη σκηνή της κηδείας, όπου η κάμερα βγάζει φτερά και περιπλανιέται από το ένα κτίριο στο άλλο.
Και οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί, μεταξύ των οποίων και οι εκλεκτοί που είχαν ανακαλύψει το φιλμ από το προπέρσινο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Αθήνας, ίσως ακόμα δυσκολεύονται να πιστέψουν στην ύπαρξη μιας ταινίας που σε πείθει για την αναγκαιότητα μιας επανάστασης μέσα από τη δική της ανάγκη να υπάρξει ως εκκωφαντική κραυγή. Κι εδώ θα παρέμβει και πάλι ο Σκορσέζε, για να δηλώσει πεπεισμένος «εάν γνωρίζαμε από το 1964 την ύπαρξη αυτού του φιλμ, ίσως να ήταν διαφορετικό σήμερα». Με τι καρδιά να διαφωνήσεις μαζί του;
Το «Soy Cuba» κυκλοφορεί σε τριπλή ultimate edition περιοχής 2 από την εταιρεία New Yorker Video/Milestone Cinematheque. Από τα εκπληκτικά extras ξεχωρίζουν: βίντεο- συνέντευξη του Μάρτιν Σκορσέζε και του σεναριογράφου της ταινίας, δίωρο ντοκιμαντέρ «Α Film About Mikhail Κalatozov», βιβλιαράκι αφιερωμένο στην μυθολογία της ταινίας και το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Τhe Siberian Μammoth» που χρονογραφεί το γύρισμα του φιλμ
Υπέρ της επανάστασης, τα πάντα. Κατά της επανάστασης, τίποτα
Με αυτά τα λόγια ο Φιντέλ Κάστρο θα έδινε τον Ιούνιο του 1961 τον προσανατολισμό της νεογέννητης επανάστασης στον τομέα του πολιτισμού. Πράγματι, οι ταινίες που διακήρυσσαν την ανεπιφύλακτη αλληλεγγύη τους στο κουβανικό καθεστώς, όπως το εξαιρετικό «Cuba Si!» (1961) του Κρις Μαρκέρ, μπορούσαν όχι μόνο να γυριστούν, αλλά και να συναντήσουν το κοινό τους στο απυρόβλητο.
Τι συνέβη όμως με την ιδιάζουσα περίπτωση του «Soy Cuba», μιας ταινίας προγραμματικά ταγμένης στην υπηρεσία της επανάστασης; Βγαίνοντας παράλληλα στις σοβιετικές και κουβανέζικες κινηματογραφικές αίθουσες τον Ιούλιο του 1964, η ταινία θα συναντήσει τη χλεύη των κάθε λογής «ορθόδοξων» επαναστατών: οι Κουβανοί δημοσιογράφοι θα τη στολίζουν με σχόλια του τύπου «θα έπρεπε να λέγεται No Soy Cuba».
Οι Ρώσοι συνάδελφοί τους θα μπουν κι αυτοί στον χορό, κάνοντας λόγο για ακροβατικά χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Μετά από μια πορεία μίας εβδομάδας στην ΕΣΣΔ και σχεδόν 15 ημερών στην Κούβα, η ταινία θα μπει στις αποθήκες της Ταινιοθήκης της Μόσχας. Οσο για τον Καλατόζοφ, θα γύριζε μια ακόμη ταινία πριν πεθάνει το 1973 στην ηλικία των εβδομήντα ετών, θεωρώντας προφανώς ότι κάποτε δόθηκε ολόψυχα σε μια ταινία που δε θα έβλεπε ποτέ σχεδόν κανείς.