Εισαγωγή
Ένα από τα “κατορθώματα” για τα οποία επαίρονται τα κράτη της Δύσης είναι το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να διεξέλθουν τα χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο χωρίς να εμπλακούν σε πολέμους μεταξύ τους αλλά και χωρίς να βιώσουν εν γένει την εμπειρία κάποιας πολεμικής σύγκρουσης στο εσωτερικό των επικρατειών τους. Υπάρχουν μάλιστα αρκετοί “αναλυτές” – δημοσιογράφοι, προερχόμενοι κυρίως από τον φιλελεύθερο χώρο, που σπεύδουν να εντοπίσουν την αιτία αυτής της περιόδου ειρήνης στην υποτιθέμενα εγγενή ειρηνόφιλη διάθεση των δημοκρατικών καθεστώτων. Ακόμα και η σύμπτυξη εθνών-κρατών σε ισχυρά οικονομικά μπλοκ αποδίδεται ενίοτε στη συνειδητοποίηση, εκ μέρους αυτών των δημοκρατιών, της φρίκης του πολέμου και της ειρηνοποιού επίδρασης του εμπορίου.
Η συλλογιστική αυτή πηγαίνει πολλές φορές ένα βήμα παραπέρα, φτάνοντας να αποκλείει το ενδεχόμενο μιας “ενδο-ιμπεριαλιστικής” σύγκρουσης, ακριβώς λόγω της πυκνής διαπλοκής των δημοκρατικών οικονομιών και των καταστροφικών συνεπειών στην οικονομία που μια ενδεχόμενη σύγκρουση θα επέφερε. Πρόκειται φυσικά για ένα ιδεολόγημα αρκετά παλιότερο απ’ όσο ίσως υποψιάζονται οι εν λόγω απολογητές των δημοκρατικών καθεστώτων και πολλαπλώς διαψευσμένο μέσα στην πρόσφατη ιστορία της Δύσης. Ο σκοπός μας σε αυτή την εισήγηση δεν είναι να επιχειρήσουμε μια απόπειρα αποδόμησης τέτοιων φιλελεύθερων ιδεολογημάτων.
Άλλωστε, σοβαρότεροι αναλυτές, οργανισμοί και think tank, από αυτούς που εργάζονται για λογαριασμό δημοκρατικών κυβερνήσεων, δεν φαίνεται να λαμβάνουν και πολύ τοις μετρητοίς τα ιδεολογήματα που οι κυβερνήσεις – εργοδότες τους πλασάρουν, μέσα από άλλους διαύλους, στο ευρύ κοινό 1. Η δική μας πρόθεση είναι να πάμε ένα βήμα παραπέρα από μια τέτοια “ιδεολογική” συζήτηση σε μια προσπάθεια να εντοπίσουμε τις πραγματικές τεχνολογικές αλλαγές στο πεδίο του πολέμου που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια καθώς και τις εξίσου πραγματικές αλλαγές που αυτές συνεπιφέρουν στο κοινωνικό πεδίο.
Πράγματι, έχουν περάσει 70 χρόνια από την τελευταία φορά που οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους στρέφοντας ευθέως τα οπλικά τους συστήματα η μία εναντίον της άλλης. Για τα δεδομένα των ευρω-δυτικών δυνάμεων, μια τέτοια περίοδος ειρήνης μπορεί όντως να χαρακτηριστεί μακρόχρονη. Ωστόσο, δεν θα καινοτομούσαμε αν σημειώναμε ότι μια τέτοια εικόνα ειρήνης είναι εν μέρει ψευδαισθητική.
Μια ματιά σε έναν χάρτη με τις εν εξελίξει συγκρούσεις μέσα στο 2023 αρκεί για να δείξει αυτό που (θα έπρεπε να) είναι προφανές. Αν εξαιρέσει κανείς τα κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου (Βόρεια Αμερική, Ε.Ε., Αυστραλία, Ιαπωνία), όλος ο υπόλοιπος πλανήτης, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι δεν έχει λησμονήσει την τέχνη του πολέμου. Αρκετές από αυτές τις συγκρούσεις έχουν φυσικά τοπικό χαρακτήρα, όμως η εμπλοκή των δυτικών κρατών δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση εξαίρεση. Ειδικά για τις Η.Π.Α., κι ακόμα ειδικότερα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 κι έπειτα, υπολογίζεται ότι ένας υπήκοός τους ζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με την χώρα του να βρίσκεται σε κάποιου είδους πόλεμο.
Κι αυτό χωρίς καν να ληφθούν υπόψιν όλες οι συγκρούσεις, όπως π.χ. αυτή του Κοσόβου. Εν πάση περιπτώσει, δεν χρειάζεται να επιστρατεύσει κανείς σωρούς στατιστικών στοιχείων για να αντιληφθεί το “παράδοξο”. Μέσα σε αυτή την περίοδο των 70 χρόνων, τα δυτικά κράτη διεξάγουν συστηματικά και συνεχώς πολέμους, έστω “χαμηλής έντασης”, την ίδια στιγμή που οι υπήκοοί τους (πιστεύουν ότι) ζουν εν μακαρία ειρήνη.
