Ήμουν παιδί του Δημοτικού, εκεί στα τέλη δεκαετίας 1960, με αρχές δεκαετίας 1970, όταν θυμάμαι ένα θέμα που φοριόταν πολύ και ήταν η «κρίση» του ελληνικού κινηματογράφου. Οι λόγοι στους οποίους συνήθως απεδίδετο η κρίση ήσαν η τηλεόραση, η οικονομική κρίση, οι υφολογικές «σχολές» που επέβαλλαν οι ισχυρές ελληνικές εταιρίες παραγωγής, η έλλειψη καλών σεναρίων, και κάτι άλλο κρυφό, που τότε κανείς δεν ονομάτιζε φανερά, αλλά σχεδόν όλοι υπονοούσαν, το καθεστώς και η λογοκρισία.
Ο μόνος ίσως που ανοιχτά μίλησε για λογοκρισία σε μια συνέντευξη αρχές της δεκαετίας του ΄70 ήταν ο Τζαίημς Πάρις, ο συνυφασμένος στις συνειδήσεις του κοινού με τη χούντα παραγωγός, ο οποίος όντας στο απυρόβλητο, για να δικαιολογήσει την εμμονή των παραγωγών σε ταινίες με «ιστορικά θέματα» δηλώνει «Εφ΄όσον δεν υπάρχει ελευθερία εκφράσεως στην τέχνη, δεν μπορεί να προοδεύσει ο κινηματογράφος. Άρα, τα «ιστορικά» είναι λύση απελπισίας για τον παραγωγό….Ύστερα, τι ωφελεί να κάνω μια καλλιτεχνική ταινία, άμα μου κόψη η λογοκρισία τη μισή; Άρα, το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι!»
Προτρέχω όμως.
Πράγματι, την περίοδο εκείνη παρατηρούμε έναν οργασμό παραγωγών «ιστορικού – εθνικού» περιεχομένου, επικεντρωμένου θεματικά καθ΄ολοκληρίαν σχεδόν στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με θέατρο δράσης αποκλειστικά τον ελληνικό χώρο. Είναι βεβαίως συνήθης τακτική των ολοκληρωτικών καθεστώτων, και μάλιστα δεξιάς (άντε ακροδεξιάς) απόκλισης, να ευνοούν την ανάπτυξη μορφών τέχνης με χαρακτήρα εθνικό – επικό και με διττό στόχο.
Αφενός τον εν γένει ιδεολογικό αποπροσανατολισμό με τον απολίτικο εξωραϊσμό – αφαλάτιση μιας εποχής δεδομένα ηρωικής, και αφετέρου με την έμμεση δια της τέχνης, ειδικότερα της κινηματογραφικής, πιστοποίηση πως θεματοφύλαξ αυτού του ηρωικού στοιχείου είναι ο στυλοβάτης του καθεστώτος Στρατός (με κεφαλαίο). Πράγματι, στις ελληνικές παραγωγές της περιόδου της χούντας, οι συνήθεις ήρωες είναι αξιωματικοί (όλων των όπλων) του ελληνικού στρατού, ήρωες της εποποιίας στην Αλβανία και στα Οχυρά, οι οποίοι συνεχίζουν τον αγώνα στην Αντίσταση.
Μια Αντίσταση όμως απονευρωμένη, σκιώδη, πλήρως εξαρτημένη απ΄τη Μέση Ανατολή, και όπου οι μη στρατιωτικοί είναι κατά κανόνα γραφικές φιγούρες, φόντος για την ανάδειξη των στρατιωτικών ηρώων. Ο λαός απουσιάζει σχεδόν τελείως. Επίσης η Αντίσταση αυτή είναι καθαρά απολίτικη, οι κατακτητές δεν είναι φορείς του φασιστικού ολοκληρωτισμού, είναι απλώς κακοί Γερμανοί και λιγότερο κακοί έως συμπαθείς Ιταλοί.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε τεράστια δεξαμενή υλικού συγγραφικού κινηματογραφικού και υλικού προπαγάνδας φανερής, συγκαλυμμένης, συγκρατημένης και έξαλλης, ακόμη και από απίθανους φορείς, όπως ολοκληρωτικά καθεστώτα της Νότιας Αμερικής, όπου βεβαίως οι ρόλοι αντιστρέφονται, οι αξιωματικοί των Ες-Ες είναι οι όμορφοι απαστράπτοντες ιππότες, που τους ερωτεύονται οι Γαλλίδες κατακτημένες και που το ειδύλλιο χαλούν οι μοχθηροί Γάλλοι αντιστασιακοί. Αυτό, για να μη το παίζω ξερόλας, το ανακάλυψα ως αναφορά στο « Φιλί της Γυναίκας Αράχνης».
