Ο Βισάλ (Vishal) είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, που έχει να διηγηθεί συνηθισμένες ιστορίες διαφθοράς στην Ινδία. Ζει στο ανατολικό Δελχί, που αποτελεί τμήμα της -εξαντλητικά πυκνοκατοικημένης και πνιγμένης στην κίνηση- ινδικής πρωτεύουσας. Ο Βισάλ είναι ιδιοκτήτης ενός ταχυφαγείου πανομοιότυπου με τα χιλιάδες άλλα που ξεπετάχτηκαν τα τελευταία χρόνια για να εξυπηρετήσουν τα νέα γευστικά γούστα της ταχύτατα αυξανόμενης μεσαίας τάξης.
Κι έρχεται αντιμέτωπος με μια συνηθισμένη πλέον «ινδική» κατάσταση μικροδιαφθοράς: ο αριθμός των ανθρώπων που ο Βισάλ είναι υποχρεωμένος να πληρώσει είναι αδιανόητος. Καταρχήν είναι οι τοπικοί αστυνομικοί της περιοχής που απαιτούν να τρώνε δωρεάν, αλλά κι οι ανώτεροι αξιωματικοί της αστυνομίας, που καθορίζουν το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων. Αυτοί παίρνουν 10,000 ρουπίες (περίπου 200 ευρώ) στις 10 του μηνός κάθε μήνα, ώστε ο Βισάλ να μπορεί να κρατά το κατάστημα ανοιχτό ως αργά τη νύχτα. Στη συνέχεια έρχονται οι υπάλληλοι διαφόρων άλλων δημοτικών υπηρεσιών, που επίσης δέχονται τακτικές πληρωμές (περίπου 57 ευρώ το μήνα), προκειμένου οι υγειονομικοί έλεγχοι να εξελίσσονται ομαλά. «Από τις 40,000 ρουπίες (περίπου 590 ευρώ) που βγάζω κάθε μήνα από το εστιατόριο, πληρώνω τουλάχιστον το ένα τρίτο σε δωροδοκίες» λέει ο εικοσιεξάχρονος Βισάλ. Αλλά η δωροδοκία έχει εισχωρήσει και στη προσωπική του ζωή: Ο Βισάλ έχει δυο μικρά παιδιά, και για να στείλει το μεγαλύτερο στο καλύτερο σχολείο της περιοχής χρειάστηκε να κάνει ένα «δωράκι» της τάξης των 25,000 ρουπιών (385 ευρώ) στον διευθυντή του σχολείου -και μάλιστα σε μετρητά.
Εξίσου «κοστίζει» το να βγάλεις άδεια οδήγησης, ενώ το να κλείσεις ένα ραντεβού με έναν ικανό γιατρό του δημοσίου απαιτεί ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Και μετά είναι η τροχαία. Ο Βισάλ αναφέρει πως βδομάδα παρά βδομάδα τον σταματάνε, τον κατηγορούν για μια παράβαση και αναγκάζεται να δίνει 100 ρουπίες (1.4 ευρώ), τη συνηθισμένη ταρίφα «για να μην έχεις άλλα μπλεξίματα». «Είμαι εξαιρετικά απογοητευμένος για το πόσα πράγματα τελικά πρέπει να πληρώσεις» λέει. «Και κανείς δεν κάνει τίποτα. Οι πολιτικοί δεν πρόκειται να ασχοληθούν με το πρόβλημα, γιατί είναι και αυτοί εξίσου διεφθαρμένοι».
Τέτοια συναισθήματα και αντιλήψεις είναι διαδεδομένες στην Ινδία κι ερμηνεύουν το ξαφνικό ξέσπασμα οργής του τελευταίου καιρού, με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους να κατεβαίνουν στο δρόμο σε όλη την χώρα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στη σύλληψη του ‘Ανα Χαζάρε (Anna Hazare) που κάνει μια εκστρατεία εναντίον της διαφθοράς.
Παρόλο που μια μερίδα τεράστιων σκανδάλων διαφθοράς, όπως η απάτη με την άδεια τηλεπικοινωνιών -που κόστισε στη χώρα 30 δις ευρώ- και η φημολογούμενη απάτη γύρω από τους αγώνες της κοινοπολιτείας μπορεί να έριξαν λάδι στη φωτιά, η ρίζα του προβλήματος είναι η καθημερινή μικροδιαφθορά.
«Πληρώνεις για τα πάντα, από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης ως τη ληξιαρχική πράξη θανάτου», λέει ο Βαρούν Μίσρα (Varun Mishra), ένας τριαντάχρονος προγραμματιστής υπολογιστών, ένας από τους χιλιάδες που κατέβηκαν στο δρόμο για να υποστηρίξουν τον Χαζάρε. «Όλη σου τη ζωή πληρώνεις. Και για τι; Για πράγματά που θα έπρεπε να είναι δωρεάν», συνεχίζει.