Αναμφίβολα, οι προπαγανδιστικοί – ιδεολογικοί μηχανισμοί έχουν παίξει τον ρόλο τους στην κατασκευή μιας τέτοιας εικονικής ειρήνης. Ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου, με τα “εντυπωσιακά” πλάνα νυκτός, παρέπεμπε ήδη σε κάτι σαν video game. Αλλά ήταν κατά τη διάρκεια του δεύτερου πολέμου κατά του Ιράκ που η διαχείριση της πληροφορίας που έβγαινε προς τα έξω εντάχθηκε, σχεδόν σαν κανονικό τμήμα, στα επιχειρησιακά πλάνα του αμερικάνικου στρατού μέσω των λεγόμενων ενσωματωμένων δημοσιογράφων (embedded journalists). Όπως ακριβώς υπονοεί και το χαριτωμένο όνομά τους, πρόκειται για δημοσιογράφους που προσαρτώνται σε τμήματα του στρατού και κινούνται αυστηρά στους χώρους που τους υποδεικνύονται. Σε μερικές περιπτώσεις δε, περνάνε και από μία φάση εκπαίδευσης, μαζί με τους στρατιώτες, πριν καν αρχίσει ο πόλεμος. Τελευταίο κατόρθωμα του αμερικάνικου στρατού είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ως ενσωματωμένη τέχνη, με ταινίες σαν το Argo και το Zero Dark Thirty να εγείρουν σοβαρές υποψίες για το βαθμό στον οποίο ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες συμμετείχαν επί της ουσίας στη δημιουργία τους, διοχετεύοντας τις κατάλληλες πληροφορίες. Το ερώτημα όμως παραμένει. Όσο κι αν η προπαγάνδα έχει γιγαντωθεί κι εκλεπτυνθεί, αρκεί για να εξηγήσει το παράδοξο της “ειρήνης εν μέσω πολέμου”;
Μία πιο προσεκτική εξέταση δείχνει ότι η διαχείριση της πληροφορίας για τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια αυτού αποτελεί μόνο ένα τμήμα μιας γενικότερης αναδιάρθρωσης του τρόπου διεξαγωγής πολέμων, που κινήθηκε σε πολλαπλά επίπεδα. Τόσο όσον αφορά στο τεχνολογικό και τακτικό επίπεδο, όσο και (και ίσως σημαντικότερο) στο κομμάτι της προετοιμασίας για πόλεμο. Χωρίς να μπορούμε να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες εδώ, αρκεί, για τους σκοπούς της εισήγησης, να επισημάνουμε το εξής σημαντικό. Από την εποχή της εγκαθίδρυσης των εθνών-κρατών μέχρι και τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, η κατάσταση πολέμου προϋπέθετε μια συνολική επιστράτευση δυνάμεων, όχι μόνο αυστηρά στρατιωτικών, αλλά και εν γένει οικονομικο-κοινωνικών.
Σημαντικά κομμάτια της κοινωνίας και της παραγωγής αναδιατάσσονταν ώστε να εξυπηρετήσουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα τις ανάγκες του στρατού, που πλέον, λόγω της μαζικότητας και της γραφειοκρατικής οργάνωσης του, μπορούσε να ονομάζεται και στρατιωτική μηχανή. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η εμπόλεμη κατάσταση μπορούσε να διακριθεί σχετικά ευκρινώς από την ειρηνική – χωρίς αυτό να προϋποθέτει πάντως και την ύπαρξη στεγανών μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής οικονομίας. Από τότε κι έπειτα, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του 70 και μετά, παρατηρείται η ιδιόμορφη εκείνη κατάσταση συνύπαρξης μιας “ειρηνικής” οικονομίας-κοινωνίας και μιας επί της ουσίας αδιάλειπτης πολεμικής δραστηριότητας.
Το γεγονός ότι οι συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται οι δυτικές δυνάμεις περιλαμβάνουν αντιπάλους συντριπτικά υποδεέστερους θα μπορούσε να είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν απαιτείται μια τέτοια συνολική και με την ευρεία έννοια επιστράτευση. Όμως εδώ σημαντικό είναι και το εξής. Εκτός από τον ίδιο τον πόλεμο, μπορούν να παρατηρηθούν και αλλαγές στον τρόπο προετοιμασίας για αυτόν. Κι υποθέτουμε ότι τα κράτη, όταν προετοιμάζονται για πόλεμο, μέσα στα πλάνα τους περιλαμβάνεται και το ενδεχόμενο σύγκρουσης με αντιπάλους παραπλήσιας δύναμης 2.
Από την κατάργηση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας μαζί με την (επαν-)εισαγωγή μισθοφορικών – επαγγελματικών στρατών και τη διόγκωση του επιμελητειακού τομέα (για κάθε έναν μάχιμο στρατιώτη ο αμερικανικός στρατός διαθέτει δέκα άτομα ως υποστηρικτικό στρατό) μέχρι την παρατεταμένη διάρκεια σχεδιασμού και κατασκευής οπλικών συστημάτων που πλέον μπορεί να εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών, φαίνεται πως πρόκειται για μια διαδικασία αναδιάρθρωσης που ίσως έχει βαθύτερες αιτίες αλλά και συνέπειες. Αν κανείς θα ήθελε να εντοπίσει χρονικά το σημείο καμπής σε αυτή την εξέλιξη, αυτό θα ήταν μάλλον η δεκαετία του 70 (και πάλι) και ο πόλεμος του Βιετνάμ 3.
