Εδώ που τα λέμε, οι εφημερίδες στην Ελλάδα έχουν ήδη πεθάνει εδώ και χρόνια, απλά είναι σε κώμα, σε μηχανική υποστήριξη, με δανεικό τονωτικό αίμα από κάποιο ξεχασμένο CD του Νταλάρα να κυλάει στις φλέβες τους.
Τις βλέπω σχεδόν κάθε μέρα, τυλιγμένες σε θλιβερό σελοφάν και σφιχταγκαλιασμένες με περιοδικά που κανείς δεν θέλει να διαβάσει να στοιβάζονται κάθε μέρα στα περίπτερα και επιστρέφουν ανέγγιχτες και αδιάβαστες τις νύχτες στο πρακτορείο τύπου. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που διαβάζουν εφημερίδες; ( εκτός από τις μαμάδες των δημοσιογράφων)
Δεν υπάρχει τίποτε πιο θλιβερό από ένα άρθρο που ποτέ του δεν διαβάστηκε, από μια εφημερίδα που δεν ξεφυλλίστηκε. Οι εφημερίδες είναι νεκρές από σηπτική γάγγραινα που ξεκίνησε χρόνια πριν από τα άκρα και πλέον κατατρώει τα ζωτικά όργανα της έντυπης δημοσιογραφίας. Και η γάγγραινα αυτή ξεκίνησε – στην Ελλάδα τουλάχιστον- το 1991 , με τον πρώτο πόλεμο στον Περσικό Κόλπο.
Θυμάμαι μια συνέντευξη του τέως διευθυντή της (τέως) Ελευθεροτυπίας, Σεραφείμ Φυντανίδη στην οποία αναφέρονταν στον κάπως διαστροφικό ενθουσιασμό που είχε το σινάφι μας, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος :
“…Επειδή βλέπαμε τον πόλεμο, λέγαμε «πόλεμος έρχεται, θα πουλάμε, θα κάνουμε…» ξέρεις τώρα τη διαστροφή τη δημοσιογραφική . Αγαπητέ, εκείνο το βράδυ κατεβάσαμε τα μολύβια. Τον πόλεμο τον βλέπαμε απ’ το CNN. Αεροπλάνα, τανκς, πλοία. Ο Μπέρναρντ Σω μετέδιδε ζωντανά μέσα απ’ τη Βαγδάτη, τι να γράψουμε εμείς… Ούτε ένα φύλλο δεν πήραμε…”
Έτσι ήταν. Αλλά γύρνα λίγα χρόνια πίσω και θυμήσου την δεκαετία του 80 στην Ελλάδα. Το ερώτημα δεν ήταν εάν διαβάζεις η όχι εφημερίδα. Όλοι μα όλοι διάβαζαν καθημερινά εφημερίδες! Και σκέψου , μιλάμε για μία εποχή στην οποία οι εφημερίδες ήταν ακόμα σώματα αυτόφωτα και φωτεινά . Δεν είχαν ανάγκη να δανειστούν την λάμψη κανενός CD , καμίας ταινίας , κανενός τσελεμεντέ μαγειρικής για να τις αγοράσεις. Είχαν μέσα ωραία άρθρα για να τα διαβάσεις και αυτό αρκούσε.
Η απόλυτη αυτή ηγεμονία της εφημερίδας είχε βέβαια τις ρίζες τις, μεταξύ άλλων, και στην έλλειψη αξιόλογου αντιπάλου. Σου θυμίζω ότι μέχρι το 1989 η τηλεόραση ήταν κρατική, η λειτουργία της περιορίζονταν από τις πέντε το απόγευμα ως και τις 12 το βράδυ και η ειδησεογραφική κάλυψη των γεγονότων ήταν νωθρή, βαρετή, δημοσιοϋπαλληλική και έμοιαζε με δελτίο τύπου της εκάστοτε κυβέρνησης.
Και μετά , όπως σωστά παρατηρεί ο Φυντανίδης, ήρθε ο Πόλεμος στον Περσικό Κόλπο.
