Η απογραφή της Κίνας, η οποία πραγματοποιείται σχεδόν κάθε 10 χρόνια, αποκάλυψε ότι η χώρα έχει σχεδόν 35 εκατομμύρια περισσότερους ανύπαντρους άνδρες από γυναίκες και περίπου οι μισοί από αυτούς βρίσκονται στην «ηλικία γάμου».
Τα στοιχεία για τον πληθυσμό που δημοσίευσε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της χώρας στις 11 Μαΐου έδειξαν ότι η χώρα έχει τώρα συνολικά 1,41 δισεκατομμύρια κατοίκους, σημειώνοντας αύξηση της τάξεως του 0,53% σε σχέση με πριν μία δεκαετία.
Μερικά από τα στοιχεία, τα οποία φαντάζουν πιο ανησυχητικά για τις κινεζικές αρχές είναι τα 12 εκατομμύρια παιδιά που γεννήθηκαν το 2020 – έναντι 14,6 εκατομμύρια το 2019 -, όπως και το χάσμα που μεγαλώνει μεταξύ των φύλων δημιουργώντας μία ανισορροπία που είναι σχεδόν αδύνατον να εξισορροπηθεί στο μέλλον.
Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η Κίνα έχει 723,34 εκατομμύρια άνδρες και 688,44 εκατομμύρια γυναίκες, αντιπροσωπεύοντας αντίστοιχα το 51,24% και το 48,76% του πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 34,9 εκατομμύρια περισσότεροι άνδρες από γυναίκες, δήλωσε ο εκπρόσωπος της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας της Κίνας, χαρακτηρίζοντας αυτήν την κατάσταση ιδιαίτερα ανησυχητική. Οι 34,9 εκατομμύρια άνδρες χωρίζονται σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Ανάμεσα τους υπάρχουν 17,52 εκατομμύρια άνδρες στην «ηλικία γάμου» από 20 έως 40 ετών, δηλαδή στην ηλικιακή ομάδα που επιτρέπεται από το νόμο να παντρευτούν (22 ετών για άνδρες και 20 για γυναίκες).
Ο εκπρόσωπος της κινεζικής στατιστικής υπηρεσίας, Fu Linghui επεσήμανε ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά το να παντρευτεί ένας Κινέζος Πολίτης, όπως για παράδειγμα η ηλικία, ο τόπος διαμονής, ο προσωπικός χαρακτήρας και ιδιοτροπίες του κάθε ανθρώπου, η εκπαίδευση, οι αξίες και το οικογενειακό υπόβαθρο. Το χάσμα μεταξύ των φύλων πιστεύεται ότι αντανακλά την παραδοσιακή προτίμηση της Κίνας για τα αγόρια, και αυτή η ιδιομορφία αυξήθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των τεσσάρων δεκαετιών της «πολιτικής του ενός παιδιού», δηλαδή κάθε ζευγάρι επιτρέπονταν να κάνει μέχρι ένα παιδί.
Η «πολιτική οικογενειακού προγραμματισμού», η οποία εφαρμόστηκε μεταξύ 1979 και 2015, περιόριζε νομικά τα αντρόγυνα να μην μπορούν να αποκτήσουν και δεύτερο παιδί. Όμως σε ορισμένες περιπτώσεις, έγιναν εξαιρέσεις για κάποια ζευγάρια, εφόσον υπήρχε κάποια σοβαρή αιτιολογία, ενώ από αυτήν την πολιτική εξαιρούνταν ορισμένες μειονότητες που πιθανόν να εξαφανίζονταν στο μέλλον, λόγω υπογεννητικότητας όπως και οι κάτοικοι της αγροτικής Κίνας που είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά.
Ο Fu Linghui είπε ότι πλέον η εφαρμογή θέσπισης απόκτησης δύο παιδιών στη Κίνα (αντί για ένα που επιτρέπονταν μέχρι πρότινος) ενδεχομένως να βοηθήσει να αλλάξει αυτή η περίεργη κατάσταση, και να μειωθεί το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων. Σημείωσε επίσης ότι τα στοιχεία της απογραφής δείχνουν ότι το 2020 υπήρχαν 111,3 αγόρια για κάθε 100 κορίτσια που γεννήθηκαν. Η αναλογία είναι μειωμένη σε σχέση με πριν μία δεκαετία, αφού τότε υπήρχαν 118,1 αγόρια για κάθε 100 κορίτσια.
Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι το χάσμα των φύλων διαφέρει μεταξύ της αστικής και της αγροτικής Κίνας. Στις μεγάλες πόλεις, οι περισσότερες γυναίκες παντρεύονται πιο αργότερα από το συνηθισμένο ή δεν παντρεύονται καθόλου. Ο Yang Fan, από το Κέντρο Μελετών Πληθυσμού στο Πανεπιστήμιο Renmin της Κίνας, είπε ότι η χώρα γεννάει περισσότερα αγόρια παρά κορίτσια από τη δεκαετία του 1980. Το φαινόμενο είναι πιο εμφανές σε χωριά και σε πολλές αγροτικές περιοχές που εκεί ο πληθυσμός είναι σχετικά μικρότερος και φαίνεται πιο έντονα αυτή η αντίθεση.