Η τελευταία φορά που το αντιπολεμικό κίνημα έκανε αισθητή την παρουσία του και η πρώτη που χρησιμοποιήθηκαν κατευθυνόμενοι πύραυλοι. Παράλληλα με την τρίτη βιομηχανική επανάσταση της πληροφορικής και της αυτοματοποίησης (σύμπτωση ίσως όχι τυχαία), μια άλλη, λιγότερο γνωστή εκτός των κύκλων των στρατιωτικών αναλυτών, έκανε την εμφάνισή της. Η λεγόμενη “επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις” (revolution in military affairs).
Revolution in Military Affairs – Επανάσταση στα Ζητήματα του Πολέμου
Ο όρος “Revolution in Military Affairs – Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις” (για συντομία RMA – ΕΣΥ), μαζί με την αντίστοιχη θεωρία και ανάλυση, εμφανίζεται πρώτη φορά μέσα στα ’70s. Εντός αυτής της δεκαετίας και της επόμενης, Σοβιετικοί καραβανάδες, με πρωτεύοντα το στρατάρχη Νικολάι Ογκάρκοβ, αναγνωρίζουν και μελετούν τις ελλείψεις τους στα ζητήματα του στρατού, καθώς βλέπουν την τεράστια πλέον διαφορά με τις ΗΠΑ, που έχουν βελτιώσει τον εξοπλισμό αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες. Οι Σοβιετικοί λένε ότι χρειάζονται μια Επανάσταση στα Ζητήματα του Πολέμου. Από τον όρο και τη θεωρία εμπνέεται ο Άντριου Μάρσαλ, επικεφαλής μέχρι και σήμερα κορυφαίων think tanks του αμερικανικου υπουργειου άμυνας, και τον εισάγει στη στρατιωτική θεωρία των ΗΠΑ.
Αν και ο όρος ΕΣΥ χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις πρόσφατες αλλαγές, από το ’70 και μετά, στα στρατιωτικά δόγματα των ΗΠΑ, αλλά και άλλων χωρών, οι επαναστάσεις στον τρόπο που πολεμούν οι στρατοί σηματοδοτούνται από τη μαζική αξιοποίηση και εφαρμογή στα πεδία των μαχών νέων τεχνολογιών. Τέτοια χρονικά σημεία είναι η ανακάλυψη της πυρίτιδας, της ατμομηχανής, του κινητήρα εσωτερικής καύσης, της ατομικής βόμβας κλπ. Ο Άντριου Μάρσαλ λέει:
«Μια επανάσταση στα ζητήματα του πολέμου είναι μια σημαντική αλλαγή στη φύση του πολέμου που έρχεται με την καινοτόμο εφαρμογή νέων τεχνολογιών που, σε συνδυασμό με δραματικές αλλαγές στα στρατιωτικά δόγματα και στις έννοιες των επιχειρήσεων και της οργάνωσης, μεταμορφώνει ριζικά τον χαρακτήρα και τη διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων».
Αν και οι ειδικοί επί των στρατιωτικών ζητημάτων διαφωνούν για το πόσες και πότε έχουν γίνει αυτές οι επαναστάσεις, ταυτίζονται στο ότι αυτές ορίζονται από τεχνολογικά επιτεύγματα.
Αν και είναι ενδιαφέρον να δούμε τις αλλαγές που έφεραν στον τρόπο που οι άνθρωποι επιδίδονται στη μαζική αλληλοσφαγή με διαφορετικά συμφέροντα διαφορετικών ελίτ κάθε φορά, θα επικεντρωθούμε στην τελευταία επανάσταση, αυτή που φέρει και τον όρο ως δικό της μοναδικό τίτλο, καθώς δεν έχει γίνει η επόμενη μεγαλύτερη από αυτή. Στην τελευταία επανάσταση στα ζητήματα του πολέμου, καθοριστικό ρόλο για την αλλαγή παραδείγματος παίζουν οι νέες τεχνολογίες της εποχής της πληροφορίας και η εφαρμογή τους. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, που έχουν κάνει την εμφάνισή τους στους κόλπους του στρατού ήδη δύο δεκαετίες πριν, αρχίζουν και μπαίνουν σε μαζική εφαρμογή στο σχεδιασμό και στη λειτουργία των οπλικών συστημάτων, στην οργάνωση του στρατού, στην ανάλυση δεδομένων και στην κατασκοπεία.
Η πρώτη και σημαντική αλλαγή στα πεδία των μαχών έρχεται με τα οπλικά συστήματα ακριβείας. Η ακρίβεια είναι ανάλογη της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται σε έναν πόλεμο, κάνοντας τα όπλα του πιο πρόσφατου πιο ακριβή από του προηγούμενου. Ήδη απ’ το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχαν μέσα που μπορούσαν να επιτύχουν μεγάλη ακρίβεια στους βομβαρδισμούς από αέρος, όμως δεν είχαν τεθεί ποτέ σε μαζική εφαρμογή. Υποτίθεται ότι η αυγή της νέας εποχής στα όπλα μεγάλης ακρίβειας θεωρείται η καταστροφή από την αμερικανική αεροπορία της γέφυρας Thanway στο Βιετνάμ, το 1972. Μη μπορώντας να την καταστρέψει με επανδρωμένα βομβαρδιστικά, εφευρέθηκε ένας πύραυλος που μπορούσε να πυροδοτηθεί από αεροπλάνο και να οδηγηθεί στο στόχο του από έναν τεχνικό ο οποίος παρακολουθούσε την πορεία του πυραύλου μέσα από μια κάμερα που βρισκόταν στη μύτη του 4.
