Ιστορικά
Θα αναρωτιέστε άραγε, γιατί να μιλήσουμε για τον κυβερνοφεμινισμό (αγγλικά: cyberfeminism), έχοντας μόλις πίσω μας, πάνω από 30 χρόνια από την εμφάνισή του στις όχθες του φεμινισμού; Κατ’ αρχάς γιατί στον ελληνικό χώρο λίγοι έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα από κινηματική σκοπιά και κατά δεύτερον, γιατί φαίνεται ότι η τάση του κυβερνοφεμινισμού μπορεί να ιδωθεί σαν η συνέχεια που έβαλε τις βάσεις για μια νέα πολιτική θέση πάνω στο θέμα του φύλου, μετά τα 70’s. Μια θέση που, ενώ μετά από τόσα χρόνια παραμένει κομμάτι ενός θολού τοπίου επιδιώξεων, συμμάχων και εχθρών, παράλληλα συμπορεύεται -και ίσως συστρατεύεται κατά τόπους- με τις αλλαγές παραδείγματος μέσα στο καπιταλιστικό, πατριαρχικά δομημένο μοντέλο του δυτικού κόσμου και φαίνεται ότι δεν έχει «ξεπεραστεί» στα βασικά της σημεία από κάτι νέο.
Το προηγούμενο «κύμα» του φεμινιστικού κινήματος, αυτό που άνθισε στα 60’s και 70’s, ήταν πολύμορφο και πλούσιο σε πολεμικές πάνω στα ζητήματα των γυναικών και του φύλου γενικότερα. Από την αυτόνομη οπτική της γυναικείας εργασίας στο κοινωνικό εργοστάσιο, από την οπτική της Davis μέσα στο κίνημα των μαύρων πανθήρων για την αλληλοεπικάλυψη του φύλου, της τάξης και της φυλής, μέχρι τις ριζοσπαστικές φεμινίστριες, που θεωρούσαν πρωταρχική την καταπίεση των γυναικών λόγω του βιολογικού τους φύλου, μέσα στην πατριαρχική κοινωνία. Στο μεγάλο αυτό φάσμα αρνήσεων της εποχής χωρούσαν και συχνά συγκρούονταν όλες αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις που έψαχναν να βρουν ένα κέντρο από το οποίο να μιλήσουν για το έμφυλο ζήτημα, πρακτικά και θεωρητικά.
Σαν απόρροια αυτών των αρνήσεων και των μαχητικών διεκδικήσεων που έφεραν μέσα τους, συνέβησαν σταδιακά κάποιες σημαντικές αλλαγές. Πρώτα και κύρια, πολλά από τα αιτήματα των φεμινιστριών έγιναν αποδεκτά σε επίπεδο θεσμών, αφομοιώθηκαν. Η νομική κατοχύρωση και επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων και η διάδοση των πρακτικών αντισύλληψης και τα σχετικά ιατρικά επιτεύγματα όπως το αντισυλληπτικό χάπι, η προστασία των εργαζόμενων μανάδων, η αυστηρότερη νομοθεσία σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία και το βιασμό, οι γενικότερες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο, ο εμπλουτισμός της επίσημης παιδείας με μαθήματα σχετικά με το φύλο, είναι μερικά από αυτά. Αυτό συνέβη και με ένα μεγάλο μέρος των αγωνιζόμενων υποκειμένων. Μέσα στα πανεπιστήμια σε μεγάλο βαθμό, αλλά και στον εργασιακό τομέα και την πολιτική, οι γυναίκες βγήκαν από το σπίτι, κατέκτησαν χώρο και φωνή.
Παράλληλα, ο πλουραλισμός των 70’s άρχισε να μετατρέπεται σε περιχαράκωση των ομάδων με αντικρουόμενες θέσεις, αντί να οδηγήσει σε δημιουργικότερες συνθέσεις και επαναπροσδιορισμούς. Σαν να λέμε η διαδικασία εξέλιξής τους άρχισε να παγώνει πίσω από τις επιλεγμένες ταυτότητες. Το λεγόμενο «κίνημα των ταυτοτήτων» (Identity Politics) κράτησε περίπου μια δεκαετία, χοντρικά αυτή του ‘80 και χαρακτηρίστηκε από μια εξιδανίκευση της μειοψηφίας και από την πίστη ότι αυτή μπορεί να αλλάξει την πλειοψηφία. Τοποθέτησε τη συλλογική ταυτότητα σε μικρότερη κλίμακα, πιο κοντά στο άτομο, όπως ήταν αναμενόμενο όντας σε μία περίοδο γενικότερης αφομοίωσης των κινημάτων, μέσα από την κατανάλωση και το lifestyle. Αυτό που ονομάστηκε lgbt και φεμινιστικό κίνημα, το αντιπολεμικό, το αντιπυρηνικό, το οικολογικό, το κίνημα για την απελευθέρωση των ζώων, ακόμα θα λέγαμε και το punk και το diy, ξεκίνησαν με τη συγκρουσιακή ορμή της προηγούμενης περιόδου, έχοντας όμως τις κατάλληλες συστάσεις για αυτό που συνέβη σταδιακά. Τη μετατροπή τους σε καταναλωτικές ταυτότητες, μέσα στη θεαματική κοινωνία. Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε στο συγκεκριμένο θέμα αλλά σίγουρα είναι μια μεγάλη συζήτηση το ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που μπορεί να άφησαν ρωγμές και να έβαλαν τις βάσεις για την εν λόγω αφομοίωση.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον, είναι το πώς, μετά την ήττα των ταξικών αγώνων και μέσα στο μεταμοντέρνο κλίμα της εποχής, επιβιώνουν και εξελίσσονται κάποιες από τις τάσεις της προηγούμενης περιόδου, κυρίως αυτές που αρνούνται το παρελθόν και κοιτάνε μπροστά, θέλοντας να απεμπλακούν εντελώς από τις «παλιές» προβληματικές, όπως πχ. αυτές που έβαζαν οι μαρξιστικές/κομμουνιστικές/σοσιαλιστικές θεωρήσεις. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το φύλο βρίσκεται σταδιακά στο επίκεντρο της συζήτησης μεγεθυμένο και ορισμένο με περισσότερο «τεχνικούς όρους». Το γυναικείο -βιολογικό- φύλο και οι φυσικές λειτουργίες με τις οποίες αυτό συνδέεται αποκτούν αιτιακή σχέση με την προέλευση και διαιώνιση της πατριαρχίας. Η γυναίκα, όντας υποχείριο της φύσης της επιθυμεί να απαλλαγεί από αυτά τα χαρακτηριστικά, με κεντρικό το ζήτημα της αναπαραγωγής, για να μπορέσει να απαλλαγεί από τις διακρίσεις και την υποτίμηση 1. Και ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος τομέας γι’ αυτή τη δουλειά; Η επιστήμη.
