Η ανθρωπότητα έχει αναγορεύσει τον χρυσό ως την απόλυτη αξία και τον έχει συνδέσει με μύθους και δοξασίες. Η αληθινή λάμψη της τελευταίας περιόδου, όμως, βρίσκεται στην κατακόρυφη άνοδο της τιμής του, γεγονός που έχει λόγους και αιτίες, πέρα από την αισθητική των κοσμημάτων στα οποία κυριαρχεί.
Χρυσός, κατεξοχήν ευγενές μέταλλο. Δεν σκουριάζει, αντέχει στα οξέα, έχει χρώμα και είναι εξαιρετικά δεκτικό στην κατεργασία (μαλακό και ελατό). Ολα αυτά, όμως, δεν θα σήμαιναν πολλά πράγματα αν η ανθρωπότητα δεν είχε αποφασίσει πριν από τουλάχιστον 5.000 χρόνια να το χρησιμοποιήσει ως οικονομικό συναλλακτικό μέσο, πολύ πριν από την πρώτη κοπή χρυσών νομισμάτων.
Ανέκαθεν τα κράτη που φρόντιζαν να αποταμιεύουν σε χρυσό μπορούσαν να καυχώνται για την οικονομική τους δύναμη -χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ελβετία αλλά και οι ΗΠΑ: Στις αρχές του περασμένου αιώνα το δολάριο διαφημιζόταν ως το ίδιο καλό με τον χρυσό και η ισοτιμία της ουγκιάς ήταν κλειδωμένη στα 22 δολάρια.
Μπορούσες να πας σε μια τράπεζα και να κάνεις τη σχετική ανταλλαγή. Τέλος, στην απευθείας μετατροπή του δολαρίου σε χρυσό έβαλε το 1971 ο Πρόεδρος Nixon, ανοίγοντας τον δρόμο για την υπαγωγή του μετάλλου στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.
Ο συγκεκριμένος νόμος, βέβαια, ίσχυε πάντα· θα έμπαινε, όμως, για τα καλά σε εφαρμογή κάθε φορά που τα εθνικά νομίσματα -ιδίως το δολάριο- θα αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο της υποτίμησης.
Με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων δεν είναι σταθερές, ο χρυσός προσέφερε και προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο όταν το οικονομικό κλίμα είναι προβληματικό, όπως σήμερα, για παράδειγμα, που η τιμή του έχει καταγράψει άνοδο 35% από την αρχή του έτους.
Αλλωστε, διαχρονικά η τιμή του χρυσού εκτινάσσεται σε περιόδους αβεβαιότητας (πολέμους, πιστωτικές και πετρελαϊκές κρίσεις), ενώ υπό ομαλές συνθήκες κινείται ελαφρά ανοδικά ή σταθεροποιητικά.
Οι αιτίες της ανόδου
Εύλογα, η σημερινή και υψηλότερη όλων των εποχών ονομαστική αξία του χρυσού (γύρω στα 1.200 δολάρια η ουγκιά από 400 το 2004) μοιάζει δικαιολογημένη αν αναλογιστεί κάποιος τη συνεχή πτώση της νομισματικής ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ και του γεν. Την άνοδο της τιμής του οδηγούν οι κεντρικές τράπεζες, ειδικά των χωρών των οποίων η οικονομία δεν διάγει την καλύτερη περίοδό της.
Για παράδειγμα, η Ινδία προέβη πρόσφατα σε μεγάλες αγορές χρυσού (200 μετρικούς τόνους) από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δίνοντας σε αντάλλαγμα δολάρια, ενώ την ίδια τακτική ακολουθούν και άλλες χώρες του κόσμου.
Σε μια μεγάλη αγορά χρυσού προέβη πριν από λίγες εβδομάδες και ο Μαυρίκιος, ενώ η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας αύξησε τα αποθέματά της κατά 15 τόνους, αγοράζοντας από τα ορυχεία της. Σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο και στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τραπεζών φιλοξενούνται περίπου 26.000 τόνοι χρυσού σε ράβδους.