Η τεχνολογία στόχευσης που χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον και έχει αναβαθμίσει τη χρήση των βομβών από αέρος είναι η καθοδήγηση με laser (laser guidance). Η βόμβα αυτή έχει στην κεφαλή της αισθητήρα που λαμβάνει οπτικό σήμα από laser και με βάση αυτό, ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος επεξεργάζεται τα δεδομένα και οδηγεί με ακρίβεια τη βόμβα στο στόχο της, αφού φύγει από το αεροσκάφος. Η καθοδήγηση γίνεται είτε από το έδαφος είτε από τον αέρα, απ’ το ίδιο ή άλλο αεροσκάφος. Η άλλη εκδοχή καθοδηγούμενων όπλων μεγάλης ακρίβειας, είναι οι πύραυλοι cruise, που χρησιμοποιούν πιο εξελιγμένα συστήματα.
Τα όπλα ακριβείας, έκαναν μεν την πρώτη τους εμφάνιση στο Βιετνάμ, είχαν όμως την τιμητική τους θέση στον πρώτο πόλεμο του Ιράκ. Στο πρώτο στάδιο της εισβολής, για να αποφευχθούν – υποτίθεται – απώλειες αμάχων κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, χρησιμοποιούνται καθοδηγούμενες βόμβες και πύραυλοι για να δώσουν το πρώτο χτύπημα στην αεράμυνα και τις κυβερνητικές υποδομές του Ιράκ. Τα νέα όπλα παρουσιάζονται στη πιο φαντασμαγορική εκδοχή πολέμου που έχει δει ο δυτικός κόσμος μέχρι στιγμής, σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση, και επιτυγχάνουν.
Οι ειδικοί των καραβανάδων λένε ότι, για να υπάρξει επανάσταση στα ζητήματα του πολέμου, θα πρέπει τα νέα μέσα να ανοίξουν νέα πεδία συγκρούσεων. Μέχρι στιγμής, τα πεδία αυτά θεωρούνταν πως είναι η γη, ο αέρας και η θάλασσα. Με την εξέλιξη των υπολογιστών και τη συμβολή τους στις επικοινωνίες, και την πρόσφατη κυριαρχία των ηλεκτρονικών μέσων σε αυτές, εμφανίζεται ένα νέο πεδίο μάχης, ο κυβερνοχώρος. Διάφοροι στρατοί, με πρώτον αυτόν των ΗΠΑ, ήδη από το 1980, έχουν εντάξει το νέο πεδίο στις επιχειρήσεις τους, αναπτύσσοντας μέσα και τεχνικές.
Οι επιθέσεις στον κυβερνοχώρο έχουν ως στόχο αφενός να προκαλέσουν ζημιά στον αντίπαλο, διακόπτοντας τα δίκτυα επικοινωνίας, με μπλοκάρισμα ή παρεμβολές στις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, αφετέρου επιχειρούν να δώσουν στον επιτιθέμενο υπεροχή στην κατοχή και χρήση πληροφοριών, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη χρήση drone και άλλων αυτόματων ή μη συστημάτων κατασκοπείας και παρακολούθησης. Η υπεροχή στις πληροφορίες δίνει με τη σειρά της γνώση των θέσεων και των κινήσεων του αντιπάλου, άρα και δυνατότητα ακριβέστερου σχεδιασμού των επιχειρήσεων, τη δυνατότητα διάχυσης ή παρακράτησης πληροφοριών για στρατηγικούς σκοπούς, αφετέρου εμποδίζει τον αντίπαλο να έχει τις ίδιες δυνατότητες.
Συνέπειες της τεχνολογικής αναδιάρθρωσης του στρατού
Οι θύτες: ο στρατός στα μετόπισθεν και η κοινωνία στη μάχη.
Η απομάκρυνση του στρατιώτη από το πεδίο της μάχης
Η στρατιωτική αναδιάρθρωση που έλαβε χώρα μετά τη δεκαετία του ’70, με όχημα τις νέες τεχνολογίες, όπως περιγράφηκε παραπάνω, άλλαζε σταδιακά τη διαδικασία του πολέμου. Η πιο σημαντική ίσως συνέπεια αφορούσε τον περιορισμό της φυσικής παρουσίας του στρατιώτη στο πεδίο της μάχης. Άλλωστε το να καταφέρει ο αμερικάνικος στρατός να περιορίσει τον αριθμό των φέρετρων με τα πτώματα των στρατιωτών που γύριζαν πίσω ήταν βασική επιδίωξη, ώστε να ξεπεραστεί η οποιαδήποτε άρνηση της κοινωνίας να εμπλέκεται σε πολέμους. Ο λόγος των «δικών μας» προς τους «δικούς τους» νεκρούς υπάρχει πάντα σαν παράγοντας σχεδιασμού στα στρατιωτικά επιτελεία και εξαρτάται αποκλειστικά από την πολιτική συγκυρία και τις ανοχές της κοινωνίας. Ποιος τρόπος θα μπορούσε να είναι καλύτερος για αυτόν τον σκοπό από την προστασία δια της απουσίας;
Όπως αναφέραμε και πριν, υποτίθεται ότι η αυγή της νέας εποχής στα όπλα μεγάλης ακρίβειας θεωρείται η καταστροφή από την αμερικανική αεροπορία της γέφυρας Thanway στο Βιετνάμ, το 1972. Φαίνεται δηλαδή, ότι εξαρχής, αναγνωρίζεται στις νέες τεχνολογίες, η δυνατότητα καταστροφής από απόσταση, χωρίς τη φυσική παρουσία. Οι νέες τεχνολογίες σε αυτό το ζήτημα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο.