Αποκομμένη από τις ενοχές της θρησκείας και με τον αέρα της προόδου και της εξέλιξης, με τα γνωστά αξιώματα περί αντικειμενικότητας σαν λάβαρο, η επιστήμη, μέσα από τα τεχνολογικά επιτεύγματα και το φαντασιακό που αυτά διεγείρουν, θα έρθει να απαντήσει σε αυτήν την άρνηση του σώματος. Η τεχνολογία είναι αυτή που θα δώσει το σπόρο της νέας αφήγησης για ένα κόσμο μετά-το-φύλο, ένα κόσμο που η γυναίκα όχι απλά θα είναι απαλλαγμένη από το βάρος της διαιώνισης του είδους, αλλά από ένα σημείο και μετά θα πάψει να υπάρχει σαν φύλο -είτε βιολογικό είτε κοινωνικά κατασκευασμένο.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, το 1983, η αμερικανίδα καθηγήτρια Donna Haraway, γράφει το «Μανιφέστο των Cyborg», ένα φιλοσοφικο-λογοτεχνικό δοκίμιο το οποίο θεωρείται η μήτρα του μετέπειτα κυβερνοφεμινισμού. Το μανιφέστο αυτό είναι η αποκρυστάλλωση των εξελίξεων της προηγούμενης περιόδου και ενώ μιλάει για πολιτικές θέσεις και στρατηγικές, χαρακτηρίζεται από την έντονη άρνηση των θεωριών του παρελθόντος (έχοντας υπάρξει η ίδια η συγγραφέας μαρξίστρια), αποφεύγει τους ορισμούς και τις σαφείς οργανωτικές δομές, θεωρώντας ότι οι ταυτότητες αποτελούν μέσα αποκλεισμού, εξυμνεί τις διασυνδέσεις και τα δίκτυα και προσδίδει στις νέες μηχανές μια μυθική, θα λέγαμε, διάσταση.
Ένα από τα κεντρικά αξιώματά είναι το ότι μέσα από την τεχνολογική αλλαγή, μέσα από τη σύμπτυξη ανθρώπου και μηχανής, θα πάψει να υπάρχει το δίπολο του φύλου όπως το ξέρουμε, άρα θα σταματήσει να υπάρχει το έμφυλο ζήτημα, και οι ανισότητες που αυτό έχει παράξει. Για να καταλάβετε το ύφος, ορίστε ένα πολύ μικρό απόσπασμα:
«Καθαρά κι ελαφριά που είναι τα νέα μηχανήματα! Οι μηχανικοί τους είναι οι μύστες του ηλίου που μεσολαβούν για μια νέα επιστημονική επανάσταση συνδεδεμένη με το νυχτερινό όνειρο της μεταβιομηχανικής κοινωνίας. (…) Το cyborg είναι πλάσμα σε έναν μετά-το-φύλο κόσμο· δεν έχει δοσοληψίες με την αμφιφυλία, την προοιδιπόδεια συμβιωτική σχέση, τη μη αλλοτριωμένη εργασία ή κάποιο άλλο δέλεαρ οργανικής ολότητας.» 2
Μερικά χρόνια αργότερα, και αφού έχει προηγηθεί η θεμελίωση του διεθνούς διαδικτύου, το 1992, γεννιέται αυτό που ονομάστηκε κυβερνοφεμινισμός, σε τρία σημεία του κόσμου, τον Καναδά, την Αυστραλία και τη Βρετανία, από καλλιτέχνες και ακαδημαϊκούς γονείς. Ακόμα ένα μανιφέστο, το «Μανιφέστο του Κυβερνοφεμινισμού για τον 21ο αιώνα», της αυστραλιανής καλλιτεχνικής ομάδας VNS Matrix 3, κυκλοφορεί αυτή τη φορά στο ίντερνετ, δηλώνοντας σαφώς τις επιρροές τους.
Μαζί με τα γραπτά της Βρετανίδας καθηγήτριας Sadie Plant, εγκαινιάζεται μια νέα φεμινιστική τάση, μέσα στην οποία οι γυναίκες βλέπουν το διαδίκτυο, την ανωνυμία και την ελευθερία έκφρασης που αυτό προσφέρει, όντας ακόμα στα πρώτα του βήματα, σαν έναν ντε φάκτο απελευθερωτικό χώρο. Αυτό που προσπαθούν να ανακαλύψουν παράλληλα, είναι οι αφηγήσεις του ελέγχου και της κυριαρχίας που ντύνουν τη high-tech κουλτούρα αλλά και την κατασκευή του νέου ψηφιακού δημόσιου χώρου, των ταυτοτήτων και της σεξουαλικότητας μέσα σε αυτόν.