Για να επιστρέψουμε στα δικά μας, στο ίδιο μοτίβο όμως, ένα σχεδόν σταθερό σημείο σε όλες αυτές τις ελληνικές επικές ταινίες είναι το μελοδραματικό, το βασανισμένο ερωτικό. Οι πρωταγωνίστριες είναι συνήθως ερωτευμένες μ΄ένα ήρωα Έλληνα αξιωματικό, ερωτευμένοι μ΄αυτές είναι σχεδόν πάντα οι πρωταγωνιστικοί τύποι Γερμανών αξιωματικών, αυτές όμως μένουν πιστές στον έρωτά τους και την Ελλάδα. Εντάξει δε λέω πως αυτό είναι μεμπτό. Μεμπτό είναι πως ταινίες που φαινομενικά πραγματεύονται μείζονα θέματα της ελληνικής και διεθνούς πρόσφατης ιστορίας, εκπίπτουν σε φθηνά μελοδράματα που θεματικά επισκιάζουν έως εξουδετερώνουν το κεντρικό θέμα, καθιστώντας το πλαίσιο πυρήνα και τον θεματικό πυρήνα φόντο.
Κλασσικά παραδείγματα η ταινία που έκανε ρεκόρ εισιτηρίων « Υπολοχαγός Νατάσα» 751.117 εισιτήρια (1970/71), παραγωγή ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜΣ του Nίκου Φώσκολου, με το τρίπτυχο Παπαμιχαήλ – Βουγιουκλάκη – Καρράς , ή η πολύ επιτυχημένη επίσης της προηγουμένης περιόδου (1969/70) « ΟΧΙ» παραγωγή Τζειμς Πάρις, του Δαδήρα, με το τρίπτυχο Πρέκας – Κρούσκα – Πολίτης (5ο το 69/70 με 554.428 εισιτήρια, πρώτη η της ίδιας θεματικής « Η δασκάλα με τα ξανθά μαλλιά» με Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Αντωνόπουλο, Περγιάλη, Καλογήρου με 739.001 εισιτήρια του Ντίνου Δημόπουλου.
Άλλο αρνητικό στοιχείο που συνόδευε τις παραγωγές εκείνες ήταν η φθήνεια των σκηνικών, εσωτερικών και εξωτερικών. Τα εσωτερικά είναι ad hoc προχειροστημένα, θυμίζουν προχειροδουλειές εγχώριων πρώιμων τηλεοπτικών παραγωγών. Τα εξωτερικά, συνήθως συμβατικά, ουδέτερα και ενταγμένα στις ανάγκες περιορισμού του κόστους παραγωγής. Η Αθήνα ως σκηνικό εποχής εμφανίζεται αφύσικα έρημη συνήθως από κόσμο, μια που οι κομπάρσοι (και οι λίγοι που χρησιμοποιούνται είναι αταίρειαστα για την δεκαετία του ’40 μακρυμάλληδες) και τα κοστούμια εποχής στοιχίζουν.
Βέβαια κάποιες από τις παραγωγές αυτές είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε σκηνές μαχών, καλογυρισμένες, όπως το «ΟΧΙ», με πλήθος κομπάρσων, λέγεται δε ότι σε πολλές από αυτές το καθεστώς στην δικτατορία βοήθησε με την παροχή φαντάρων, για τους προαναφερθέντες προπαγανδιστικούς λόγους. Πάντως στο «ΟΧΙ» ο Δαδήρας διαχειρίζεται άριστα τις σκηνές μάχης, το πλήθος σε ανοικτό χώρο. Όλο το πρώτο μέρος της ταινίας (Αλβανία, Ρούπελ) είναι πολύ καλό, όπως και η τελευταία σκηνή, που δε γίνεται φθηνά μελοδραματική, ενώ η ταινία χωλαίνει στο μεσαίο μέρος της (Κατοχή και Αντίσταση).
