Ναι, είναι το review του «Συνωμοσίες 2». Μπορείτε να αφήσετε τα γελάκια για να ασχοληθούμε με ένα αξιοπρεπέστατο indie adventure μιας ελληνικής εταιρίας; Το 2063 η Γη έχει ενταχθεί στην Περιφερειακή Γαλαξιακή Συμμαχία και έχει σχέσεις με εξωγήινους πολιτισμούς εντός και εκτός της ομοσπονδίας. Ένας από τους πιο άγνωστους και ήρεμους μέχρι πρότινος, οι Κυκλωπειανοί, κινείται όλο και πιο επιθετικά απέναντι στη ΠΓΣ με πειρατείες, επιθέσεις και πράκτορες τοποθετημένους σε υψηλά κλιμάκια.
Την ίδια περίοδο, ο Νικ Δέλιος, πρώην ερευνητής βιολογίας στο ΑΠΘ, πρώην ιδιωτικός ντετέκτιβ, πρώην πρωταγωνιστής του «Συνωμοσίες 1» και νυν κυβερνητικός πράκτορας στη γήινη ομάδα Αντικατασκοπείας, μετά από μια μακριά νύχτα στα μπαρ και τα μπουζούκια βρίσκει τη σπιτονοικοκυρά του να τον περιμένει έξαλλη και να ζητάει τα νοίκια.
Επειδή όμως ο Νικ έχει επενδύσει τα χρήματά του σε μπουκάλια Johnnie Walker, τον πετάει στο δρόμο σα σκυλί. Μην έχοντας πού να πάει καταλήγει στη βίλα της Ανίτας Αργυρίου, της παλιάς του αγάπης και διευθύντριας πλέον του κολοσσού Detronics, τον αδερφό της οποίας ο Δέλιος ψάχνει από το προηγούμενο παιχνίδι.
Από συμπόνια και για χάρη των περασμένων, αλλά και επειδή εντελώς τυχαία δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα και επιχειρηματικές πιέσεις, τον περιμαζεύει. Την άλλη μέρα, ο ήρωας μας ξεκινά τις έρευνες για τη διείσδυση των Κυκλωπειανών. Όταν όμως αποκαλύπτει τα πρώτα στοιχεία πέφτει θύμα σκευωρίας και ξυπνά δίπλα από την Ανίτα, βαριά τραυματισμένη, με το φονικό όπλο στο χέρι και δυο αστυνομικούς να τον σημαδεύουν. Tex Murphy, Black Dahlia, Phantasmagoria, Toonstruck, X-Files, Star Trek: Borg, …Τα FMV adventures είχαν εκλείψει εδώ και χρόνια και τα συνοδεύει μεγάλη προκατάληψη.
Το κόστος ήταν δυσβάστακτο και δε δικαιολογούνταν από το τελικό αποτέλεσμα, ούτε σε ποιότητα video ούτε σε ηθοποιία ακόμα και όταν το καστ περιελάμβανε ονόματα όπως τον Dennis Hopper ή τον Christopher Lloyd. Το gameplay σε πολλές περιπτώσεις έπασχε και λόγω κακού σχεδιασμού (ελάχιστο Interaction με χώρους και χαρακτήρες) και λόγω κατάχρησης των cutscenes, φτάνοντας σε ακραία σημεία με παιχνίδια 7–8 CD γεμάτων video. Κυρίως όμως ξεπεράστηκαν τεχνολογικά.
H Anima απαντά σε αυτές τις προκλήσεις με διάφορους τρόπους. Καταρχάς ενσωματώνει High Definition Video για να εξασφαλίσει το οπτικό αποτέλεσμα και χρησιμοποιεί το PhysX της Nvidia σα μοντέλο φυσικής. Οι ερμηνείες είναι αξιέπαινες, αν σκεφτεί κανείς πως προέρχονται από ερασιτέχνες -στην τηλεόραση υπάρχουν ΠΟΛΥ χειρότερες.
Το ευχάριστο είναι πως, αν και κάνουν ό,τι μπορούν, παρά τις δυσκολίες τα καταφέρνουν, δε στέκονται μπροστά στην κάμερα ούτε με σοβαροφάνεια ούτε με υπερβολή οπότε το τελικό αποτέλεσμα είναι αρκετά φυσικό.
Η σκηνοθεσία είναι αδιάφορη (πράγμα κατανοητό με βάση και τους τεχνικούς περιορισμούς) μα το casting κερδίζει από τα αποδυτήρια. Χωρίς κανείς να έχει το παρουσιαστικό να στηρίξει το ρόλο του, δίνουν ένα τελείως καλτ αέρα στο παιχνίδι και το καταδιασκεδάζουν κάτω από τα μουστάκια τους, χωρίς σε καμία περίπτωση να γίνουν γελοίοι. Εύφημος μνεία στο Νικ Δέλιο, που είναι φτυστός ο Billy Bob Thornton από το «Bad Santa». Από εκεί και πέρα τα ψηφιακά backgrounds μας θυμίζουν ότι μιλάμε για ανεξάρτητη παραγωγή που επιπλέον προσπαθεί να παραστήσει sci – fi περιβάλλον.
