Ο David Foster Wallace (1962-2008) ο συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή την τελευταία εικοσαετία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κορυφαίου κριτικού των Los Angeles Times, David Ulin, συνεχίζει να βρίσκεται στο προσκήνιο (και μιλάμε πάντα για το διαδίκτυο), και θα καταλάβετε παρακάτω γιατί.
Ο Wallace εκφώνησε ένα λόγο σε μια συγκέντρωση τελειοφοίτων, ο οποίος δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα της Wall Street και αναδημοσιεύθηκε από πολλές άλλες σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτός ο λόγος αποτέλεσε, για πάρα πολύ καιρό, πρώτο θέμα συζήτησης στα blogs των ΗΠΑ και έτσι υπέπεσε στην αντίληψή μου και τον διάβασα. Εντυπωσιάστηκα πολύ, πάρα πολύ.
Ο Wallace απαγχονίσθηκε, το Σεπτέμβριο του 2008 σε ηλικία 46 ετών. Υπέφερε, τα 20 τελευταία χρόνια, από κατάθλιψη. Ο πατέρας του δήλωσε ότι πέρα από την οικογένειά του, πολύ λίγοι φίλοι ήξεραν για την κατάθλιψη του David, τη θεωρούσε αδυναμία του και την έκρυβε. Η δημιουργικότητά του βασιζόταν κατά πολύ στο αντικαταθλιπτικό φάρμακο phenelzine. Κάποια στιγμή προσπάθησε να το κόψει, για να απελευθερωθεί, αλλά δεν τα κατάφερε, η κατάθλιψη επανήλθε ισχυρότερη. Προχώρησε σε θεραπεία με ηλεκτροσόκ, αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν κι άλλο κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο phenelzine, αλλά τώρα, με τρομάρα του, διαπίστωσε ότι αυτό δεν επιδρούσε πλέον πάνω του. Η κατάσταση του χειροτέρεψε, δαν άντεξε και αυτοκτόνησε.
Ο Wallace ήταν ένα παιδί θαύμα, καταπλητικός στο τένις, αλλά και στις εξισώσεις. Σπούδασε Αγγλικά και Φιλοσοφία, και η φιλοσοφική του διατριβή πάνω στα θεμέλια της Λογικής, βραβεύθηκε. Αποφοίτησε, έκανε μεταπτυχιακό στην Αρζόνα και πήρε το μάστερ το 1987 (25 ετών). Αυτό που δεν είναι γνωστό είναι ότι η διδακτορική διατριβή του στη φιλολογία, μετατράπηκε στο πρώτο του μυθιστόρημα. Του άρεσε το γράψιμο και έγραφε από πολύ μικρός. Του άρεσε να απομονώνεται, ένιωθε πολύ διαφορετικός από τα άλλα παιδιά, πάρα πολύ ντροπαλός, έτσι το γράψιμο ήταν γι’ αυτόν ένα πολύτιμο καταφύγιο.
Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε πολύ σύντομα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, The Broom of the System, του χάρισε ύμνους κριτικών και αναγνώστες που εκτίμησαν πολύ το δυναμικό του γράψιμο και το καυστικό χιούμορ του. Η Κάριν Τζέιμς μάλιστα, των New York Times, τον συνέκρινε με τον μεγάλο σύγχρονο Τζον Ίρβιγκ. Τα καλύτερα δεν είχαν έρθει ακόμη, ο Wallace δίσταζε ανάμεσα σε σπουδές και εργασία δεν είχε πολύ χρόνο για γράψιμο, αλλά μια θέση που προέκυψε, να διδάξει φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις, τον βοήθησε να τελειώσει το δεύτερο μυθιστόρημά του, την παγκόσμια επιτυχία, Infinite jest.
Δεν είχα την τύχη να έχω διαβάσει κάποιο βιβλίο του, αν και είδα ότι έχουν μεταφραστεί αρκετά από αυτά στα ελληνικά. Θα το κάνω οπωσδήποτε σύντομα, γιατί διάβασα το λόγο που εκφώνησε προς τους τελειόφοιτους του πανεπιστημίου του Kenyon, και εντυπωσιάστηκα πολύ. Τόλμησε και μίλησε για πράγματα για τα οποία κανείς δεν μιλά στην εποχή μας, για πράγματα που θεωρούνται αυτονόητα.
