Στο μεταίχμιο δύο δεκαετιών ο κινηματογράφος στην Ελλάδα αλλάζει και εξελίσσεται, για να φτάσει στη «χρυσή εποχή του» γύρω στα μέσα του 1960. Σιγά-σιγά το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από τη θεατρική καταβολή των πρωταγωνιστών στη δημιουργία των κινηματογραφικών ειδώλων που θα γράψουν τη δική τους ιστορία (Βουγιουκλακη, Παπαμιχαηλ, Καρεζη, κ.α.). Η επιρροή από το θέατρο, ωστόσο, συνεχίζει να φαίνεται έντονα κυρίως στις κωμωδίες. Τα κιτρινα Γαντια, μία παραγωγή της Φίνος Φιλμ και Δαμασκηνού Μιχαηλίδη σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ταινίας που συνδυάζει τα κατάλοιπα της προηγούμενης δεκαετίας και τα εχέγγυα της εμπορικής επιτυχίας της εποχής που έρχεται. Ο Αλέκος Σακαλλάριος (ένας από τους πιο «πιστούς» συνεργάτες της Φίνος) κι ο Χρηστος Γιαννακοπουλος διασκευάζουν για τον κινηματογράφο τη θεατρική κωμωδία τους «η Ρένα εξώκειλε» και γεμίζουν τις κινηματογραφικές αίθουσες!
Όλη η πλοκή της ταινίας στηρίζεται γύρω από τις παρεξηγήσεις ενός συζύγου που πάσχει από παθολογική ζήλια. Ένας σύζυγος που βλέπει παντού σημάδια-αποδείξεις της «απιστίας» της γυναίκας του. Ο μουστακαλής εραστής της υπηρέτριας του που στήνεται έξω από το σπίτι του, ένα ζευγάρι κίτρινα γάντια που δανείζονται σε μια γειτόνισσα, ένα τσίμπημα κουνουπιού, όλα μπορούν να ερεθίσουν τη ζήλια του και να τον κάνουν να υποφέρει αφάνταστα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί μια κλασική κωμωδία που εντάσσεται άνετα στη «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου και μία από τις πιο διασκεδαστικές θεατρικές διασκευές που έχουν γυριστεί ποτέ για το σινεμά στην Ελλάδα!
Οι Σακαλλάριος και Γιαννακοπουλος γυρίζουν την ταινία τους σε γρήγορο ρυθμό φροντίζοντας ιδιαιτέρως να τονίζουν τους έξυπνους διαλόγους τους με πραγματικά «ιστορικές» ατάκες (Σταυριδης: «τώρα πότε τα πατε πότε τα συμφωνήσατε, ένας Θεός ξέρει»). Το λαμπρό επιτελείο των ηθοποιών τους (Νικος Σταυριδης, Μαρω Κοντου, Μιμης Φωτοπουλος, Μαρθα Βουρτση, Γιαννης Γκιωνακης, κ.α.) τους βγάζει ασπροπρόσωπους αφού ο κάθε ένας από αυτούς έμειναν στην ιστορία και στην καρδιά των Ελλήνων για τον τρόπο με τον οποίο ερμήνευσαν τους ρόλους τους.
Ξεχωρίζουν, φυσικά, ο Νικος Σταυριδης στο ρόλο του Ορέστη Καλιγαρίδη, του ζηλιάρη συζύγου. Τόσο αρρωστημένα ζηλιάρης και τόσο αξιολάτρευτος παράλληλα δεν έχει εμφανιστεί ξανά στον ελληνικό κινηματογράφο. Απόλυτα ταιριαστοί στο ρόλο τους και η Μαρω Κοντου στο ρόλο της Ρένας, της όμορφης και καταπιεσμένης συζύγου από την «αρρώστεια» του άντρα της, η Μαρθα Βουρτση στο ρόλο της Τούλας της υπηρέτριας και ο Μιμης Φωτοπουλος στο ρόλο του Λέανδρου, του μουστακαλή εραστή της Τούλας (Λέανδρος: «Το πιοτί θέλει ρέγουλο!»)