Θεματικά πάντως, όσον αφορά την ιστορική ή στρατιωτική εμβέλεια, οι περισσότερες από τις ταινίες αυτές υστερούν, καθώς προτιμούν τη μελοδραματική εκδοχή, σε αντίθεση με τις διεθνείς, κυρίως αμερικανικές παραγωγές, στις οποίες επιλέγονται συγκεκριμένα και μεμονωμένα πολεμικά περιστατικά, όπως π.χ. η μάχη των Αρδεννών, η D-DAY (ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία), η γέφυρα του Άρνεμ.
Και υπήρχε πληθώρα μεμονωμένων πολεμικών γεγονότων στην Ελλάδα, ακόμα και στην περίοδο της κατοχής , που θα μπορούσε να παράσχει σχετική θεματική, όπως η μάχη της Λέρου, το κορυφαίο αντιστασιακό γεγονός της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου , η δράση στο Αιγαίο του αντιτορπιλλικού «Αδρίας» με κυβερνήτη τον Τούμπα, κ.α. Κατά τούτο, δηλαδή λόγω θεματικής και σεναρίου κυρίως θεωρώ καλές τις ταινίες « Μάχη της Κρήτης» του Βασιλη Γεωργιάδη (1970) με Φερναντο Σαντσο, Χρήστο Πολίτη, Τζώρτζη, Μαρία Πία Κόντε, Στρατηγό, Σοϊμοίρη και « Υποβρύχιον Παπανικολής» του Γιώργου Ζερβουλάκου (1971) με Καζάκο, Φέρτη, Υψηλάντη, Λιάρο, Ξενίδη, Βαγενάκ.α. Γυρίστηκαν και κωμωδίες πάνω στο γνωστό μοτίβο, κυρίως του Καραγιάννη, με πρωταγωνιστή τον Βουτσά, «Εγώ ρεζίλεψα το Χίτλερ» (1970) και « Ο Δασκαλάκος ήταν Λεβεντιά» (1970). Χωρίς σχόλια. Επίσης γυρίστηκαν και σάτιρες, με πρωταγωνιστή κυρίως τον Βέγγο, με πιο γνωστή και πιο συζητημένη το «Τι έκανες στον Πόλεμο Θανάση» (1971) του Κατσουρίδη.
Πρόκειται για μια ταινία που εκμεταλλεύεται το ατού του πρωταγωνιστή της, ο οποίος ερμηνεύει τον γνώριμο και ταιριαστό σ΄αυτόν ρόλο του αντιήρωα, ενός αντιήρωα με στοιχεία ολότελα Καραγκιόζη, ο οποίος εμπλέκεται στην Αντίσταση ακούσια, όλοι δε τον εκμεταλλεύονται, ακόμη και οι αντιστασιακοί, ακόμη και η ανήκουσα στην Αντίσταση αδελφή του. Ο τύπος του απολίτικου κομπιναδόρου και αισθηματία που ερμηνεύει ο Βέγγος, κακά τα ψέμματα προκαλεί φαινόμενα ταύτισης με τη συντριπτική πλειοψηφία των καλοπροαίρετων μεν αλλά και συνήθως καλοβολεμένων Ελλήνων της εποχής, η δε τέτοιου είδους κριτική στάση (στην ουσία μηδενιστική ή μηδενιστικά ατομιστική) είναι μάλλον πιο εύπεπτη και λειτουργούσα ως άλλοθι σε περιόδους δικτατοριών .
Η πλέον εύστοχη επιλογή θέματος κατά την γνώμη μου από όλες τις ταινίες αυτής της θεματικής γίνεται στην ταινία « Οι Γενναίοι του Βορρά» (1970) του Κώστα Καραγιάννη με Βόγλη, Καλογεροπούλου, Φυσσούν, Κομνηνό, Μυλωνά, Υψηλάντη, Φόνσου, Παναγιώτου, Σταρένιο. Πραγματεύεται, σπάνια επιλογή, την Βουλγαρική κατοχή 1941-1944 στην Ανατολική Μακεδονία, την αισθητά χειρότερη από τις 3 κατοχές, καθώς η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη (με εξαίρεση τον νομό Έβρου που υπήγετο στη Γερμανική σφαίρα κατοχής) παραδόθηκαν στους Βούλγαρους, που δεν πολέμησαν και δε νίκησαν τον Ελληνικό στρατό, και οι οποίοι πέραν του ότι προϋπήρχε προαιώνια εθνική αντιπαράθεση με τους Έλληνες, και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν (1913 με 1918) είχαν εγείρει απαράδεκτες αξιώσεις κατά του συγκεκριμένου ζωτικού χώρου του Ελληνισμού, και είχαν ηττηθεί δύο φορές από τον Ελληνικό στρατό.