Στόχος τους είναι να τον καταλάβουν απ’ άκρη σ’ άκρη και να δημιουργήσουν φρέσκιες, δυναμικές κοινότητες μέσα στις οποίες θα καταργούνται οι έμφυλες διακρίσεις αλλά και οι οποιουδήποτε είδους διαχωριστικές ταυτότητες. Μέσα και πριν από αυτές τις δηλωμένες προθέσεις, έχει γίνει μια βασική παραδοχή σχετικά με τη συγκεκριμένη τάση: Στον όρο cyber feminism με μια πρώτη ματιά φαίνεται ότι το cyber καθορίζει τον τόπο και το μέσο δράσης, δηλαδή το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες και το feminism καθορίζει το σώμα, δηλαδή τη γυναίκα και την κοινωνική της θέση. Στην πραγματικότητα, δηλωμένο ήδη από την εποχή της Haraway, συμβαίνει το αντίθετο. Το cyber είναι το σώμα, το μετά-το-φύλο, η σύζευξη ανθρώπου και μηχανής και το feminism είναι η θέση από την οποία γίνεται αντιληπτό αυτό το σώμα.
Την ίδια περίπου εποχή γεννιέται και ο λεγόμενος «τεχνοφεμινισμός», με κύρια εκφραστή του τη Judy Wajcman. Ο τεχνοφεμινισμός διαφέρει σε ένα βασικό σημείο. Αναγνωρίζει ότι το ίντερνετ και τα τεχνολογικά επιτεύγματα εν γένει, είναι προϊόντα μιας πατριαρχικής κατανομής της εργασίας και υποστηρίζει ότι οι γυναίκες πρέπει να συμμετάσχουν πιο ενεργά στην παραγωγή της τεχνολογίας, μέσα από τον προγραμματισμό αλλά και την ενεργή χρήση της, για να μπορέσουν αυτά τα προϊόντα να απαλλαγούν από τα πατριαρχικά χαρακτηριστικά τους. Αν αυτό συμβεί σταδιακά, τότε οι γυναίκες σε όλες τις βαθμίδες της εργασίας του τεχνολογικού παραδείγματος, αλλά και της κατανάλωσης των προϊόντων αυτής, θα αντιμετωπίζονται με πολύ πιο ισάξιους όρους στην εργασιακή και κοινωνική πραγματικότητά τους.
Και οι δύο τάσεις βλέπουν τα νέα μέσα σαν μια πύλη για το ξεπέρασμα των προβληματικών κοινωνικών σχέσεων που αναπαράγουν τις άδικες διακρίσεις εις βάρος των διαφορετικών. Μιας διαφορετικότητας που δε μοιάζει τόσο με το διαχωρισμό του παρελθόντος ανάμεσα στις ταυτότητες αλλά περισσότερο με τη διασπαστική πολυμορφία που μπορεί να τους χωράει όλους/ες σαν άτομα, δηλαδή με έναν τρόπο να μη χωράει κανέναν και καμία έξω από τον εαυτό του. Φαίνεται ότι καθώς η συζήτηση ανάγεται σταδιακά στο πεδίο της τέχνης και της ακαδημαϊκής αναζήτησης, είναι όλο και λιγότερο αναγκαία η υλική και ιδεολογική περιφρούρηση των ομαδοποιήσεων που έχουν προκύψει από τα κοινά βιώματα της καθημερινής υποτίμησης.
Στη νέα ρευστή πραγματικότητα των δικτύων και των χαλαρών συνδέσεων, όλα είναι κυβερνοφεμινισμός και τίποτα δεν είναι κυβερνοφεμινισμός. Αυτή η άρνηση της απόδοσης μιας συγκεκριμένης ταυτότητας, με στόχο να αποφευχθούν οι αποκλεισμοί, είναι αυτή που δεν επιτρέπει ίσως να γίνει ορατός ο απέναντι πόλος, οι πραγματικές σχέσεις δηλαδή, οι οποίες αναπτύσσονται, έξω από το διαδίκτυο, στην ώριμη φάση της αφομοίωσης σε όλους τους τομείς, στην εργασία, στην οικογένεια, στο δημόσιο χώρο και τη διασκέδαση.
Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο που δημοσιεύεται το 1997 στη Γερμανία, από το 1ο διεθνές συνέδριο κυβερνοφεμινισμού, στο οποίο αντί για έναν ορισμό του γενικού σκεπτικού, συντάσσονται οι 100 αντι-θέσεις, δηλαδή οι θέσεις για το τι δεν είναι ο κυβερνοφεμινισμός. Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Ο κυβερνοφεμινισμός δεν είναι τέχνη/δεν είναι ζήλια/δεν είναι ιδεολογία/ δεν είναι μία μπανάνα». Οι συμμετέχοντες δεν θέλουν με κανέναν τρόπο να ορίσουν τι είναι τελικά αυτή η τάση, ποιες είναι οι ιστορικές της καταβολές και πάνω σε ποιες πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις του προγενέστερου κινήματος αυτή πατάει.
Μια άρνηση που ντύνεται με μια αναντίστοιχη μάλλον επιθετικότητα και σιγουριά για τη θέση και την εξέλιξη του απαλλαγμένου από βάρη και λάθη νέου παραδείγματος. Αυτή η σιγουριά για την αυτόματη ευεργετική λειτουργία της τεχνολογίας στο κοινωνικό σώμα θα μπορούσε να πει κανείς ότι κρύβει μέσα της μια σύγχρονη -για τότε- ανάγνωση του παλαιότερου μότο «τα θέλουμε όλα τώρα» μέσα στην ακμή της κατανάλωσης. Θέλουμε αποτελέσματα και θα τα έχουμε τώρα. Το παρελθόν είναι νεκρό, ζήτω το καινούργιο, ζήτω το αέναο παρόν.