Εκείνος όμως που ξεχωρίζει για την απολαυστικότατη ερμηνεία του δεν είναι άλλος από τον Γιαννη Γκιωνακη στο ρόλο του τρελό-Μπρίλη. Μια ερμηνεία που άφησε εποχή και χάρισε στον Γιαννη Γκιωνακη τον καλύτερο β΄ρόλο της καριέρας του και την ευκαιρεία να διεκδικήσει πρωταγωνιστικούς ρόλους στο μέλλον.
Αξίζει να σημειωθεί η πραγματικά καλή φωτογραφική επιμέλεια του Νίκου Δημόπουλου για τα τεχνικά δεδομένα της εποχής, όπως και η μουσική του Τακη Μωρακη, απόλυτα σύμφωνη με το κοινωνικό υπόβαθρο κάθε κατηγορία ηρώων του και με τα τεκταινόμενα των σκηνών.
Τα κιτρινα Γαντια, λοιπόν, μια κινηματογραφική διασκευή με ηθογραφικούς στόχους που αποτελεί το καλύτερο δείγμα για την ακμή του κινηματογράφου που θα ακολουθήσει. Κι ένας συνδυασμός δύο γεννεών ερμηνευτών που συνεργάζονται άψογα χωρίς ίχνος βεντετισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω ισχυρισμού-ανέκδοτο μάλιστα στηριγμένο σε βιωματική εμεπιρία-η επίσκεψη του Νίκου Σταυρίδη σε ένα συνοικιακό θερινό κινηματογράφο στο Αιγάλεω, όταν πρωτοβγήκε το έργο στις αίθουσες. Όλος ο κινηματογράφος τον χειροκροτούσε όρθιος κι εκείνος γελούσε σαν μικρό παιδί με τις ατάκες του έργου, χωρίς ίχνος βεντετισμού.
Από το φινάλε δε θα μπορούσε να λείψει ο απολαυστικότατος διάλογος του Ορέστη (Σταυρίδης) και του Μπρίλη (Γκιωνάκης). Ένας διάλογος που έχει ακουστεί τόσες φορές, διαδραματίζεται σε ένα καφενεδάκι των Αγίων Θεοδώρων και πάντα φέρνει γέλια στα χείλη.
- Ορέστης: Ποιος είναι εδώ;
- Μπρίλης: Εμείς οι δύο!
- Να και οι τσαχπινιές…
- Τι θέτε; Θέτε τίποτα;
- έχεις μια πορτοκαλάδα ρε;
- πορτοκαλάδα θέτε;
- ναι.
- Από πορτοκάλια;
- Όχι, από μούσμουλα.
- Καλό!!!
- Να που το ρίξαμε κι οι δυο στις τσαχπινιές και πως θα βγάλουμε άκρη. Φέρε μια πορτοκαλάδα ρε.
- Πορτοκαλάδα θέτε;
- πορτοκαλάδα, λεμονάδα…
- Λεμονάδα θέτε;
- Άντε, λεμονάδα.
- Από λεμόνια;
- Όρε τι θα γίνω εγώ με δαύτον! Ρε, έχεις μια γκαζόζα;
- Γκαζόζα θέτε;
- Γκαζόζα, σόδα ό,τι να΄ναι.
- Σόδα θετε;
- Βρε τι θα γίνω εγώ με σένα;
- Μια μου λέτε πορτοκαλάδα, μια λεμονάδα, μια σόδα, τι θέτε τέλος πάντων;
- Μια κι έξω: πορτοκαλάδα!
- Πορτοκαλάδα θέτε;
- Α!…σταμάτα μην το πάμε πάλι απ΄την αρχή.
- Να σας δώκω…
Βαθμολογία: 8.5 / 10