Οι Βούλγαροι λοιπόν, οι οποίοι ημοίφθησαν από τους Γερμανούς για την συμμαχία μαζί τους, καθόλη την υπερτριετή διάρκεια της κατοχής τους επεδόθησαν σε ανηλεή προσπάθεια εκβουλγαρισμού και αφελληνισμού των ανωτέρω περιοχών. Στη συγκεκριμένη ταινία γίνεται αναφορά στο αληθές γεγονός της παρουσίας εγκατεστημένων Βουλγάρων πεμπτοφαλαγγιτών στις περιοχές αυτές από δεκαετιών ήδη ( Σταρένιος). Κατά ταύτα ως αρχή σεναρίου η ταινία ήταν καλή παρά τις υπεραπλουστεύσεις.
Θα παραθέσω εδώ το σχόλιο πως πραγματικά ο Ελληνικός λαός, που κατ΄αρχήν σεβόταν το γερμανικό έθνος, και που περίμενε αντίστοιχη αντιμετώπιση από αυτό, δοθέντος και του γεγονότος της αποδόσεως τιμών από το γερμανικό στρατό στον ελληνικό για την ηρωϊκή και σθεναρή αλλά απέλπιδα αντίστασή του στη γερμανική εισβολή, καθώς και της λεκτικής απονομής ευσήμων για τον ίδιο λόγο στον Ελληνικό στρατό από τον ίδιο το Χίτλερ, μετεστράφη άρδην κατά των Γερμανών, όταν βρέθηκε η Ελλάδα σε καθεστώς κατοχής πέραν αυτής υπό τους Γερμανούς, και υπό τους ηττηθέντες από την Ελλάδα Ιταλούς, αλλά και τους απόλεμους στη συγκεκριμένη σύρραξη και με απαράδεκτες γεωγραφικές και εθνικές διεκδικήσεις κατά των ελληνικών δικαίων Βουλγάρους. Σχετικό θέμα έχει και η ταινία «Ο τελευταίος των κομιτατζήδων», 1970, του Γρηγόρη Γρηγορίου.
Άλλη μια περίεργη σεναριακά ταινία της εποχής, που ξεφεύγει λίγο χρονικά από τις προηγούμενες είναι το « Δώστε τα χέρια» του Ερρίκου Ανδρέου, παραγωγή Τζέιμς Πάρις, του 1971, με Πολίτη, Κρούσκα, Νέγκα, που αναφέρεται κυρίως στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, και που ενώ βεβαίως εντάσσεται ιδεολογικά στην γνωστή καθεστηκυία άποψη της εποχής, εν τούτοις αφήνει κάποιο παραθυράκι ανοικτό και στην άλλη πλευρά, την αριστερά, και μάλιστα την εξόριστη τότε (1971) κομμουνιστική, καθώς ναι μεν διακηρύσσει πως οι καλοί είναι το κράτος, η κυβέρνηση και οι οπαδοί τους, η νομιμότης και οι νομιμόφρονες, και πως οι καλοί θα πατάξουν την ανταρσία, αναγνωρίζει όμως και στην άλλη πλευρά την ύπαρξη μιας ιδεολογίας (σε κάποιους οπαδούς της), και κάποια δίκια, που βεβαίως δεν δικαιολογούν τη ρήξη με το σύστημα, γεγονός αρκετά σπάνιο για τα λογοκριτικά δεδομένα της εποχής.
