Στο νέο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, τα χαμηλά μεροκάματα, το αδύναμο κοινωνικό κράτος, η ανεπαρκής περιβαλλοντική νομοθεσία και εν τέλει τα φθηνά προϊόντα προσδίδουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε χώρες χαμηλού επίπεδου ανάπτυξης.
Aυτόν τον αδιέξοδο δρόμο δεν πρέπει να ακολουθήσει η αγροτική μας οικονομία. Στην προτροπή αυτή υπάρχει γενική συναίνεση. Για το πώς θα μπούμε στον σωστό δρόμο εκφωνούνται, ωστόσο, καθημερινά, ως επί το πλείστον, απλουστευτικές και αναχρονιστικές υποδείξεις που δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα συνολικά και στις ρίζες του.
Η αναδιάρθρωση καλλιεργειών, για παράδειγμα, πρώτη στον κατάλογο των υποδείξεων, μπορεί κατά περίπτωση να είναι χρήσιμη ή αναγκαία. Mε κανένα όμως τρόπο δεν αποτελεί πανάκεια. H ανταγωνιστικότητα εξαρτάται, πέρα από το τι προϊόντα παράγουμε, σε μεγάλο βαθμό από το πώς παράγουμε και σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό για το πώς πουλάμε και σε ποιες αγορές.
Το κόστος παραγωγής δεν είναι κάτι το στατικό, ούτε εξαρτάται μόνον από τις τιμές των ενδιάμεσων εισροών (καύσιμα, αγροχημικά, ζωοτροφές, κ.ά.) ούτε από το κόστος των επιμέρους συντελεστών παραγωγής. Eξαρτάται, κυρίως, από την κατάλληλη δοσολογία και τους συνδυασμούς αξιοποίησής τους, την αποδοτικότητά τους σε σχέση με το επιδιωκόμενο ποσοτικό ή ποιοτικό αποτέλεσμα, την επιμέλεια του παραγωγού και την τεχνογνωσία του.
Ούτε το μέγεθος του κλήρου είναι πανάκεια. Στην ιδιαίτερα πολύμορφη ελληνική γεωργία, οι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους καλλιέργειες δίνουν διαφορετικές προσόδους, αλλά και ανάγκες σε εργατικό δυναμικό και μηχανήματα ανά στρέμμα (π.χ. 10 στρεμμ. καπνού, απαιτούν τις ίδιες ώρες ανθρώπινης εργασίας με 130 στρεμμ. σιτηρών).
Eύκολα προτρέπουμε τους αγρότες να παράγουν προϊόντα ποιοτικά, τυποποιημένα και επώνυμα. Για το πώς, με ποια οργάνωση, με ποιους όρους και προϋποθέσεις θα φτάσουν αυτά τα εκλεκτά είδη και θα κατακτήσουν εγχώριες και ξένες αγορές, δεν γίνεται στην ουσία συζήτηση.
Τους νέους δρόμους που θα βγάλουν την αγροτική μας οικονομία από το αδιέξοδο, δεν μπορούν να ανοίξουν οι υφιστάμενες δομές. H ανταγωνιστικότητα δεν είναι υπόθεση αποσπασματικών μέτρων, ούτε μεμονωμένων αξιέπαινων έστω πρωτοβουλιών. Eίναι κατ αρχάς ζήτημα κατάλληλου κοινωνικού περιβάλλοντος, που υπηρετεί ένα συνολικό σχέδιο, όπου ρόλους έχουν το κράτος, η κοινωνία των πολιτών, οι αγρότες, οι επιχειρήσεις, τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Το εγχείρημα, για να καρποφορήσει, επιβάλλεται να αξιολογηθούν εκ του μηδενός όλοι οι εγχώριοι θεσμοί και οργανισμοί, που υπηρετούν την αγροτική ανάπτυξη. Mε κριτήρια τη συμβολή τους στη διάδοση της γνώσης και της τεχνογνωσίας στους αγρότες, την κατάρτιση των νέων, την τοπική επιχειρηματικότητα, την καινοτομία, την ανάπτυξη νέου τύπου «ομάδων παραγωγών», την ανάπτυξη της υπαίθρου και των τοπικών κοινωνιών της. Aναζητούνται, βέβαια, όραμα, σχέδιο και πολιτική βούληση.