Ξεκίνησε το λόγο του δίδοντας έμφαση στη ριζική υποκειμενικότητά μας, στο γεγονός ότι όλοι πιστεύουμε ότι είμαστε το κέντρο του σύμπαντος. Όλες οι εμπειρίες μας, κοιταγμένες μέσα από τα μάτια μας, μας καθιστούν πρωταγωνιστές, σημαντικούς, αφού τα πάντα περιστρέφονται γύρω από μας. Σπάνια μιλάμε γι’ αυτή την αίσθηση αφού μας κάνει κοινωνικά απεχθείς.
Όλοι αισθανόμαστε έτσι, έτσι φτιαχτήκαμε, παρά τη θέλησή μας, δεν υπάρχει ούτε μια εμπειρία που να βιώσαμε, της οποίας να μην ήμασταν το κέντρο. Μοιάζουμε κατά κάποιο τρόπο με μηχανές και ένα πολύ βασικό εξάρτημα του μηχανισμού μας είναι ο εγωισμός μας. Ο κόσμος μας, όπως τον βιώνουμε, είναι εδώ μπροστά μας, ή δίπλα μας, ή πίσω μας, στην οθόνη του μόνιτορ ή της τηλεόρασης, στην εφημερίδα που διαβάζουμε, στους φίλους με τους οποίους συζητάμε. Οι σκέψεις και τα αισθήματα των άλλων δεν είναι εδώ, πρέπει οι άλλοι να μας τα διαβιβάσουν, να μας τα “επικοινωνήσουν”, αλλά τα δικά μας είναι εδώ και είναι τόσο ζωντανά και συναρπαστικά…
Αφού κεντρίζει την περιέργεια και κερδίζει το ενδιαφέρων των φοιτητών (αλλά και εκατομμυρίων αναγνωστών που διάβασαν το άρθρο στην εφημερίδα και στο Ίντερνετ), ο Wallace τους διαβεβαιώνει ότι δεν κάνει ηθικό κήρυγμα. Διότι δεν πρόκειται για ζήτημα αρετής. Πρόκειται για ζήτημα επιλογής. Μπορώ να διαλέξω να απελευθερωθώ από αυτό το μηχανισμό που με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαι το κέντρο του σύμπαντος και να ερμηνεύω έτσι όλα όσα γίνονται γύρω μου. Μερικοί άνθρωποι καταφέρνουν, λίγο-πολύ να απελευθερωθούν από αυτό το μηχανισμό και τους αποκαλούμε, όχι τυχαία, καλά προσαρμοσμένους, ισορροπημένους.
Στη συνέχεια, έχοντας πάρει πολύ καλή φόρα, ο λόγος του Wallace, που θέλει ούτε λίγο ούτε πολύ να μας απαλλάξει από τον εγωισμό μας, τρέχει και εξετάζει το κατά πόσο αυτή η επιλογή αυτο-ρύθμισης των ατόμων που επιλέγουν να απελευθερωθούν σχετίζεται με τη γνώση και τη διάνοια. Εξηγεί ότι ένα μεγάλο πρόβλημά του, όσο φοιτούσε στο πανεπιστήμιο, ήταν ότι διανοητικοποιούσε τα πάντα, και χανόταν σε νοητικές μάχες μέσα στο ίδιο του το κεφάλι, αντί να προσέχει τι συνέβαινε ακριβώς μπροστά του… Είναι δύσκολο να παραμένεις σε εγρήγορση, σχετικά με τον εξωτερικό κόσμο, όταν είσαι βυθισμένος στο μυαλό σου σου και υπνωτίζεσαι από τις ίδιες σου τις σκέψεις. Εκμυστηρεύεται στους φοιτητές ότι, 20 χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο, κατάλαβε ότι το κλισέ “μάθε να σκέφτεσαι”, είναι πολύ σημαντικό και ότι κατά βάθος σημαίνει να μαθαίνεις να ελέγχεις το πώς και τι μαθαίνεις!