Περίεργο είναι πως ο Κώστας Καραγιάννης, του οποίου μια ταινία παραπάνω επαίνεσα, γύρισε την μακράν χειρότερη ταινία της εποχής, το « 28η Οκτωβρίου Ωρα 5:30» το 1971, με Σάντσο, Πολίτη, Κρούσκα, Κομνηνό, Κατράνη, Σοϊμοίρη, Μπισλάνη, όπου η αντιπαράθεση Ελλήνων και Γερμανών σε ένα χωριό της Μακεδονίας γίνεται με κώδικες γουέστερν, πιο πολύ δηλαδή θυμίζει προσωπική βεντέτα.
Παραθέτω ένα κατάλογο και άλλων αντιπροσωπευτικών ταινιών του είδους:
Μία γυναίκα στην Αντίσταση, 1971, του Ντίνου Δημόπουλου, με Καρέζη, Καζάκο, Αντωνόπουλο.
Οι γενναίοι πεθαίνουν δύο φορές , 1973 του Τάκη Βουγιουκλάκη με Αντωνόπουλο, Μαυροπουλου
Η Μεσόγειος φλέγεται, 1970, του Δαδήρα, με Πρέκα, Καρρά, Πολίτου, Ρούμπου, Καλλέργης.
Οι τελευταίοι του Ρούπελ, 1971, του Γρηγόρη Γρηγορίου με Πολίτη, Κρούσκα, Σάντσο, Κατσαδράμη
Η χαραυγή της Νίκης, 1971, του Ντίμη Δαδήρα, με Κομνηνό, Αρβανιτη, Κουνελάκη
Εσχάτη Προδοσία, 1971, του Πάνου Γλυκοφρύδη, με Πρέκα, Ρουσσεα, Καλογήρου, Τζώρτζη
Αέρα! Αέρα! Αέρα!, 1972, του Κώστα Ανδρίτσου με Βόγλη, Καλογεροπούλου, Νέγκα, Μαντζουράνη, Φυσσούν.
- Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο, 1970, του Γιάννη Δαλιανίδη, με Λάσκαρη, Φέρτη, Εξαρχάκο, Νανέρη, Σειληνό, Κατράκη, Ζερβό, Ζαφειρίου, Παναγιώτου. Ναι, μέχρι και ο Γιαννης Δαλιανίδης γύρισε τέτοιου περιεχομένου ταινία, και μάλιστα μ΄ένα πειστικότατο, ίσως τον πειστικότερο όλων των αναλόγων ταινιών δωσίλογο, το Μάνο Κατράκη, και την ιδιάζουσα περίπτωση για τις ταινίες αυτές αντιστασιακού πατριώτη μη ηρωικού, του Χρόνη Εξαρχάκου, που σπάει στα βασανιστήρια των Γερμανών και καρφώνει, εν συνεχεία δε αυτοκτονεί από τύψεις, καθώς, όπως είπαμε, ήταν καλών προθέσεων. Πράγματι ένα ενδιαφέρον στοιχείο των ταινιών αυτών είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν τους δωσίλογους, χαφιέδες, συνεργάτες των Γερμανών κλπ. Λες και οι άνθρωποι αυτοί βγήκαν από το πουθενά, λες και δεν προήλθαν από το ήδη υπάρχον τότε παρακράτος, τέως βασιλικό ή μεταξικό, ή από ευνοούμενες του μεταξικού καθεστώτος φασίζουσες οργανώσεις, αλλά ήσαν όλοι ανερμάτιστοι, αλήτες, αντικοινωνικά περιθωριακά άτομα, αλκοολικοί, ναρκομανείς, ή αλλοδαποί πεμπτοφαλαγγίτες.
Βεβαίως και πρίν από την δικτατορία είχαν γυριστεί ανάλογης θεματολογίας ταινίες, με αισθητή βεβαίως διαφορά τόσο σεναριακά, όσο και αισθητικά –υφολογικά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήσαν όλες αξιόλογες, αντίθετα κάποιες από αυτές ήταν το ίδιο κακές, αλλά χωρίς τις υπερβολές της χουντικής περιόδου. Χαρακτηριστικά αναφέρω τις εξής:
Το νησί των γενναίων, 1959, του Ντίμη Δαδήρα, με Αλεξανδράκη, Καρέζη, Γεωργούλη, Καλλέργη, όχι τίποτε ιδιαίτερο, με πιο θετικό της στοιχείο την εκπληκτική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, και το πολύ γνωστό και διεθνώς επιτυχημένο τραγούδι «Μη τον ρωτάς τον ουρανό»
Προδοσία, 1964, του Κώστα Μανουσάκη, με Φυσσούν, Κατράκη, Φωτίου, Μυράτ, Νικολαϊδη, Σαρρή. Καλή και πρωτότυπη ταινία.