Στο καθόλου μακρινό μέλλον, η τάση αυτή δέχθηκε κριτική για τις προσμονές της. Αυτό ήταν κάτι που προέκυψε σχεδόν αναγκαστικά, αφού πολύ σύντομα διαμορφώθηκε μια «ψηφιακή πραγματικότητα» εντελώς διαφορετική από αυτή που κυριαρχούσε στις τεχνοφετιχιστικές αφηγήσεις των 90’s. Τα φιλικά χαρακτηριστικά μεταλλάχθηκαν σε τεράστια προβλήματα, όταν το ίντερνετ εξαπλώθηκε τόσο ώστε να χωρέσει όσους ήταν έξω από τους χώρους της τέχνης και της εκπαίδευσης.
Οι καθημερινές σχέσεις εισέβαλλαν σε αυτόν τον ηλεκτρονικό “φωτεινό” χώρο και ξεφόρτωσαν μέσα του όλα τα τέρατα της πατριαρχικής βίας που συνέχιζαν να αλωνίζουν στις απανταχού επικράτειες. Τα δεδομένα και αυτονόητα, οι νίκες και τα δικαιώματα των γυναικών, των οποίων η υπεράσπιση είχε αφεθεί στους θεσμούς, φάνηκαν διάτρητα και αποδυναμωμένα μπροστά στο συντηρητισμό που είχε ανασυνταχθεί σε νέα στιβαρά πόδια. Δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε κατά πόσο έπαιξε ρόλο σε αυτήν την ανασύνταξη, η επιμονή της νέας τάσης του φεμινισμού να αρνείται την ιστορία του αλλά και ο περιορισμός του μέσα στα ακαδημαϊκά και καλλιτεχνικά τείχη.
Από τη μία πλευρά, η εκούσια αυτή περιχαράκωση θεωρήθηκε απαραίτητη, παρέχοντας έναν ασφαλή χώρο έκφρασης στα μέλη του. Από την άλλη, τη στιγμή που τα τείχη έγιναν διάτρητα, ανάμεσα στο έξω και το μέσα είχαν δημιουργηθεί ήδη μεγάλες, σχεδόν αγεφύρωτες διαφορές.
Όταν λοιπόν το 2011-2012, η καναδή κριτικός, φεμινίστρια, και μπλόγκερ Annita Sarkeesian, ξεκίνησε μια καμπάνια για τη θέση των γυναικών στον κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, σίγουρα δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε. Μετά τη δημοσίευση μιας σειράς βίντεο σχετικών με το θέμα, με τον τίτλο “Tropes vs women” (Αλληγορίες εναντίων Γυναικών) αλλά και ενός βιντεοπαιχνιδιού με τίτλο “Depression Quest”, από την game developer Zoe Quinn, το ζήτημα πήρε τρομακτικές διαστάσεις. Παίκτες και μπλόγκερς από όλον τον κόσμο, και κυρίως την αμερική, άρχισαν να παρενοχλούν όποιες γυναίκες αναμειγνύονταν με την υπόθεση, ή εξέφραζαν άποψη για τον σεξισμό που εμπεριέχεται στην κοινότητα των gamers και στις αναπαραστάσεις της γυναικείας φιγούρας μέσα στα ίδια τα παιχνίδια. Οι γυναίκες αυτές, με επίκεντρο όσες πρωτοστάτησαν, δέχθηκαν οργανωμένες επιθέσεις μέσα από δίκτυα και φόρουμ, ενάντια της πραγματικής και ψηφιακής τους κοινωνικότητας.
Τα στοιχεία τους (διευθύνσεις και τηλέφωνα) διαδόθηκαν στο ίντερνετ, ακολούθησαν δημοσιεύεις προσωπικών βίντεο και φωτογραφιών από τα χακαρισμένα τους προφίλ, απειλές σωματικής βίας, βιασμού και απειλές κατά της ζωής τους. Το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε, έγινε γνωστό σαν Gamergate (κατά το αντίστοιχο πολιτικό σκάνδαλο Watergate, στην Αμερική) και επικύρωσε με τον πιο ωμό και ξεκάθαρο τρόπο την ήττα των τεχνολατρικών φαντασιώσεων που συνόδευε το διαδίκτυο. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Όσο ο πραγματικός κόσμος παρέμενε σεξιστικός, το ίδιο θα συνέβαινε και με τον ψηφιακό.
Ο κυβερνοφεμινισμός σήμερα έχει πάψει να βρίσκεται στο προσκήνιο, δεν υπάρχει όμως κάποια νέα τάση που να φαίνεται πως ξεπερνάει τις διακηρύξεις του. Όσοι έδρασαν κάτω από την ιδεολογική και καλλιτεχνική του ομπρέλα, κι ας λένε ότι δεν υπήρξε ούτε τέχνη, ούτε ιδεολογία (ούτε «μια μπανάνα»), βρίσκονται διασκορπισμένοι ανάμεσα σε γκαλερί, μπλογκ, ψηφιακά περιοδικά και ακτιβισμούς όπως αυτοί των Femen ή των Pussy Riot. Και οι κριτικοί που αναρωτιούνται που πήγε όλο αυτό το ανοιχτό και πολύμορφο σύνολο από δράσεις και υποκείμενα, εύχονται κατά καιρούς μια νέα εμφάνιση των κυβερνοφεμινιστριών με το αυθάδες, ζωντανό και επιθετικό τους ύφος και την παιχνιδιάρικη, ανάλαφρη διάθεση απέναντι στον νέο κόσμο που αναδύεται.