Το τελικό αποτέλεσμα για το κύριο όπλο του FMV είναι μια συμπαθέστατη, αξιαγάπητη b-movie. Τα in-game γραφικά είναι περισσότερο λειτουργικά παρά όμορφα. Τα αντικείμενα είναι ξεκάθαρα σχεδιασμένα, οι διακοσμήσεις είναι αρκετά προσεγμένες και μεγάλες σε αριθμό, υπάρχουν όμορφες αντανακλάσεις σε γυαλιστερές επιφάνειες και σωστή χρωματική παλέτα, αλλά μέχρις εκεί.
Αρκετά textures είναι χαμηλής (τοίχοι κυρίως)ως υπερβολικά χαμηλής ανάλυσης ενώ άλλα, όπως αυτά των αντικειμένων και των διακοσμήσεων, είναι φανερά πιο προσεγμένα. Αυτή η ανομοιομορφία, και όχι ο χαμηλός αριθμός πολυγώνων, είναι που χτυπά περισσότερο στο μάτι. Στον τομέα του ήχου η κατάσταση είναι αντίστοιχα άνιση. Ξεχωρίζουν οι περιγραφές και οι φρέσκιες ατάκες του Δέλιου, που σπάνε τη ρουτίνα του ψαξίματος, ενώ και η μουσική είναι πολύ όμορφη και απρόσμενα ταιριαστή. Ειδικά σε ένα σημείο που ο παίκτης έχει όριο χρόνου, η μελωδία αγχώνει πολύ περισσότερο από την εύρεση λύσης.
Επίσης υπάρχει πλήρης ομιλία σε ελληνικά και αγγλικά (με αυθεντική βρετανική προφορά παρακαλώ!) καθώς και υπότιτλοι σε ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά και ισπανικά, μια πολύ σωστή κίνηση που θα βοηθήσει τον τίτλο να κινηθεί και στη διεθνή αγορά. Αυτό που ενοχλεί είναι τα λίγα ηχητικά εφέ. Δεν ακούγονται βήματα, οι ήχοι των συσκευών είναι επαναλαμβανόμενοι και η μεγάλη πλειοψηφία των ενεργειών είναι… βουβές. Είναι κρίμα που δεν έγινε μεγαλύτερη προσπάθεια σε αυτό το κομμάτι γιατί θα έδινε περισσότερη ζωντάνια στους χώρους του παιχνιδιού.
Και μιλώντας για ζωντάνια, ας δούμε την ατμόσφαιρα. Το παιχνίδι προσπαθεί να μη φανεί υπερβολικά βαρύγδουπο και τα καταφέρνει. Οι περιγραφές έχουν μεγάλη δόση πνεύματος και χιούμορ, χωρίς να φτάνουν την κωμωδία ή την παρωδία και διατηρούν τον τίτλο στα επίπεδα ενός τίτλου μυστηρίου. Αν πιστέψουμε πάντως την Anima το 2063 θα έχει ελάχιστες διαφορές από το 2005. Τα πάντα, από τις ηλεκτρονικές συσκευές και τα αντικείμενα μέχρι τους εσωτερικούς χώρους, είναι τόσο ίδια με το σήμερα που ξενίζουν.
Είναι κατανοητή η ομοιότητα στα ρούχα, καθώς μιλάμε για FMV, αλλά από την άλλη τα γραφικά του παιχνιδιού είναι ο χώρος που ο developer μπορούσε να δείξει όλη τη φαντασία του. Αντί για φουτουριστικούς χώρους υπάρχουν απλά μερικά κλισέ επιστημονικής φαντασίας όπως όπλα με λαμπάκια, ενεργειακά πεδία και ολογράμματα, κάτι απογοητευτικό. Κάτι άλλο που πρέπει να αναφερθεί είναι η έλλειψη αλληλεπίδρασης με χαρακτήρες.
Στο «Συνωμοσίες 2» ο χαρακτήρας μιλά με άλλους μόνο σε cutscenes, όπου μάλιστα δεν επιλέγει ατάκες αλλά θέμα συζήτησης. Εμβόλιμα ίσως υπάρχει ένα μενού με επιλογές στυλ (π.χ. κουρασμένος ή σαρκαστικός) για να σπάσει η ρουτίνα του video. Το σημαντικότερο είναι πως οι χώροι του παιχνιδιού είναι κατά κανόνα εντελώς άδειοι από άλλους ανθρώπους, έστω και διακοσμητικούς. Ο Νικ Δέλιος θα περάσει ώρες περιφερόμενος σε υπονόμους, φυλακές, βίλες και διάφορες άλλες τοποθεσίες μαζεύοντας αντικείμενα, λύνοντας γρίφους και… νιώθοντας μεγάλη μοναξιά.