Το Μπλόκο, 1966, του Άδωνι Κύρου, με Καζάκο, Κατράκη, Φέρτη, Λαδικού, Καλογεροπούλου, Ζ. Σαρρή, Αγαγιώτου, αριστερών και νεορεαλιστικών προθέσεων ταινία, με θέμα το μπλόκο της Καισαριανής, που σε μια δύσκολη εποχή, με αρκετή επιτυχία αντεπεξήλθε τις συμπληγάδες της προδικτατορικής λογοκρισίας, αλλά και της ιδεολογικής της στράτευσης- ένταξης.
Κοντσέρτο για πολυβόλα, 1966, του Ντίνου Δημόπουλου (σενάριο Φώσκολου) με Καρέζη, Καζάκο, Κατράκη, Μπάρκουλη, μια ταινία σε στυλ φωτορομάντζου, με σεναριακές υπερβολές, που όμως κατόρθωνε να καθηλώνει τους θεατές.
Η αλήθεια είναι πως για την κρίση του ελληνικού κινηματογράφου τη δεκαετία του 1970, εν πολλοίς υπεύθυνη ήταν η αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο διαμορφωθείσα πολιτική κατάσταση, κι ένα ιδιότυπο καθεστώς λογοκρισίας που τη συνόδευε. Σε ένα ανελεύθερο καθεστώς, ή εν πάσει περιπτώσει μη παντελώς ελεύθερο, με δημοκρατικές διαδικασίες συνδυασμένες με «Μακρονήσους» και «Φακέλλους», και «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων», ήταν δύσκολο να αναπτυχθεί κινηματογράφος αντίστοιχος με φερ΄ειπείν τον Ιταλικό νεορεαλισμό, σε μια εποχή όπου ακριβώς ο νεορεαλισμός, ισορροπημένος κι όχι κτισμένος πάνω στα ερείπια που σώρευσε ο μεγάλος πόλεμος, ήταν φυσικό να ευδοκιμήσει. Και όμως, με καθυστέρηση πάντως μερικών χρόνων, και στην Ελλάδα ανθεί το είδος αυτό με κάποιες εξαιρετικές δουλειές, όπως:
Κάλπικη λίρα, του Γιώργου Τζαβέλλα, 1955, με Μακρή, Χόρν, Λαμπέτη κλπ (όχι ακριβώς νεορεαλιστική αλλά με αρκετά κοινά στοιχεία και πάντως πιο έκδηλα σε κάποια απ΄ τα σκέτς της σπονδυλωτής αυτής ταινίας)
Κόκκινα Φανάρια, του Βασίλη Γεωργιάδη, 1961, με πολλούς πρωταγωνιστές, Καρέζη, Παπαμιχαήλ, Φούντα, Λαδικού, Χρονοπούλου, Κατράκη, Γεωργίτση, Περγιάλη, Διαμαντίδου, Ανουσάκη.
Η δε γυνή να φοβείται τον άνδρα, 1965, του Γιώργου Τζαβέλλα, με Κωνσταντίνου, Κοντού
Λόλα, 1964, του Ντίνου Δημόπουλου, με Καρέζη, Κούρκουλο, Παπαγιαννόπουλο, Καλογήρου (και πρώτη εμφάνιση Μοσχολιού στο τραγούδι του Ξαρχάκου «Πέτρα την Πέτρα»), ένα εξαιρετικό ελληνικό φίλμ νουάρ.
Μανταλένα, 1960, του Ντίνου Δημόπουλου, με Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Ζερβό και εξαίρετη μουσική Χατζιδάκι
Συνοικία τ΄ όνειρο, 1961, του Αλέκου Αλεξανδράκη, με Αλεξανδράκη, Γεωργούλη, Κατράκη, Παϊζη, Νοταρά, Ανδρονίδη.
Ψωμί για ένα δραπέτη, 1967, του Κώστα Ασημακόπουλου, με Φυσσούν και Χρονοπούλου, μια λιτή, σπάνιας θεματικής, πολύ καλή και συνεπής ταινία.