Σημαίνει να είσαι ενσυνείδητος και να μπορείς να επιλέξεις πού θα δώσεις την προσοχή σου και πού όχι. Σημαίνει να αντλείς νόημα από εκεί που υπάρχει, από την πραγματικότητα και όχι από τα ασήμαντα που συχνά προσποιούνται τα σημαντικά.
Εμβαθύνει περισσότερο πάνω στο πώς οι άνθρωποι πέφτουν θύματα του μυαλού τους που τους οδηγεί σε απίθανα μονοπάτια και συμπεριφορές. Πιάνει ένα άλλο κλισέ, το ότι “το μυαλό μπορεί να είναι ένας εξαιρετικός υπηρέτης, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε τρομερό αφεντικό” και βγάζει όλο το “ζουμί” στους έκπληκτους φοιτητές που, όπως δήλωσαν αργότερα, τον ένιωθαν πολύ κοντά τους και καταλάβαιναν πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσε…
Ο Wallace μιλούσε τώρα για τα καθημερινά τετριμμένα μικροπράγματα που επαναλαμβάνονται και μας υπνωτίζουν και μας κάνουν να κοιμόμαστε όρθιοι, να υπνοβατούμε, να βρισκόμαστε πολύ μακριά από την ψυχική διεργασία που ονομάζουμε εγρήγορση. Το σημαντικό, κατά τη γνώμη του, είναι να επιλέγουμε να μην αφεθούμε σε αυτή την υπνωτισμένη κατάσταση που δημιουργεί η καθημερινή ρουτίνα. Αν περιμένω στην ουρά, μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, κάτι ευχάριστο ή χρήσιμο, για να περάσει η ώρα. Αν δεν αποφασίσω, θα αφεθώ στην αρνητικότητα του χώρου και θα θυμώσω, θα νευριάσω, θα φωνάξω, θα γκρινιάξω…
Είμαστε μηχανές, όπως έλεγε ο Λαμετρί και άλλοι φιλόσοφοι ή μυστικιστές όπως ο Γκουρτζίεφ και ο Ουσπένσκι; Ο Wallace, η μοναχική ευφυία, μοιάζει να λέει ναι, στους τελειόφοιτους που σε λίγο βγαίνουν στο στίβο της ζωής. Είμαστε όμως μηχανές που εξελίσσονται και μπορούν να αυτο-βελτιωθούν.
Ένας περίπατος στα πάρα πολλά ξενόγλωσσα blogs που ασχολούνται με τον Wallace, με χαροποίησε γιατί είδα πόσο πολλοί άνθρωποι, σε όλο τον κόσμο, αγγίχτηκαν από το λόγο του ταλαντούχου, αλλά δυστυχισμένου αυτόχειρα. Τα όσα διάβασα μου έδωσαν την εντύπωση ότι τα λόγια του Wallace εμπνέουν πολύ για να προσπαθήσουμε να εκφράσουμε με λόγια αυτό που θεωρείται -εντελώς αναίτια- αυτονόητο. Για παράδειγμα, το πώς σκεφτόμαστε. Άλλοι κάνουν 10 ώρες να λύσουν το πρόβλημα κι άλλοι το λύνουν αμέσως, άλλοι σκέφτονται καλά κι άλλοι πολύ καλύτερα.
Και άλλοι σκέφτονται κακά κι άλλοι δεν σκέφτονται καθόλου. Αν βάλω όμως ως στόχο μου να σκεφτώ κάτι, θα τα καταφέρω. Διατάζω τον εαυτό μου κι αυτός υπακούει. Επιλέγω. Αυτό λέει ο Wallace, επιλέγω και έχω ένα στόχο, μια κατεύθυνση, ένα σκοπό. Αυτό με ζωντανεύει, σταματάω να είμαι ζόμπι, προσέχω πού πάω και πού πατάω, βρίσκομαι σε εγρήγορση και πίνω τη ζωή με το κουτάλι. Είναι το πιο αισιόδοξο μήνυμα που διάβασα ποτέ, από άνθρωπο που αυτοκτόνησε…