Κάτι τέτοιο συμβαίνει έτσι κι αλλιώς στα FMV adventures, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, μα δεν παύει να θυμίζει άλλες εποχές. Στον πυρήνα του gameplay πάντως βρίσκονται οι γρίφοι. Ο τίτλος είναι από αρκετά ως πολύ δύσκολος, κάτι που θα ικανοποιήσει τους οπαδούς του είδους -το θέμα είναι πού οφείλεται αυτή η δυσκολία. Οι περισσότεροι γρίφοι χρειάζονται πολύ προσεκτική παρατήρηση και σκέψη και υπάρχουν αρκετά επίτηδες παραπλανητικά interaction points, μια πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη.
Κλειδωμένες πόρτες, υπολογιστές με password, ενέργειες που φαίνεται να βγάζουν κάπου μα δε βγάζουν πουθενά, είναι εκεί για να μπερδέψουν και τον πιο έμπειρο παίκτη. Η δομή των γρίφων είναι αυστηρότατα γραμμική (φτάνοντας ως και την υπερβολή του να πρέπει να αποτύχει πρώτα ο παίκτης για να μπορεί να κάνει τη σωστή κίνηση), ενώ δε λείπει και μια ροπή προς το παράλογο και τα κλασσικά δυσδιάκριτα αντικείμενα. Τα προβλήματα αρχίζουν από εδώ και πέρα.
Η κάμερα είναι πρώτου προσώπου. Ο παίκτης κινείται με τα βελάκια, μπορεί να σκύψει μα όχι να πηδήξει και μετακινεί αντικείμενα στο χώρο με αριστερό κλικ. Στο interface όμως έχουν γίνει μεγάλα και αδικαιολόγητα λάθη στην αρχική έκδοση του παιχνιδιού. Ο κέρσορας δεν αλλάζει όταν περνά πάνω από σημεία αλληλεπίδρασης, δεν υπάρχει καθόλου highlight και πολλά interaction points δεν έχουν περιγραφή.
Αποτέλεσμα είναι ο παίκτης να κάνει συνέχεια κλικ σε διάφορα σημεία ελπίζοντας βρει κάτι να κάνει, αλλά ακόμα και αν δεν ακούσει κάτι ποτέ δεν ξέρει. Είναι πάρα πολύ εύκολο να κολλήσει κάποιος όχι επειδή ένας γρίφος είναι δύσκολος αλλά επειδή έχει περάσει εκατό φορές το ποντίκι πάνω από το σωστό σημείο και δεν ξέρει ότι είναι interactive.
Η Anima κυκλοφόρησε patch που προσθέτει highlight: με το πάτημα του πλήκτρου Tab, εμφανίζονται κόκκινα βέλη πάνω από τα αντικείμενα που μπορεί να μαζέψει ο Νικ. Φαίνεται όμως αμέσως πως είναι εκ των υστέρων προσθήκη και εκτός των αρχικών προθέσεων του developer, γιατί τα βελάκια εμφανίζονται μόνο με βάση την απόσταση (δηλαδή βελάκια πίσω από τοίχους ή στον κάτω όροφο εμφανίζονται κανονικά απλά πιο αχνά) και χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια, ενώ τα interaction points δεν έχουν καμία σήμανση -μόνο τα collectible items. Δεν είναι ό,τι καλύτερο μα είναι κάτι.
Ποιο είναι το τελικό συμπέρασμα; «Για ελληνικό καλό είναι»; Όχι. Είναι καλύτερο από το μέσο όρο indie παραγωγών διεθνώς και η δουλειά που έχει πέσει του επιτρέπει να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σε ξένα adventures. Οι νοσταλγοί των FMV και ενός συγκεκριμένου τρόπου gameplay θα βρουν ένα πολύ καλό και δύσκολο παιχνίδι, αλλά τα αντικειμενικά του ελαττώματα είναι αυτά ακριβώς που για πολλούς έδιωξαν το κοινό από το είδος. Βέβαια έχει και τις δικές του ξεχωριστές αρετές.
Η παραγωγή είναι αξιοπρεπέστατη, η διάρκεια 12-15 ώρες, υπάρχουν δύο εναλλακτικά φινάλε, έχει ένα cult χαρακτήρα και η υποστήριξη από την Anima είναι καλή, με το πρώτο patch να έχει ήδη κυκλοφορήσει. Και, στο κάτω κάτω, δεν ακούμε συχνά σε παιχνίδι τη φράση «Συγκεντρώσουουου…».