Για την κρίση και παρακμή του ελληνικού κινηματογράφου σαφώς και δεν φταίει μόνον η Χούντα, άλλωστε και στην Ιταλία ο νεορεαλισμός άνθισε στα ερείπια του πολέμου. Η ειρήνη, η τεράστια οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής Ιταλίας και η δια του πολυκομματισμού της επιτευχθείσα για μια εικοσαετία περίπου πολιτική σταθερότητα, δε σηκώνει τον νεορεαλισμό, δεν φαντάζομαι χορτάτους τον Vittorio Gassman και τον Τοτό στο «Ο κλέψας του Κλέψαντος», και έτσι και στην γειτονική χώρα έχουμε στροφή σε πιο ευκρινείς τρόπους σάτιρας ή κοινωνικού σχολιασμού, αφισταμένους του νεορεαλιστικού και ανεπιτήδευτου φιλμαρίσματος ανοικτού χώρου .
Στην δεκαετία όμως του ΄60 άνθισε στην Ελλάδα ο κινηματογράφος που αντιστοιχεί στο θεατρικό «βουλεβάρτο», με δημιουργούς όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, και σενάρια βασισμένα σε θεατρικά του έργα είτε αποκλειστικά δικά του είτε σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς, είτε άλλων δημιουργών, είτε σκηνοθετών, είτε συγγραφέων, κωμωδιογράφων, όπως ο Τσιφόρος ή ο Ψαθάς. Αυτό το είδος λογικά θα μπορούσε να συνεχισθεί και επί χούντας, ίσως όμως το εκτοπίζει πια η τηλεόραση, άλλωστε και διεθνώς οι τάσεις αλλάζουν, και η κωμωδία καταστάσεων, ή μπαλαφάρας, εκτοπίζει την κομεντί.
Θα κλείσω με έναν ιδιότυπο και τελείως προσωπικό κατάλογο βραβείων στις ταινίες του βασικού θέματος του παρόντος κειμένου.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας: «Υποβρύχιον Παπανικολής» του Γιώργο Ζερβουλάκου.
- Βραβείο καλύτερων πολεμικών σκηνών: « ΟΧΙ» του Ντίμη Δαδήρα.
- Επομένως και βραβείο καλύτερης παραγωγής στο ίδιο (ΟΧΙ), με παραγωγό το Τζειμς Παρις.
- Βραβείο πιο πειστικού έρωτα: Πρέκας- Κρούσκα στο ίδιο (ΟΧΙ).
- Βραβείο καλύτερου σεναρίου: «Η μάχη της Κρήτης» του Βασίλη Γεωργιάδη
- Βραβείο πιο τεκμηριωμένης σεναριακής ιδέας «Οι Γενναίοι του Βορρά» του Κώστα Καραγιάννη.
- Βραβείο καλύτερου Α΄ κακού ανδρικού ρόλου Χρήστος Πολίτης στο «ΟΧΙ»
- Βραβείο πιο συγκροτημένου δωσίλογου Μάνος Κατράκης « Αυτοί που μίλησαν με το θάνατο»
- Βραβείο καλύτερου Α΄ καλού ανδρικού ρόλου Κώστας Πρέκας στο « ΟΧΙ».
- Βραβείο καλύτερου Β΄ ανδρικού ρόλου, Γιώργος Τζώρτζης στο « Η μάχη της Κρήτης»
- Βραβείο καλύτερου συνολικού γυναικείου ρόλου η Βέρα Κρούσκα που μονοπώλησε σχεδόν τις παραγωγές της εποχής (ήταν και πολύ όμορφη)
- Βραβείο χειρότερης ταινίας «28η Οκτωβριου Ωρα 5:30» Κώστα Καραγιάννη
- Βραβείο υπερβολής (ακόμη και στο μακιγιάζ της πρωταγωνίστριας την ώρα που οδηγείται στο απόσπασμα) Υπολοχαγός Νατάσα
- Βραβείο λιγότερου πειστικού Γερμανού (θύμιζε play boy της δεκαετίας του ΄70) Κώστας Καρράς στο « Υπολοχαγός Νατάσα».
Άρθρο του Κώστα Αποστόλου