Η δυνατότητα που γεννήθηκε απέναντι σε υποδεέστερους ως προς την τεχνολογία και τον στρατιωτικό εξοπλισμό αντιπάλων, να γίνεται η επίθεση από απόσταση, είτε με πυραύλους, είτε με μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οδήγησε σε μια πεποίθηση ότι μπορεί επιτέλους ο αμερικάνικος στρατός (αλλά και οι υπόλοιποι δυτικοί στρατοί που διέθεταν την τεχνολογία) να διεξάγει πολέμους, χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό στο εσωτερικό. Από τη στιγμή που δεν αδειάζονται κατά εκατοντάδες μαύρες σακούλες με πτώματα στα ελικοδρόμια, η κοινωνία μπορεί να αντιλαμβάνεται τον πόλεμο περισσότερο σαν θέαμα και λιγότερο σαν μια αιματηρή διαδικασία με βαριές συνέπειες για τα μέλη της, ακόμα και αν αυτός ο κανόνας δεν ισχύει για την αντίπαλη μεριά.
Όπως αναφέρει o Ignatieff (καναδός πολιτικός και διανοούμενος) 5:
«Η ακρίβεια από απόσταση αλλάζει τη φύση και το αντικείμενο των μαχών. Αντί να πλησιάζεις έναν αντίπαλο, το θέμα τώρα είναι να τον καταστρέφεις από μακριά, αποφεύγοντας τη μακρόχρονη παραμονή στο πεδίο της μάχης: το πεδίο της μάχης αδειάζει σταθερά, εδώ και αιώνες. Πράγματι, το να χτυπάς από απόσταση κάνει τη συνολική προστασία των δυνάμεών σου ένα σημαντικό, παραδόξως, στόχο του σύγχρονου πολέμου. Η απόσταση προσφέρει επίσης πολιτικά πλεονεκτήματα. Αν μπορείς να κάνεις ένα πόλεμο από τα ηπειρωτικά εδάφη των ΗΠΑ ή από υποβρύχια που πλέουν χιλιάδες μίλια μακριά από το στόχο, έχεις απελευθερωθεί από τον κόπο να σιγουρέψεις τη συγκατάθεση των συμμάχων σου για τη χρήση βάσεων στο έδαφός τους και έχεις απελευθερωθεί από τον κίνδυνο να εκθέτεις αμερικανικούς στόχους σε επίθεση των αντιπάλων σου.»
Η διεύρυνση του στρατιώτη στο κοινωνικό πεδίο
Για να επιτευχθεί η απομάκρυνση του στρατιώτη από το πεδίο της μάχης, ο χρόνος του πολέμου αρχίζει σιγά-σιγά να μοιράζεται δυσανάλογα ανάμεσα στον χρόνο προετοιμασίας μιας μάχης και στον χρόνο της σύγκρουσης. Το να «καταστρέφεις από μακριά» δεν είναι μια απλή υπόθεση, παρόλες τις δυνατότητες που γεννήθηκαν μέσα από τις νέες τεχνολογίες. Χρειάζεται μεγάλος όγκος επιμελητειακής εργασίας, η οποία ξεκινάει πολύ νωρίτερα από τη στιγμή της σύγκρουσης και συνεχίζει κατά τη διάρκεια αλλά και μετά από αυτήν.
Έτσι λοιπόν, ενώ αν κοιτάξει κανείς την θεαματική όψη του πολέμου και εστιάσει στη στιγμή της σύγκρουσης, μπορεί να συμπεράνει ότι οι νέες τεχνολογίες αντικαθιστούν το έμψυχο υλικό του πολέμου, στην πραγματικότητα αυτό δεν συμβαίνει καθόλου. Η τεχνολογική αναδιάρθρωση του στρατού, αφορά κυρίως αλλαγές ως προς την τεχνική του σύνθεση: λιγότερους φαντάρους με όπλα στα χέρια, περισσότερους χειριστές μπροστά από μόνιτορ, λιγότερους οδηγούς τανκ, περισσότερους «οδηγούς» πυραύλων κ.ο.κ. Τελικά, όχι απλά δεν μειώνει το προσωπικό που εμπλέκεται στον πόλεμο, αλλά αντιθέτως, μπορεί να το αυξάνει και μάλιστα προς πολλές διαφορετικές ειδικότητες, οι οποίες μέχρι πρότινος μπορεί να θεωρούνταν αποκλειστικά «ειρηνικές».