Ένας πόλεμος που αρχικά έπιασε στον ύπνο τα νεοφώτιστα ιδιωτικά κανάλια MEGA και ANTENNA διότι, θυμήσου, τις πρώτες μέρες αρκούνταν στο να μεταφράζουν άγαρμπα και αμήχανα τον Μπέρναρντ Σω του CNN. Όμως, ακόμα και έτσι, κάτι είχε αλλάξει για πάντα. Ο κόσμος πλέον μπορούσε να βλέπει ειδήσεις όλη την ημέρα για να ενημερωθεί. Και έβλεπε τα γεγονότα να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του. Τι τις ήθελε τις εφημερίδες; Του έδιναν κάτι παραπάνω;
Η παθογένεια των ελληνικών εφημερίδων ήταν φανερή, σε όσους ήξεραν να διαβάζουν τα σημάδια, από τις αρχές της μεταπολίτευσης. Όπως σωστά επισήμανε η μεγάλη κυρία του ελληνικού τύπου Ελένη Βλάχου, η Ελλάδα ήταν ίσως η μοναδική χώρα του δυτικού κόσμου στην οποία οι πρωινές εφημερίδες είχαν σχεδόν μηδενική κυκλοφορία, ενώ οι παραδοσιακά “λαϊκότερες” , “επιφανειακές” , “ηδονικές” απογευματινές εφημερίδες βασίλευαν χωρίς αντίπαλο.
Νομίζω πως η εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στην έκρηξη της τηλεόρασης σε όλο τον υπόλοιπο πλανήτη και στην ανάπτυξη της άμεσης δημοσιογραφίας, της δημοσιογραφίας της καταγραφής της είδησης, της δημοσιογραφίας της ποσότητας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 60 ακόμα, ο πόλεμος στο Βιετνάμ μεταδίδονταν με ελάχιστη καθυστέρηση, ενώ ακόμα και ένα τόσο μακρινό γεγονός όπως η προσσελήνωση μεταδίδονταν ζωντανά στην τηλεόραση.
Μόνο που στην Ελλάδα η τηλεόραση ήταν κρατική, χωρίς τεχνικά μέσα, πρωτόγονη και πρακτικά ανύπαρκτη. Έτσι τον ρόλο της τηλεόρασης, δηλαδή τον ρόλο της δημοσιογραφίας των αισθήσεων, της δημοσιογραφίας του φθηνού εντυπωσιασμού, της δημοσιογραφίας του “Δεν θέλω να σκέφτομαι – θέλω απλά να δω τις Ειδήσεις” τον έπαιξαν για 20 χρόνια οι απογευματινές εφημερίδες που τυπώνονταν αρκετά αργά ώστε να έχουν όσο το δυνατό πιο “φρέσκα” νέα , να μοιάζουν δηλαδή σαν ένα είδος “έντυπης τηλεόρασης” για την πρωτόγονη μεταπολιτευτική Ελλάδα.
Βρισκόμαστε στο 1989 και το τραστ των Ελλήνων εκδοτών αποκτάει πλέον, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, αυτό που πάντα ονειρεύονταν. Ένα τηλεοπτικό κανάλι. Το Κανάλι των Εκδοτών , το MEGA Channel ήταν γεγονός.
Νομίζω πως οι Εκδότες δεν το συνειδητοποίησαν αμέσως , αλλά, η αρχή της παρακμής των εφημερίδων – των “εντύπων τηλεοράσεων” – ήταν πλέον και αυτή γεγονός. Oι προσφορές με τα κουπόνια , τα βιβλία και τα CD δεν μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα, απλά μπόρεσαν να παρατείνουν την ζωή τους για μερικά χρόνια.
Λίγα χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 90 η σηπτική γάγγραινα ήδη κατατρώει τις ελληνικές εφημερίδες. Ο εκδοτικός κόσμος όμως είναι πολύ μεθυσμένος για να το παρατηρήσει. Εξάλλου οι πωλήσεις είναι ακόμα σχετικά υψηλές (ας είναι καλά τα CD) και ακόμα και αν οι εφημερίδες “δεν βγαίνουν οικονομικά” , υπάρχουν και τα δάνεια βρε αδερφέ! Και ενώ οι εκδότες αρωματίζουν με Channel Νο 5 το σάπιο ποδάρι της εφημερίδας τους, μια καινούργια τεχνολογία “σαρώνει” τον πλανήτη.