Ο 74χρονος Χαζάρε αξιοποίησε τη λαϊκή αγανάκτηση για να ξεκινήσει ένα λαϊκό κίνημα. Αφού φυλακίστηκε, θεωρούμενος απειλή για τη δημόσια τάξη, ξεκίνησε απεργία πείνας και αρνήθηκε να φύγει από την φυλακή όταν τον απελευθέρωσαν. Δέχθηκε να βγει από την φυλακή μόνο αφού του δόθηκε η άδεια να κάνει μια δεκαπενθήμερη απεργία πείνας σε ένα πάρκο.
Οι εκπρόσωποί του πίεζαν αφόρητα τους αργόστροφους και ανίκανους εκπροσώπους τύπου της κυβέρνησης, καθώς ο πρωθυπουργός Μανμοχάν Σινχ (Manmohan Singh), που έχει αψεγάδιαστη φήμη όσον αφορά την ηθική του, αποστασιοποιούνταν από τη σύγκρουση.
Ο Χαζάρε μάχεται για έναν νέο, ισχυρό και αδιάφθορο ελεγκτή δημόσιας διοίκησης που να μπορεί να ερευνά υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της πολιτικής, της αστυνομίας και της δικαιοσύνης. Αυτοί που του ασκούν κριτική θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδημοκρατικό -κι ανησυχούν για την πιθανή σύγκρουση εξουσιών που μπορεί να προκύψει από κάτι τέτοιο. Αλλά για τους ανθρώπους σαν τον εστιάτορα Βισάλ, ο Χαζάρε είναι κάτι σαν ήρωας. «Στο κάτω-κάτω είναι ο μόνος που κάνει κάτι», επισημαίνει.
Αν και η δωροδοκία (το «λάδωμα») είναι δεδομένη λίγο-πολύ για όλους στην Ινδία, οι διαμαρτυρόμενοι είναι στην πλειονότητά τους αστοί, μορφωμένοι και σχετικώς εύποροι. «Αυτό που συμβαίνει είναι μια επανάσταση της μεσαίας τάξης» λέει ο Μοχάν Γκουρουσουάμι (Mohan Guruswamy), άλλοτε υψηλόβαθμό στέλεχος του υπουργείου οικονομικών και ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης «κέντρο εναλλακτικών πολιτικών» (CPA).
Στα τοπικά ΜΜΕ υπάρχουν αναφορές ότι σε τηλεφωνικά κέντρα και άλλες επιχειρήσεις πληροφορικής τεχνολογίας σε περιοχές σαν το Γκούργκαον (μια πόλη-δορυφόρο του Δελχί) και το Μπενγκαλούρου, τη νοτιότερη μεγάλη πόλη της Ινδίας, αντιμετώπισαν προβλήματα στη λειτουργία τους, καθώς οι μισοί και πλέον υπάλληλοι συμμετείχαν στις διαμαρτυρίες. Επιπλέον σημαντικός αριθμός δασκάλων, δικηγόρων, και ιατρών συμμετείχε στις διαμαρτυρίες.
Η υποστήριξη προς τον Χαζάρε είναι έντονη ανάμεσα σε όσους επωφελήθηκαν περισσότερο από την ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη της Ινδίας, αλλά ταυτόχρονα έχουν αγανακτήσει από τον πολύ ανοργάνωτο δημόσιο τομέα, που δεν προσφέρει παρά υπηρεσίες κακής ποιότητας. Οι περισσότεροι ανάμεσά τους μάλιστα είναι νέοι.
Πολλοί από αυτούς που περίμεναν έξω από την φυλακή «τιχάρ» στο Δελχί για να επευφημήσουν τον Χαζάρε στη θριαμβευτική του απελευθέρωση, ήταν έφηβοι ή κι ακόμη νεότεροι. Ένας δωδεκάχρονος κρατούσε ένα πανό που έγραφε «σώσε το μέλλον μου!».
Στην Ινδία, ετησίως αποφοιτούν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, για να κατακλύσουν την αγορά εργασίας. Τα κρατικά εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν μπόρεσαν να αντεπεξέρθουν στις προσδοκίες που δημιούργησαν τα πολλά συνεχή χρόνια οικονομικής ανάπτυξης. Ο συνδυασμός χαμηλού επιπέδου κατάρτισης των αποφοίτων και σπανιότητας των καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας μπορεί να αποδειχθεί εκρηκτικός.
Πολλά υψηλόβαθμα στελέχη του «κόμματος του κογκρέσου» (INC) υποστηρίζουν πως σε μια αναπτυσσόμενη οικονομία είναι σχεδόν «αναπόφευκτο» να υπάρχει κάποια διαφθορά. Από την άλλη πλευρά όμως, άλλοι αναλυτές υπογραμμίζουν πως η έκταση του προβλήματος στην Ινδία είναι μοναδική. Η χώρα καταλαμβάνει την 87η θέση στις 178 συνολικά χώρες της κατάταξης (CPI) της «διεθνούς διαφάνειας» (TI). «Η Ινδία συγκρίνεται με την Κίνα. Είναι σε καλύτερη κατάσταση από την Ρωσία, άλλα σε χειρότερη από την Βραζιλία» λέει η Ρόμπιν Χόντες (Robin Hodess), διευθύντρια της συγκεκριμένης έρευνας. «Αλλά στην Ινδία η καθημερινή διαφθορά στις σχέσεις με την κρατική γραφειοκρατία είναι εξωφρενική».