Ο καταμερισμός της εργασίας και η διεύρυνση της επιμελητειακής δουλειάς δημιούργησε όχι έναν, αλλά πολλούς ομόκεντρους κύκλους γύρω από τον στρατιώτη (τον άμεσα εμπλεκόμενο στη μάχη), οι οποίοι κύκλοι με επίκεντρο το πεδίο της μάχης, εξαπλώνονται στο εσωτερικό της κοινωνίας. Μια πολύ μεγάλη γκάμα ειδικοτήτων από τεχνικούς και χειριστές, προγραμματιστές, ερευνητές, κοινωνιολόγους / ψυχολόγους / ανθρωπολόγους μέχρι και νομικούς καλείται να συνδράμει στα μετόπισθεν για την αποτελεσματική διεξαγωγή του πολέμου.
Ειδικότητες, οι οποίες μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες έμοιαζε δύσκολο να τις φανταστεί κανείς ως απαραίτητες για την διεξαγωγή μιας μάχης. Αν προσθέσει κανείς τους καραβανάδες που συνεχίζουν να δουλεύουν στα μετόπισθεν αλλά και όλη εκείνη την ανειδίκευτη εργασία που χρειάζεται στις στρατιωτικές αλλά και ημι-στρατιωτικές εγκαταστάσεις (αποθήκες, χώροι συντήρησης κ.α.) συν τις ήδη παλιές υποστηρικτικές ειδικότητες (μάγειρες, ιατρούς κ.α.) μπορεί ίσως να φανταστεί το εύρος των ανθρώπων που εμπλέκονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην προετοιμασία και την διεξαγωγή ενός πολέμου.
Παρότι λοιπόν οι δυτικές κοινωνίες φαίνεται να μην εμπλέκονται καθόλου στους πολέμους που γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες, ή τουλάχιστον αυτή την εικόνα έχουν για τον εαυτόν τους, στην πραγματικότητα εμπλέκονται και μάλιστα με έναν πολύ διευρυμένο, αν και άτυπο τρόπο. Οι μαζικοί πόλεμοι του 20ού αιώνα επιστράτευαν ολόκληρη την οικονομία, αλλά και τους άμαχους πληθυσμούς οι οποίοι ζούσαν μέσα σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Στους πολέμους που ακολούθησαν μετά το Βιετνάμ, η κοινωνία νόμιζε πως δεν συμμετείχε, όχι μόνο γιατί δεν έστελνε κληρωτούς, αλλά και γιατί η οικονομία της έμοιαζε να μην επηρεάζεται σε μεγάλη κλίμακα. Αυτό που συνέβη όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η στρατιωτικοποίηση έγινε πιο διάχυτη και τα όρια μεταξύ στρατιωτικής και ειρηνικής εργασίας θόλωσαν με τον ίδιο τρόπο που η στρατιωτική και η πολιτική τεχνολογία συνέκλινε.
Για παράδειγμα μπορεί μια εταιρεία gaming να κατασκευάζει μεταξύ άλλων και προσομοιωτές εκπαίδευσης του στρατού ή μια εταιρεία πληροφορικής να αναλαμβάνει τα λογισμικά των στρατιωτικών drone, αλλά σε κάθε περίπτωση οι εργαζόμενοι της μιας ή της άλλης εταιρείας δεν αντιλαμβάνονται τις ζωές τους σε εμπόλεμη κατάσταση. Επιπλέον η κατάτμηση των στρατιωτικών προγραμμάτων σε πολύ μικρά κομμάτια, τα οποία ανατίθενται σε διαφορετικούς φορείς, υπό τη μορφή της εργολαβίας, οδήγησε σε μία κατάσταση όπου μπορεί να δουλεύεις για το στρατό και να μην το γνωρίζεις καν. Η περίπτωση της πανεπιστημιακής έρευνας για λογαριασμό του στρατού είναι ενδεικτική στο πώς μπορεί να αποκρύβεται δια της κατάτμησης της και να ανατίθεται σε πολλά διαφορετικά εργαστήρια πανεπιστημίων και ερευνητικών ινστιτούτων.
Τα θύματα: ο στρατός στο περιθώριο και η κοινωνία στο στόχαστρο
Η απουσία διάκρισης μεταξύ αμάχων και μάχιμων
Λέγεται πως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος στην ιστορία όπου ο αριθμός των άμαχων νεκρών ήταν μεγαλύτερος από των μάχιμων. Αν και αυτή η δυνατότητα, της επίθεσης πίσω από τις γραμμές των στρατιωτών, δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη συμβολή της τεχνολογίας, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη των βομβαρδιστικών αεροπλάνων 6, φαίνεται πως μετά τη λήξη του και κυρίως μετά τη δεκαετία του ’70 άρχισε να γίνεται εμφανής η απουσία διαχωριστικής γραμμής μεταξύ αμάχων και μάχιμων. Παραθέτοντας πάλι από τον Ignatieff 7:
«Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν επίσης και τους αντικειμενικούς στόχους του πολέμου. Κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής εποχής, οι αντίπαλοι εστίαζαν εναντίον των ανδρών και του εξοπλισμού των εχθρών, με σκοπό να μειωθεί η ικανότητά του να συνεχίσει να πολεμάει. Στη θέση της φθοράς, ο σκοπός του μεταμοντέρνου πολέμου είναι να χτυπηθεί το νευρικό σύστημα – σημεία ελέγχου, ηλεκτρονικά δίκτυα – που κατευθύνουν την πολεμική μηχανή. Ένας «τυφλός» εχθρός – χωρίς υπολογιστές, τηλέφωνα ή ρεύμα – μπορεί να διατηρεί τις υπόλοιπες δυνάμεις του αλλά δεν μπορεί πλέον να τις κατευθύνει στη μάχη. Η διοίκηση και ο έλεγχος του αντιπάλου μπορούν να πληγούν και με πυραυλικούς βομβαρδισμούς και με πληροφοριακό πόλεμο: ηλεκτρονικές παρενοχλήσεις, ιούς υπολογιστών, αποπληροφόρηση και προπαγάνδα.»