Από τη δική μας πλευρά, επειδή δεν πιστεύουμε πολύ στις αναστάσεις, και μέχρι την εμφάνιση του καινούργιου, θα θέλαμε να επισημάνουμε μερικά σημεία για σκέψη, σχετικά με την οπτική του τελευταίου αυτού κύματος φεμινισμού αλλά και σχετικά με την επαφή του με την κινηματική μνήμη, που θεωρούμε σημαντικά.
Το σώμα στο στόχαστρο
Τα κινήματα των 60’s και των 70’s, ανάμεσά τους και αυτά που όριζαν τη θέση τους από μια σαφή ταξική σκοπιά, άφησαν παρακαταθήκη ζητήματα όπως η σεξουαλική απελευθέρωση, ξαναόρισαν το γυναικείο και το έμφυλο ζήτημα, επαναδιαπραγματεύθηκαν πχ. μέσω της η αντιψυχιατρικής το τι είναι πρόβλημα, το πώς και αν αυτό χρειάζεται λύση από ειδικούς. Οι επόμενες δεκαετίες όμως όφειλαν όπως είπαμε να τα αφομοιώσουν. Με την ήττα αυτών των κινημάτων, και κυρίως τη δεκαετία του ‘90 ξεκινά μια νέα επίθεση των από τα πάνω και ένας από τους στόχους τους, όπως πάντα είναι το σώμα. Έτσι, στα πλαίσια της αντιεξέγερσης, η προβληματοποίηση του σώματος ήρθε εκ νέου να πάρει τη δικιά της, κυρίαρχη θέση.
Εκστρατείες όπως αυτή ενάντια στο AIDS, η οποία ενσωματώθηκε πολύ εύκολα στην ομοφοβική ατζέντα αλλά και στη μετέπειτα υγιεινιστική, η αυξημένη εμφάνιση θεμάτων όπως η υπερκινητικότητα και οι μαθησιακές δυσκολίες στην εκπαίδευση, η προβληματοποίηση της εγκυμοσύνης, και της γονιμότητας στον τομέα της ιατρικής, είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που έσπευσαν -και σπεύδουν μέχρι σήμερα- να δείξουν το ατελές του ανθρώπινου σώματος, να ορίσουν το κανονικό, την κοινωνικότητα, τις σχέσεις και την εργασία και να εδραιώσουν τον ρόλο του προβληματικού σώματος στην ανάπτυξη των «παρεκκλίσεων».
Η σάρκα, οι ζωντανές λειτουργίες και τα πάθη της, ενοχοποιημένα για αιώνες από τη θρησκεία, απέναντι στο καθαρό και άγιο πνεύμα, υποτιμήθηκαν ακόμα περισσότερο από το διαχωρισμό της χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, με την άνοδο της μηχανής στην παραγωγή και συνεχίζουν να υποτιμώνται, ακόμα και σήμερα, στον ανεστραμμένο κόσμο που υποτίθεται ότι εξυμνεί την ατομική -σωματική και όχι μόνο- επιθυμία σαν το υπέρτατο αγαθό. Εδώ, η υποτίμηση έρχεται να εκφραστεί με τη μορφή μιας διαρκούς ανεπάρκειας απέναντι στο ιδανικό, στο πρότυπο.
Η εντατικοποίηση του φυσικού σώματος σε όλους τους τομείς πηγάζει πλέον από την άλλοτε ενοχοποιημένη επιθυμία, η οποία, στον κόσμο της κατανάλωσης και της διαρκούς κατασκευής νέων αναγκών, έχει γιγαντωθεί και απαιτεί συνεχή ικανοποίηση. Σαν να λέμε ότι το ασώματο παράδειγμα της καλόγριας έχει δώσει τη θέση του στο «υπερσωματικό» παράδειγμα του αγέραστου μανεκέν (ή του υπεραθλητή), ασκώντας βία στο σώμα και ορίζοντας το κανονικό με τελείως διαφορετικό τρόπο. Παρέκκλιση είναι το να μην μπορείς να ανταποκριθείς στις διάχυτες κατασκευασμένες επιθυμίες, να αρνείσαι να παραχωρήσεις το σώμα σου σαν πεδίο μοδιστρικής για βιολόγους, γιατρούς, πλαστικούς χειρούργους, ψυχιάτρους, δασκάλους και κοινωνιολόγους. Να μη θέλεις να βελτιώνεσαι συνεχώς με τεχνικούς όρους.
Η πεποίθηση αυτή, συνδεδεμένη με το ότι η απαλλαγή από τη φύση συνεπάγεται την απελευθέρωση των ανθρώπινων σχέσεων, είναι μια πολύ παλιά ιστορία και η γενεαλογία της δε θα μπορούσε να αναλυθεί εδώ. Μπορούμε να σκεφτούμε όμως μερικά ερωτήματα. Γιατί τα σωματικά/ φυσικά/ βιολογικά χαρακτηριστικά να γίνονται αντιληπτά σαν αδυναμίες και βάρη και όχι σαν πεδία υπεράσπισης; Πώς θα βλέπαμε μια αντίστοιχη θέση για το φυλετικό ζήτημα που θα έλεγε ότι για να ξεπεραστεί ο ρατσισμός θα πρέπει να μην υπάρχουν διαφορετικές φυλές; Και πόση εσωτερικευμένη βία μπορεί να περιέχει η συστηματική και εκούσια άρνηση της υλικής ιδιαιτερότητας των σωμάτων μας και η αναζήτηση των λύσεων σε από τα πάνω -και από τα έξω- δοσμένα πρότυπα;
Μέσα, σχέσεις και φετιχισμός
Στη συνέχεια της συλλογιστικής σχετικά με την απελευθέρωση από τις έμφυλες διακρίσεις μέσω της κατάργησης των φύλων, έρχεται να μπει δυναμικά η επιστήμη και η τεχνολογία, πολύ πριν μάλιστα εξαπλωθεί το σημερινό ψηφιακό παράδειγμα. Σημαντικό κομμάτι των φεμινιστριών του ’60, όπως η τάση της Shulamith Firestone που αναφέραμε παραπάνω, υποστηρίζουν τις θέσεις που λένε ότι η φύση της γυναίκας ως τέτοια, δηλαδή η αναπαραγωγική της ικανότητα, η περίοδος κλπ. είναι τα στοιχεία τα οποία υφίστανται την εκμετάλλευση από τους άνδρες και την πατριαρχία σ’ όλο το ιστορικό φάσμα και όχι μόνο στην καπιταλιστική εποχή.
Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ως υποδεέστερες αναπαραγωγικές μηχανές, ως το αδύναμο φύλο. Υποστηρίζουν πως αυτή η αντιμετώπιση, η υποτίμηση των γυναικών δε θα πάψει να υπάρχει αν δεν πάψει να υπάρχει και το βιολογικό φύλο ως τέτοιο, αν δεν εκλείψουν δηλαδή αυτές οι ατέλειες. Και η τεχνολογία, με όχημα τα επιτεύγματά της, όπως οι χημικοί μέθοδοι αλλαγής/εξάλειψης της περιόδου, οι εξωσωματικές κυήσεις και οι σύγχρονες έρευνες για τις τεχνητές μήτρες, είναι επιτεύγματα που μπορούν να αξιοποιηθούν από τις φεμινίστριες – γυναίκες και να χαρίσουν αυτή την απελευθέρωση από την τυραννία της φύσης.
Τέτοιες θέσεις μπορεί να φαίνονταν προβοκατόρικες τότε, δεν είναι δυνατόν όμως να διαβάζονται έτσι και στο σήμερα, όταν η επίθεση της επιστήμης μέσω πολλαπλών εφαρμοσμένων πεδίων έχει δείξει ξεκάθαρα μέχρι πού μπορεί να εξαπλωθεί η προβληματοποίηση που αναφέραμε αλλά και η βία ενάντια στο σώμα, πόσο μάλλον το γυναικείο, μέσα στο καπιταλιστικό μοντέλο.
Από τις νοικιασμένες μήτρες των φτωχότερων γυναικών (ως παρένθετες μητέρες) και την εντατικοποίηση της σεξουαλικής «εργασίας», (αντιλαμβανόμενοι μεγάλο κομμάτι αυτής της εργασίας σήμερα, με τους όρους έντασης και εξάπλωσης π.χ. της απλήρωτης, καταναγκαστικής εργασίας των αιχμάλωτων εργατών μεταναστών στην ελληνική επαρχία), μέχρι τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς των ανήλικων κοριτσιών για αφροδίσια νοσήματα και τις προληπτικές αφαιρέσεις των αναπαραγωγικών οργάνων από χολυγουντιανές σταρ, το σώμα είναι μια επικράτεια που υφίσταται βίαιη και σφοδρή αποικιοποίηση από την επιστήμη, για θεαματικούς και εμπορευματικούς σκοπούς.
Σε τέτοιου είδους βάσεις πατάει και ο κυβερνοφεμινισμός. Μέσα στα ακαδημαϊκά πλαίσια της ανάπτυξης και εξάπλωσης των νέων τεχνολογιών και των προσωπικών συσκευών (π.χ. κινητά, pc), οι κυβερνοφεμινίστριες στηρίζουν ότι στο ψηφιακό περιβάλλον υπάρχουν χαρακτηριστικά τα οποία είναι εγγενώς φεμινιστικά και ότι μέσα σε αυτόν τον νέο ηλεκτρονικό χώρο οι φυσικές ατέλειες του σώματος παύουν να είναι ορατές, άρα και να έχουν βάρος, επιρροή στην καθημερινότητα και σημασία. Έτσι, σε βάθος χρόνου, το γυναικείο ζήτημα και οι έμφυλοι διαχωρισμοί δεν είναι πια θέματα για τα οποία οφείλουμε να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά βάζοντας νέες αιχμές και θέσεις μάχης, αφού από μόνα τους τα ίδια τα μέσα θα τα αποδομήσουν και θα τα εξαφανίσουν.
Η ιστορία, όπως είπαμε, έδειξε πως τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου έτσι και ο σεξισμός είναι ακόμα εδώ, λίγο πιο αόρατος και πολύ πιο διάχυτος. Και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Για εμάς, οι σχέσεις που δημιουργούνται και τα μέσα που χρησιμοποιούνται, αποτελούν στοιχεία μιας αμφίδρομης διαδικασίας, στην οποία οι σχέσεις διαμορφώνουν τα μέσα και διαμορφώνονται ταυτόχρονα από αυτά. Κανείς και καμία δεν μπορεί ισχυριστεί ότι το κινητό τηλέφωνο δεν άλλαξε τις ανθρώπινες επικοινωνιακές συνήθειες αλλά κανείς και καμία δεν μπορεί να ισχυριστεί επίσης ότι το πλυντήριο πιάτων δεν έδωσε στις γυναίκες παραπάνω χρόνο για να μεγαλώνουν τα παιδιά, να συντηρούν το σπίτι και να δουλεύουν, ακριβώς όπως πάντα ήθελαν οι άντρες και τα αφεντικά τους.