Οι ΗΠΑ κατέχουν 8.000 τόνους, η Γερμανία 3.500, 3.000 το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Γαλλία και Ιταλία κατέχουν από 2.500, ενώ η Κίνα και η Ελβετία έχουν διαθέσιμους από 1.000 τόνους. Τέλος, η Ελλάδα κατέχει 112 τόνους και βρίσκεται στην 30ή θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Ασφαλώς, καμία χώρα δεν φαίνεται διατεθειμένη επί του παρόντος να μειώσει τα αποθέματά της· αντίθετα, οι περισσότερες επιδιώκουν να τα αυξήσουν και ήδη κυκλοφορεί έντονη φημολογία για επικείμενη αγορά μαμούθ της Κίνας.
Χρυσά γεύματα και οικολογικές ανησυχίες
Το δολάριο διολισθαίνει, λοιπόν, και ο χρυσός προβάλλει ως το μόνο εγγυημένο συναλλακτικό μέσο που μπορεί να διατηρήσει και να δημιουργήσει απόθεμα αξίας. Με αυτό το πνεύμα, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι αναλυτές που προβλέπουν ότι η τιμή ανά ουγκιά θα φτάσει μακροπρόθεσμα ακόμη και στα 2.500 δολάρια, τη στιγμή όμως που κάποιοι άλλοι κάνουν λόγο για μια νέα αναδυόμενη «φούσκα».
Και αυτό γιατί ο χρυσός δεν αποδίδει τόκους ή μερίσματα – πλην των έμμεσων επενδύσεων σε μετοχές, παράγωγα ή funds μεταλλευτικών εταιρειών. Ολα αυτά συμβαίνουν την ώρα που πληθαίνουν οι ακτιβιστικές και οικολογικές φωνές που απαιτούν να σταματήσει η επιβαρυντική για το περιβάλλον εξόρυξη κοιτασμάτων.
Κοιτάσματα τα οποία, ούτως ή άλλως, είναι πεπερασμένα, καθώς αυτά υπολογίζονται σε περίπου 40.000 εναπομείναντες τόνους και, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ, μέχρι το 2030 το πολύ θα έχουν εξαντληθεί – βάσει ετήσιας εξόρυξης 2.500 τόνων. Το τι θα γίνει μετά δεν είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Ο υπάρχων χρυσός θα λιώνεται, θα επανακυκλοφορεί, θα πουλιέται, θα αγοράζεται και θα ξαναπουλιέται, ο πλανήτης όμως ενδεχομένως να έχει απολέσει την ελπίδα να επαναπροσδιορίσει τι θεωρεί πολύτιμο. Και ίσως όλοι να θυμηθούν τη ρήση του Henry Ford. Είχε υποστηρίξει ότι ο χρυσός «είναι το πιο άχρηστο πράγμα στον κόσμο», εννοώντας ότι δεν έχει καμία εγγενή αξία. Πράγματι.
Αν και ο χρυσός είναι μια συναλλαγματική ισοτιμία που δεν μπορεί να καταρρεύσει, ειδικά μάλιστα όταν τον προστατεύουν και οι κυβερνήσεις. Το 1999, για παράδειγμα, όταν η τιμή του χρυσού ανερχόταν σε μερικές δεκάδες δολάρια ανά ουγκιά, ήρθε η «Συμφωνία της Ουάσινγκτον» για να βάλει φραγμό στις πωλήσεις χρυσού από κρατικές τράπεζες ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω πτώση της τιμής του.
Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες χρήσεις του χρυσού, εξίσου ενδιαφέρουσες. Ινστιτούτα ομορφιάς στη Νέα Υόρκη προσφέρουν θεραπείες με μάσκες ομορφιάς από χρυσό, αντί περίπου 500 δολαρίων.
Ο χρυσός χρησιμοποιείται επίσης στην υψηλή γαστρονομία -ιδίως στα γλυκά- με διακοσμητικά και βρώσιμα συνάμα λεπτά φύλλα χρυσού (ο χρυσός δεν είναι τοξικός και έτσι μπορεί να καταναλωθεί σε μικρές ποσότητες). Επίσης, στην ποτοποιία ως χρυσόσκονη, που εμπεριέχεται σε λικέρ, όπως για παράδειγμα στο Coldwasser. Πρόκειται για ένα λικέρ υψηλού αλκοολικού βαθμού από απόσταξη βοτάνων που περιέχει ορατά ψήγματα χρυσού 22 καρατίων.
Ο χρυσός προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο όταν το οικονομικό κλίμα είναι προβληματικό, όπως σήμερα, που η τιμή του έχει καταγράψει άνοδο 35% από την αρχή του έτους.