Και λίγο παρακάτω συνεχίζει:
«Ενώ τα όπλα με μεγάλη ακρίβεια στόχευσης υποτίθεται πως απαλλάσσουν την αναμέτρηση από μεγάλες απώλειες αμάχων, ένας πόλεμος που έχει σα στόχο το νευρικό σύστημα του αντιπάλου μάλλον, παρά τις ίδιες τις στρατιωτικές του μονάδες, μικραίνει την απόσταση ανάμεσα σε στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους. Τα πιο σημαντικά σημεία έχουν διπλή χρήση. Οι σταθμοί της τηλεόρασης εκπέμπουν στρατιωτικά σήματα αλλά επίσης πληροφορίες για τον κόσμο. Οι ηλεκτρονικοί σταθμοί τροφοδοτούν τους υπολογιστές αλλά και τις αντλίες νερού και τα νοσοκομεία.»
Τελικά, οι νέες τεχνολογίες θα λειτουργήσουν σαν το περιβάλλον μέσα από το οποίο, από τη μία ο στρατός θα διαχυθεί προς τα «πίσω» (εμπλέκοντας όλο και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας στα μετόπισθεν) και από την άλλη θα διαχυθεί προς τα «εμπρός», στρέφοντας τη φονική του καταστροφικότητα κατευθείαν μέσα στην κοινωνία του εχθρού – στα αντίπαλα μετόπισθεν.
Από τον στρατιώτη στον στον αστυνομικό και πάλι πίσω
Οι άμαχοι όμως στους σύγχρονους πολέμους δεν βρίσκονται μόνο έμμεσα στο στόχαστρο των στρατών, μέσω της καταστροφής της πολιτικής υποδομής μιας χώρας, αλλά και άμεσα σαν εν δυνάμει μάχιμοι ή τουλάχιστον σαν εν δυνάμει εχθρικός πληθυσμός που χρήζει στρατιωτικής αστυνόμευσης. Μέσα στο περιβάλλον της αναδιάρθρωσης του αμερικάνικου στρατού, όπως το περιγράψαμε, θα δημιουργηθεί και μια στροφή του στρατιωτικού ενδιαφέροντος προς την μελέτη των πόλεων, σαν αποτέλεσμα της αναγνώρισης τους ως το βασικό πεδίο μαχών. Έτσι λοιπόν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 άρχισε να διαμορφώνεται το δόγμα για «Στρατιωτικές Επιχειρήσεις σε Αστικοποιημένο Έδαφος» (M.O.U.T. – Military Operations on Urbanized Terrain).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα εκδοθούν διάφορα εγχειρίδια για στρατιωτική χρήση τα οποία αναλύουν τη δομή των πόλεων και τους καταλληλότερους τρόπους με τους οποίους θα μπορεί να ελίσσεται ο στρατός. Η περίπτωση του ισραηλινού στρατού και των καινοτομιών που εισήγαγε όσον αφορά τον πόλεμο σε αστικό περιβάλλον (και τις οποίες εφάρμοσε ενάντια στους ισραηλινούς) είναι χαρακτηριστικές. Επίσης τη δεκαετία του ’90 θα κατασκευαστούν «τεχνητές» πόλεις από εταιρείες πολέμου στις οποίες ο αμερικάνικος (και όχι μόνο) στρατός θα εκπαιδεύεται συστηματικά.
Όλο αυτό το know how του στρατού για επιχειρήσεις μέσα σε πόλεις σύντομα θα επιστρέψει πίσω στην χώρα μέσω της αστυνομίας και θα εφαρμοστεί αυτή την φορά στον πληθυσμό. Η πτώση των δίδυμων πύργων της Νέας Υόρκης το 2001, οι επιθέσεις στην Ευρώπη και η κήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» θα αποτελέσουν ορόσημο για τη στρατιωτικοποίηση της δημόσιας τάξης στη δύση. Νέοι νόμοι θα διευρύνουν τις αρμοδιότητες της αστυνομίας και των ειδικών σωμάτων ασφαλείας, ο εξοπλισμός τους θα συγκλίνει με αυτόν του στρατού και η εκπαίδευσή τους σε ορισμένες περιπτώσεις θα γίνεται από εταιρείες πολέμου σαν την Blackwater. Ένας πρώην αστυνομικός από την Ουάσιγκτον είχε δηλώσει χαρακτηριστικά 8:
«Όταν οι αστυνομικοί ντύνονται, εξοπλίζονται και εκπαιδεύονται σαν στρατιώτες, δεν θα ‘ναι έκπληξη να αρχίσουν να δρουν σαν στρατιώτες.»