Κάποιοι ισχυρίζονται πως υπεύθυνος γι’ αυτό είναι το ινδικό σύστημα επιβολής του νόμου, που είναι παντελώς ανίκανο: «από την άποψη της ανάπτυξης των πολιτικών μας θεσμών, είμαστε ανεπτυγμένη χώρα» λέει ο Γκουρουσουάμι. «Έχουμε δικαστήρια, κοινοβούλιο και βαθιά δημοκρατική παράδοση… Αλλά ελάχιστοι καλούνται να λογοδοτήσουν». Την προηγούμενη εβδομάδα ένας ανώτερος δικαστικός ήρθε αντιμέτωπος με πρωτοφανείς κατηγορίες για ένα αδίκημα που είχε γίνει… 25 χρόνια πριν.
Άλλοι ρίχνουν το φταίξιμο και σε όσους συνεχίζουν να δωροδοκούν. Ένας δικηγόρος που αρνήθηκε να πληρώσει το καθιερωμένο «φακελάκι» προκειμένου να πάρει την αμοιβή του για μια δουλειά που είχε κάνει με το κράτος, αναφέρει ότι η υποχώρηση στη διαφθορά ισοδυναμεί με δουλοπρέπεια ή –απλούστερα- σαν μια εγωιστική συμπεριφορά «για να έχω την ησυχία μου». «Ως Ινδοί αντιμετωπίζουμε τη διαφθορά σαν κάτι φυσικό στη ζωή μας, σαν τη μόλυνση της ατμόσφαιρας… Θα έπρεπε να το σκεφτόμαστε λίγο πιο προσεκτικά» συνεχίζει.
Ο Ραγκού Τονιπαραμπίλ (Raghu Thoniparambil), διαχειριστής της ιστοσελίδας με το χαρακτηριστικό τίτλο «δωροδόκησα», επισημαίνει ότι η διαφθορά είναι ένα από τα δεδομένα της καθημερινότητας: «όλες αυτές οι διαδηλώσεις είναι πολύ ενθαρρυντικές, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως οι άνθρωποι εντέλει θα αλλάξουν νοοτροπία…» λέει. Ισχυρίζεται πως κάποιο λιγότερο φιλόδοξο σχέδιο από τον ελεγκτή που θέλει ο Χαζάρε κι οι οπαδοί του, ίσως να ήταν πιο αποτελεσματικό.
Εκτός από την εν γένει διαφθορά η ΤΙ καταρτίζει μια ακόμα διεθνή κατάταξη, που ερευνά τη συχνότητα με την οποία η δωροδοκία κάνει την εμφάνισή της, κυρίως στις επιχειρήσεις. Η Ινδία βρίσκεται στη 19η θέση ανάμεσα σε 22 χώρες, «ξεπερνώντας» το Μεξικό, τη Ρωσία και την Κίνα.
Ο Μανού Τζόζεφ (Manu Joseph), συντάκτης του περιοδικού «όπεν», μιλά για «υποκρισία»: «η ινδική σχέση με την διαφθορά είναι πολύπλοκη και οι πολιτικοί αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνίας συνολικά», αναφέρει.
Αλλά η διάχυτη οργή υπάρχει εξαιτίας της αίσθησης ότι η σύγχρονη Ινδία όχι μόνο αξίζει κάτι καλύτερο, αλλά χρειάζεται να μετριάσει την αχαλίνωτη διαφθορά αν θέλει να γίνει πιο ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Οι πιο πολύκροτες υποθέσεις διαφθοράς ήδη θεωρείται πως πλήττουν τη χώρα σε βαθμό να επιβραδυνθεί η οικονομική ανάπτυξη. Ένα μήνυμα κινητού τηλεφώνου που διαδόθηκε πολύ στην Ινδία πριν λίγο καιρό, εστιάζει στα τεράστια ποσά «μαύρου χρήματος» που έχουν μεταφέρει παράνομα σε τραπεζικούς λογαριασμούς κι έχουν επενδύσει σε ακίνητα στο εξωτερικό οι πλούσιοι Ινδοί. Το μήνυμα επίσης αναφέρει ότι μόνο η φορολόγηση αυτών των ποσών θα μπορούσε να «κτίσει» πανεπιστήμια «οξφορδιανού τύπου», σύνορα «ασφαλέστερα του Σινικού Τείχους» και δρόμους «σαν του Παρισιού».
«Θέλουμε μια μεγάλη χώρα. Μια χώρα ισχυρότερη από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία» λέει ο δεκαοχτάχρονος Σουσίλ Κουμάρ (Sushil Kumar), καθώς περιμένει να ξεκινήσει η πορεία από την φυλακή του Χαζάρε. «Με τις παραδόσεις της και τον πολιτισμό της, η Ινδία θα γίνει σπουδαία χώρα. Αρκεί να πατάξουμε την διαφθορά».