Ο Mu Guangzong, καθηγητής στο Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών του Πανεπιστημίου του Πεκίνου, είπε ότι στις μεγάλες πόλεις αυτά τα ποσοστά τείνουν να είναι υψηλότερα, προφανώς γιατί οι γυναίκες δεν ασπάζονται τα στερεότυπα της επαρχίας, δηλαδή ότι οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται σε μικρή ηλικία γιατί ενδεχομένως κάποια στιγμή να μείνουν στο ράφι και να μην βρουν άντρα.
Ενώ υπάρχουν περισσότεροι άνδρες σε ηλικία γάμου από γυναίκες στην αγροτική Κίνα, υπάρχουν όλο και περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες που ζουν στην πόλη που δεν έχουν παντρευτεί ακόμα.
Η έβδομη εθνική απογραφή της Κίνας αποκάλυψε επίσης τη γήρανση του πληθυσμού της χώρας. Υπάρχουν 262,02 εκατομμύρια πολίτες άνω των 60 ετών -18,7% του πληθυσμού- σε σύγκριση με 253,38 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας μεταξύ 0 και 14 ετών, που αντιπροσωπεύουν το 17,95%.
Ο Fu Linghui, από το Γραφείο Στατιστικής της Κίνας, είπε ότι η χώρα τείνει να ακολουθεί τη νοοτροπία του δυτικού πολιτισμού, όπου οι άνθρωποι παντρεύονται πολύ αργά, με το σκεπτικό ότι θέλουν να ζήσουν πρώτα τη ζωή τους και μετά να δεσμευτούν με τα δεσμά του γάμου. Ωστόσο αυτή η νοοτροπία οδηγοί μαθηματικά στη γήρανση του πληθυσμού αφού πλέον θα υπάρχουν περισσότεροι ηλικιωμένοι άνθρωποι παρά νέοι.
Ωστόσο οφείλουμε να διευκρινίσουμε κάτι πάρα πολύ σημαντικό για όσους δεν γνωρίζουν, ότι ο λόγος που η Κίνα έχει εφαρμόσει περιορισμό στα ζευγάρια να τεκνοποιούν περισσότερα από ένα παιδί κατά τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν γιατί υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο πληθυσμός να διπλασιαστεί ή να τριπλασιαστεί κάποια στιγμή στο μέλλον, και αυτό θα συνεπαγόταν αυτόματα με διάφορα προβλήματα, όπως για παράδειγμα να δημιουργηθεί επισιτιστική κρίση και να μην υπάρχει επαρκή τροφή για όλους τους Κινέζους πολίτες.
Επιπρόσθετα εκτιμάται ότι θα δημιουργούνταν σοβαρά ζητήματα έλλειψης στέγασης πολλών πολιτών, προφανώς γιατί η κατασκευή σπιτιού έχει μεγάλο κόστος σε μία χώρα που το βιοτικό επίπεδο είναι πολύ χαμηλό και το κατά κεφαλήν εισόδημα δεν ξεπερνάει τα 12.000 δολάρια το χρόνο.
Ενα άλλο εξίσου ενδιαφέρον στοιχείο σε τούτη την υπόθεση έχει να κάνει και με την αύξηση της ανεργίας. Δηλαδή αν αυξηθεί ραγδαία ο πληθυσμός μέσα σε μία ή δύο δεκαετίες, τότε θα υπάρχουν κοινωνικές ανισότητες, ωθώντας το λαό προς την ακραία φτώχεια, και ενδεχομένως να δημιουργηθούν και επαναστάσεις κατά του Κομμουνιστικού καθεστώτος που υφίσταται στην Κίνα.
Βέβαια πολλοί θα αναρωτηθείτε, γιατί δεν εφαρμόζει παρόμοια τακτική και γειτονική η Ινδία που και αυτή έχει σχεδόν ίδιο πληθυσμό με την Κίνα, δηλαδή μερικές δεκάδες εκατομμύρια λιγότερους κατοίκους τη δεδομένη χρονική στιγμή. Προφανώς αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί από εμάς, παρά μόνο από την ινδική κυβέρνηση.
Όμως μπορούμε να εικάσουμε ότι ενδεχομένως Ινδία θέλει να είναι πρώτη σε αυτό τον τομέα με οποιοδήποτε κόστος και αν έχει αυτή η πρωτοβουλία. Άλλωστε γνωρίζουμε όλοι ότι λόγω της σφοδρής διαμάχης μεταξύ των δύο κρατών (Ινδίας με Κίνα), – οι οποίες έχουν φτάσει και πολύ κοντά σε πολεμική σύγκρουση κατά τα προηγούμενα έτη – θέλει να αυξήσει εκτόπισμα της και να είναι ένα υπολογίσιμο κράτος σε ολόκληρο τον κόσμο.