Οι εργολαβίες πολέμου μάλιστα θα αποτελέσουν καθοριστικό ρόλο μεταφοράς (και εφαρμογής) της στρατιωτικής λογικής στο εσωτερικό. Στην Αμερική το ίδιο το υπουργείο χρηματοδότησε τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα και τα παρότρυνε να προσλάβουν την Blackwater. Επιπλέον, κάποιοι δήμοι εξέτασαν την εκδοχή να αναθέσουν σε ιδιωτικές εταιρείες καθήκοντα, όπως τις περιπολίες στις πιο επικίνδυνες περιοχές, με τη δικαιολογία ότι θα γλίτωναν χρήματα 9.
Επίλογος
Η παρατεταμένη περίοδος ειρήνης για τις δυτικές κοινωνίες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά δεν είναι καθόλου τέτοια. Παρότι οι δυτικές κοινωνίες δεν βιώνουν μια εμπόλεμη κατάσταση, στην πραγματικότητα είναι εμπόλεμες και μάλιστα με διπλό τρόπο. Από την μία εμπλέκονται σε αυτόν, όχι με τον ολοκληρωτικό τρόπο των μαζικών πολέμων του 20ού αιώνα, αλλά με έναν διαφορετικό, άτυπο και εξαιρετικά διάχυτο τρόπο, μέσω της διεύρυνσης της επιμελητειακής εργασίας στα μετόπισθεν. Από την άλλη υφίστανται τις συνέπειες του πολέμου μέσω της επιστροφής των τεχνικών αλλά και των ίδιων των όπλων ορισμένες φορές για χρήση στο εσωτερικό από τη δημόσια τάξη.
Η τεχνολογική αναδιάρθρωση του πολέμου που ξεκίνησε καθώς υποχωρούσαν τα αντιπολεμικά κινήματα (και σαν απάντηση στα ζητήματα που έθεταν αυτά), συνέβη παράλληλα και χάρη στη λεγόμενη «Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση», στα καινούργια μέσα που αναπτύχθηκαν και στις τεχνολογίες που εξελίχθηκαν. Η «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις» αποτελεί μια οργανωμένη τέτοια προσπάθεια που φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο το περιβάλλον των νέων τεχνολογιών, βοήθησε στο να ξεπεραστούν κοινωνικά οι αρνήσεις απέναντι στον πόλεμο και σε συνδυασμό με τους καινούργιους τρόπους διαχείρισης της πληροφορίας και προπαγάνδισης όπως φυσικά και με την ιδιωτικοποίηση του στρατού (είτε σαν μισθοφόρους του κράτους, είτε σαν εργολαβίες πολέμου), κατάφερε να καταστήσει τον πόλεμο αόρατο για τις κοινωνίες οι οποίες τον τροφοδοτούν.
Το νέο μοντέλο πολέμων χαμηλής έντασης και υψηλής διάχυσης δίνει σε κάποιους την “ελπίδα” ότι τουλάχιστον έχει περάσει η εποχή των μεγάλων πολέμων ανάμεσα σε ισχυρά κράτη. Οι τελευταίοι ενδοκαπιταλιστικοί ανταγωνισμοί, όπως αυτός ανάμεσα σε Η.Π.Α. και Κίνα, δείχνουν ότι τέτοιες εκτιμήσεις ίσως να είναι και πρόωρες ή απλώς ευσεβείς πόθοι. Κι αν τελικά ξεσπάσει και πάλι ένας τέτοιος πόλεμος μαζικής κλίμακας και δεδομένης της εμπλοκής όλο και μεγαλύτερων κομματιών της κοινωνίας στην προετοιμασία για αυτόν, ίσως τελικά να αποδειχτεί ακόμα πιο άγριος από τους προηγούμενους. Ακόμα και χωρίς το φόβητρο και τη χρήση των πυρηνικών.
Σημειώσεις:
- Περί Πολέμου και Αδειάζοντας δωμάτια με οπλοπολυβόλα, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα.
- Ορισμένοι στρατιωτικοί αναλυτές (π.χ. Martin van Creveld, Through a glass, darkly. Some reflections on the future of war.) συνάγουν από αυτά τα δεδομένα μια γενική απροθυμία ή και αδυναμία των εθνών-κρατών για πολέμους μαζικής κλίμακας. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι για αυτό…
- Ορισμένοι τοποθετούν αυτό το σημείο πιο πίσω, στο τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου, λόγω των πυρηνικών όπλων.
- Περί Πολέμου, Λέσχη Κατασκόπων του 20ού πρώτου αιώνα
- Ο.π.
- Η περίπτωση της ρίψης της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση η οποία συμπυκνώνει το ρόλο της επιστημονικοτεχνικής συμβολής στη μαζική θανάτωση αμάχων.
- Περί Πολέμου, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα
- Ann Hagedorn, Οι Αόρατοι Στρατιώτες – Εργολαβίες Πολέμου στις ΗΠΑ, Libreria Barricada no.22
- Ο.π.