Ο τεχνοφετιχισμός δεν είναι άγνωστο φρούτο στις μέρες μας. Αντιθέτως. Περπατάει χέρι-χέρι με την τεχνοφοβία· και τα δύο παιδιά ενός τεχνολογικού ντετερμινισμού που δίνει στην επιστήμη και τις εφαρμογές της θρησκευτικές διαστάσεις και διαμορφώνει μια αντίληψη για τον άνθρωπο που τον τοποθετεί έρμαιο των ίδιων του των εργαλείων, των ίδιων του των κατασκευασμάτων. Κατά τη γνώμη μας, αυτή είναι μια θέση εξαιρετικά αποπροσανατολιστική που δεν αφήνει περιθώρια κριτικής αντιμετώπισης των μέσων που κατασκευάζονται και προωθούνται κατά κύριο λόγο από τα πάνω. Και επιπλέον έχουμε στο νου μας ότι κανένας καταπιεστής δεν έχει νικηθεί, ή έστω πολεμηθεί αποτελεσματικά, χωρίς τη δημιουργία επικίνδυνων σχέσεων, σε πραγματικό χρόνο.
Διάλογος με το παρελθόν
Το τρίτο και τελευταίο σημείο που μας απασχόλησε, έχει να κάνει με την ιστορική συνέχεια και την κινηματική μνήμη. Σε ένα άλλο σημείο του μανιφέστο των cyborg η Harraway αναφέρει:
«Το φύλο, η φυλή και η τάξη, με την επίπονα κερδισμένη αναγνώριση της κοινωνικής και της ιστορικής συγκρότησής τους, δεν μπορούν πια να αποτελούν βάση για την πίστη στην “ουσιώδη” ενότητα. Στο θηλυκό δεν υπάρχει τίποτε που να συνδέει από τη φύση του τις γυναίκες μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καν η κατάσταση να είσαι “θηλυκό”, κάτι που είναι και το ίδιο πολυσύνθετη κατηγορία κατασκευασμένη σε διαμφισβητούμενους έμφυλους επιστημονικούς λόγους και σε άλλες κοινωνικές πρακτικές. Η έμφυλη, η φυλετική ή η ταξική συνείδηση συνιστούν επιτεύγματα που μας έχουν επιβληθεί από τη φριχτή ιστορική εμπειρία των αντιφατικών κοινωνικών πραγματικοτήτων που συνιστούν η πατριαρχία, η αποικιοκρατία και ο καπιταλισμός.»
Η διάθεσή της να απαρνηθεί το παρελθόν και να στραφεί στο τώρα αποδομώντας την ιστορία με τους όρους της κυριαρχίας (θρησκεία, οικογενειακή καταπίεση, πατριαρχία), την οδηγεί στο σημείο του να απαρνείται την ίδια την κινηματική μνήμη, τη γυναικεία ιδιότητα και ό,τι αυτή συνεπάγεται καθώς και την ζωτικής σημασίας θέση της στον καπιταλισμό.
Αυτή είναι σίγουρα η τάση της εποχής στον post modern καπιταλιστικό κόσμο, ένα είδος μυωπικής διαχείρισης της μνήμης. Σε αυτό το μοτίβο, “το σήμερα που είναι διαφορετικό απ’ το χθες”, αλλά και το αντιδιαμετρικό του “το σήμερα που είναι ίδιο με το χθες” -δηλαδή αυτό των επιφανειακών παρομοιώσεων και αναγωγών στο παρελθόν με όρους καθρέφτη- αυτές οι πεποιθήσεις, με τις πρακτικές που τις ακολουθούν, γίνονται εργαλεία αποπροσανατολισμού και μαζικής παραγωγής της λήθης. Και κρύβουν πίσω από έναν -σίγουρο για την εγκυρότητά του- ιστορικισμό, τις πιο βαθιές ιστορικές αιτίες και συνέχειες.
Αυτή δεν ήταν μια προσωπική ή μειοψηφική άποψη στις αρχές του ‘90. Το επιθετικά φιλελεύθερο κλίμα της εποχής διαβάζεται σε πολλά κείμενα και θεωρίες επιστημόνων και πανεπιστημιακών εν γένει όπως πχ. η πολυσυζητημένη άποψη του Φράνσις Φουκουγιάμα για το τέλος της ιστορίας (1992, «Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπός), το τέλος δηλαδή κάθε ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και ταξικής ανάλυσης του προλεταριάτου.
Θα έλεγε κανείς ότι η άρνηση των σχέσεων και της ιστορίας που διαμορφώνουν οι κυρίαρχοι, είναι απαραίτητο κομμάτι οποιασδήποτε επαναστατικής διαδικασίας και προϋπόθεση για τη δημιουργική σύνθεση του καινούριου. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με την άρνηση της ιστορίας του ίδιου του κινήματος που δημιούργησε το χώρο για να εκφραστούν όλα αυτά τα διαφορετικά υποκείμενα.
Οι θέσεις τις οποίες κατέλαβαν γυναίκες με αριστερό -και όχι μόνο- παρελθόν μέσα στα πανεπιστήμια, την πολιτική και την εργασία, γεννήθηκαν μέσα από τη μαχητική διεκδίκηση των 70’s, με όλες τις αντιφάσεις και τα ατυχή σημεία της. Το να απορρίπτει κανείς όλο αυτό το πλούσιο παρελθόν, όντας μέσα στην πανεπιστημιακή πρωτοκοσμική γυάλα, μας φαίνεται ότι εξυπηρετεί περισσότερο έναν βολονταρισμό της δύναμης παρά μια ανάγκη για απελευθερωτικές διεκδικήσεις.
Αυτή η νέα αφήγηση για τον κόσμο, αυτό το εκτυφλωτικό μέλλον που οραματίζονται εις βάρος της κριτικής ματιάς του παρελθόντος, δε φαίνεται και τόσο ειδυλλιακό για όσους ξέρουν ότι δεν έχουν και δε θα έχουν πρόσβαση σε αυτά τα τεχνολογικά υπερ-αγαθά, παρά μόνο σαν εργάτες στη διαδικασία παραγωγής ή σαν μικροαστοί καταναλωτές του φαντασιακού που τα συνοδεύει.