To Internet
Θυμάμαι ακόμα, εκείνη την εποχή, την άρνηση του δημοσιογραφικού κόσμου να αγκαλιάσει την νέα τεχνολογία . Ακόμα και η εγκατάσταση ενός απλού Η/Υ σε δημοσιογραφικό γραφείο ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων
“Τι βλακείες κουμπιουτερ (sic) και τέτοια είναι αυτά ρε μικρέ” μου έλεγαν . “Μπλοκάκια με δημοσιογραφικό χαρτι φέρε μας και άσε τα κουμπιούτερ (sic)”
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι σκάλιζαν στο κίτρινο ανακυκλωμένο χαρτί τα κείμενα τους, τα χρόνια περνούσαν και στον υπόλοιπο κόσμο το internet σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του. Κατέτρωγε ήδη και τις εφημερίδες κι ας ήταν ασύγκριτα υγιέστερες σε σχέση με τις ελληνικές. Η όρεξη του έμοιαζε ακόρεστη. Ήδη έδειχνε τα κοφτερά του δόντια και στα υπόλοιπα ΜΜΕ, δηλαδή στα περιοδικά το ραδιόφωνο ακόμα και στην τηλεόραση.
Πέρασαν χρόνια για να ξυπνήσει ο μέσος Έλληνας δημοσιογράφος από τον μακάριο ύπνο του και να καταλάβει ότι στην νέα ελληνική και παγκόσμια πραγματικότητα, το να γράφεις 1 ή 2 άρθρα των 1000 λέξεων τον μήνα, δεν σου εξασφαλίζει τον μηνιαίο μισθό σου ούτε και το να αναπαράγεις αυτά που άκουσες χθες στο FM Scanner της αστυνομίας, σε ένα πρόχειρο αρθράκι.
Μια ολόκληρη γενιά δημοσιογράφων που ανδρώθηκε στα αμέτρητα (και ημι-άχρηστα) “Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών” της χρυσής δεκαετία του 90, κοιτούσε έκπληκτη την έκρηξη των blogs, που έκαναν δωρεάν αυτό που οι ίδιοι νόμιζαν ότι ήταν κληρονομικό τους δικαίωμα! Υπήρχαν και άλλοι που έγραφαν! Και έγραφαν καλά!
Το ανθρώπινο είδος δεν είναι και πολύ καλό στο να διακρίνει εύκολα τις επερχόμενες αλλαγές. Η κινηματογραφική βιομηχανία θεώρησε τον ομιλούντα κινηματογράφο μια ανούσια εφεύρεση που δεν θα την επηρεάσει. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί θεώρησαν την τηλεόραση μια ανούσια εφεύρεση που δεν θα τους επηρεάσει. Οι εφημερίδες θεώρησαν την τηλεόραση μια ανούσια εφεύρεση που δεν θα τις επηρεάσει.
Οι εφημερίδες θεώρησαν το Internet μια ανούσια εφεύρεση που δεν θα τις επηρεάσει.
Και η τηλεόραση θεώρησε το Internet μια ανούσια εφεύρεση που δεν θα την επηρεάσει
Σήμερα ζούμε μια ιδιόμορφη μεταβατική εποχή. Όλοι όσοι δουλεύουμε χρόνια “στον χώρο” έχουμε πλέον δεκάδες φίλους άνεργους που δεν κατάφεραν ακόμα να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Οι τυπωμένες εφημερίδες έχουν το πολύ 10 χρόνια ζωής παγκοσμίως, στην Ελλάδα ίσως ακόμα λιγότερα. Ακόμα και αξιόλογες προσπάθειες όπως η “Real” και η “Καθημερινή” ουσιαστικά συντηρούνται από ένθετα και προσφορές και απευθύνονται σε ένα κοινό ακούσιων Λουδητών που αρνούνται να καταλάβουν πόσο παράλογο είναι να αγοράζεις μια τυπωμένη δεσμίδα χαρτιών που περιέχουν χθεσινές ειδήσεις και να λαμβάνεις ως “δώρο” ένα στρογγυλό ασημένιο δισκάκι που περιέχει μουσική που ήδη έχεις ή μπορείς να ακούσεις δωρεάν στο δίκτυο.
Η άνθηση των ειδησιογραφικών sites, έστω και στην παρούσα πρωτόγονη μορφή τους (στην οποία το ένα site αναδημοσιεύει το άλλο αλλά σχεδόν κανένα δεν δημοσιεύει άρθρα γνώμης) δείχνει ότι η Εφημερίδα τελικά δεν πέθανε, απλά έγινε άυλη και μετακόμισε στο διαδίκτυο.
Όπως είπε κάποτε ο Peter Preston : ”Οι εφημερίδες έχουν την θέληση να ζήσουν. Αυτό που τώρα χρειάζονται είναι να ανακαλύψουν τον τρόπο να έχουν έσοδα online.”