Κάπου στις αρχές του 80, ο ρενάτο κούρτσιο έγραφε στο βιβλίο του «Σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη»:
«Εδώ γίνεται κάτι παραπάνω, κάτι χειρότερο από την χοντροκομμένη καταστροφή των αγωνιστικών κειμένων ή ένα black out, κάτι πιο περίπλοκο από την ”παλιά ρίψη στην πυρά”. Πράγματι, καταρχήν πρόκειται για μία εργασία, πρόκειται για την παραχάραξη της ιστορικής εμπειρίας, την παραγωγή υποκατάστατων αναμνήσεων, την δόλια κωδικοποίηση.(…)
Αξίζει να αναρωτηθούμε: πως είναι ποτέ δυνατό να δημιουργήσουμε καλή σχέση με το μέλλον, όταν απορρίπτουμε την αυθεντική μνήμη του παρελθόντος;
Μια τάξη που δεν μπορεί να παράγει συνειδητά την δική της αυτόνομη μνήμη, είναι καταδικασμένη να μείνει φυλακισμένη στα αστικά δεσμά. Αντίθετα, παραγωγή ταξικής μνήμης σημαίνει εξέγερση, ιδεολογική πάλη, ρήξη.»
Πού θέλουμε να καταλήξουμε; Πού αλλού πέρα από τη σημασία της διαλεκτικής αντιμετώπισης της ιστορίας; Και συγκεκριμένα της ιστορίας των κινημάτων. Σε μια αντιμετώπιση που δεν έχει ανάγκη από κανέναν/καμία προφήτη για να του αποκαλύψει τι αλλάζει ή τι μένει σταθερό στον καπιταλιστικό κόσμο. Μπορεί οι/τα cyborg να έχουν erase και rewind αλλά η μνήμη της τάξης μας δεν μετριέται σε ψηφία. Αντίθετα, ιδωμένη κριτικά και σε βάθος, είναι γεμάτη όπλα, χρήσιμα ακόμα και στις σημερινές μάχες, με τα σημερινά μέσα. Χρειάζεται φαντασία, διερευνητική αντίληψη και σίγουρα η βιωματική γνώση ότι τίποτα δεν μας έχει χαριστεί.
Σημειώσεις
- Χαρακτηριστική είναι η ρητορική της Shulamith Firestone, μιας από τις κεντρικές φιγούρες του πρώιμου ριζοσπαστικού φεμινισμού, στο βιβλίο της, «The Dialectic of Sex: The Case for Feminist Revolution», 1970, σύμφωνα με την οποία: «…ακριβώς όπως ο τελικός στόχος μιας σοσιαλιστικής επανάστασης ήταν όχι μόνο η εξάλειψη της οικονομικά προνομιούχας τάξης αλλά της ίδιας της ταξικής διάκρισης, έτσι, ο τελικός στόχος της φεμινιστικής επανάστασης πρέπει να είναι, σε αντίθεση με το πρώτο φεμινιστικό κίνημα, όχι απλά η εξάλειψη του αντρικού προνομίου αλλά της ίδιας της έμφυλης διάκρισης: Έτσι, οι γεννητικές διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους δε θα είχαν πια πολιτιστική σημασία.(…) Η αναπαραγωγή του είδους από το ένα φύλο προς όφελος των δύο θα μπορούσε να αντικατασταθεί από την τεχνητή αναπαραγωγή (ή τουλάχιστον την επιλογή της): τα παιδιά θα γεννιούνταν έτσι από τα δύο φύλα εξίσου ή ανεξάρτητα από αυτά, από όποια οπτική διαλέξει ο καθένας να το δει. Η εξάρτηση του παιδιού από τη μητέρα (και ανάποδα) θα έδινε τη θέση της σε μια σημαντικά μικρότερη εξάρτηση σε ένα σύνολο από «άλλους», και οποιαδήποτε υπολειπόμενη αίσθηση κατωτερότητας απέναντι στη φυσική δύναμη των ενηλίκων θα ισοσταθμιζόταν πολιτιστικά. Ο καταμερισμός της εργασίας θα τελείωνε λόγω της εξάλειψης ολόκληρου του τομέα της εργασίας (μέσα από την κυβερνητική). Η τυραννία της βιολογικής οικογένειας θα έσπαγε.»
- Δεν θα επεκταθούμε σε μια ανάλυση και κριτική των θέσεων της Harraway, δεν είναι το θέμα μας και το έχουν κάνει άλλοι καλύτερα από εμάς. Παρ’ όλ’ αυτά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο όρος cyborg -κι αυτό είναι κάτι που η Harraway λέει ότι αγνοούσε όταν έγραφε το μανιφέστο- γεννήθηκε το ’60, από έναν ψυχίατρο και έναν μηχανικό, τους Nathan S. Kline και Manfred Clynes, οι οποίοι δούλευαν για λογαριασμό της αμερικανικής κυβέρνησης, πάνω στην κατασκευή ενός ενισχυμένου ανθρώπου για διαστημικές εξερευνήσεις. Ένα τέκνο του ψυχρού πολέμου στην υπηρεσία του φεμινισμού;
- Η VNS Matrix (διαβάζεται Venus Matrix), φτιάχτηκε από τέσσερις Αυστραλές καλλιτέχνιδες, τις Josephine Starrs, Francesca da Rimini, Julianne Pierce και Virginia Barratt. Ήταν ενεργή σαν ομάδα από το 1991 έως το 1997, διάστημα μέσα στο οποίο συμμετείχε κυρίως σε καλλιτεχνικά events, δουλεύοντας με τα νέα μέσα, στήνοντας εγκαταστάσεις και δημοσιεύοντας κείμενα, τα οποία διακινούσαν «πειρατικά» μέσω του ίντερνετ ή βάζοντάς τα σε περιοδικά και εφημερίδες.