«Ακουσα την εξάχρονη κόρη ενός συνεργάτη μου που το είδε να ζητάει από τους γονείς της να κοιμηθεί μαζί τους το βράδυ, οπότε υποθέτω πως πετύχαμε», δήλωσε ο σκηνοθέτης στους δημοσιογράφους.
Και πώς να μην πετύχουν. Όταν ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ αποφάσισε να διασκευάσει σε όπερα την κινηματογραφική «Μύγα» του 1986, μάζεψε μια all star ομάδα συνεργατών. Τη μουσική ανέλαβε ο βραβευμένος με Οσκαρ για τον μουσικό μανδύα του «Αρχοντα των δακτυλιδιών», Χάουαρντ Σορ, τη διεύθυνση της ορχήστρας ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, το λιμπρέτο ο βραβευμένος με Τόνι και γνωστός από το Μπρόντγουεϊ, Ντέιβιντ Χένρι Χουάνγκ, και τη σκηνοθεσία ο ίδιος.
Έτσι, η όπερα «La Mouche» ανέβηκε προχθές στο διάσημο Theatre du Chatelet του Παρισιού κι εκεί θα «βουίζει» μέχρι τις 13 Ιουλίου, ενώ από τον Σεπτέμβρη θα ανέβει στην Όπερα του Λος Αντζελες.
Ο εξηνταπεντάχρονος Καναδός σκηνοθέτης, μετά την υπόκλισή του από τη σκηνή του γεμάτου θεάτρου, δήλωσε στη «Μοντ» πως «η “Μύγα” σαν ταινία είχε πολλά δραματικά στοιχεία όπερας, αλλά δεν ήθελα να μεταφέρω το ίδιο το φιλμ στη σκηνή ή να δουλέψω με προβολές του ή βίντεο. Ηθελα να δημιουργήσω μια πραγματικά θεατρική εμπειρία».
Και συνέχισε: «Στις ταινίες μου η μουσική είναι ένα στοιχείο δευτερεύον, που επεμβαίνει όταν το γύρισμα έχει ήδη τελειώσει. Εδώ, η μουσική είναι το παν, αυτή δίνει τις κατευθύνσεις, καθορίζει την ερμηνεία στους διαλόγους, καθοδηγεί τα συναισθήματα. Ο Χάουαρντ κι εγώ έπρεπε να είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος και είναι πιο δύσκολο να είσαι ένας καλός συνεργάτης παρά ένας δικτάτορας».
Ο Κρόνενμπεργκ δεν συμμετείχε καθόλου στο κάστινγκ, το οποίο έκανε ο διευθυντής του Chatelet, Ζαν-Λικ Σοπλέν, και ο Πλάθιντο Ντομίνγκο. Ζήτησε, όμως, νέους και αθλητικούς λυρικούς τραγουδιστές γιατί έπρεπε να κάνουν πολύ δύσκολα πράγματα. Ο επιστήμονας κάποια στιγμή τραγουδάει κρεμασμένος από το ταβάνι.
Στην πρώτη του απόπειρα στον χώρο της όπερας, λοιπόν, τοποθετεί την υπόθεση του έργου στη δεκαετία του πενήντα. Αλλωστε και το σενάριο της «Μύγας» αρχικά εκεί είχε τοποθετηθεί από τον Τζορτζ Λάνγκελαν που το πρωτοδημοσίευσε στο «Playboy» (1957) και έτσι μεταφέρθηκε και την πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη σε σκηνοθεσία Κουρτ Νιούμαν (1958).
Λεπτομέρειες ακραίας απεικόνισης όπως νύχια, μύτες και αυτιά που ξεκολλάνε λείπουν από την οπερετική εκδοχή, που αναδίδει ρετρό ατμόσφαιρα χάριν θεατρικότητας. Την ενισχύουν τα καταπληκτικά κοστούμια, η μηχανή τηλεμεταφοράς που τραγουδάει όταν δουλεύει και η τεράστια μύγα σκαρφαλωμένη πάνω από τη σκηνή.
Η υπόθεση παρ’ όλα αυτά παραμένει η γνωστή. Ιδιοφυής εκκεντρικός επιστήμονας, που πειραματίζεται με συσκευή τηλεμεταφοράς, ερωτεύεται τη δημοσιογράφο που θέλει απεγνωσμένα να έχει πρώτη την είδηση της ανακάλυψης. Όταν αποφασίζει να τηλεμεταφέρει τον ίδιο του τον εαυτό, μια μύγα μπαίνει κατά λάθος μαζί του στη συσκευή και το DNA τους διασταυρώνεται. Αρχικά αποκτά υπερφυσικές δυνάμεις αλλά σύντομα αρχίζει να μεταλλάσσεται σε τέρας.
«Είναι μια ιστορία αγάπης και θανάτου, αγάπης που επιβιώνει παρά τη σωματική παρακμή και οδηγεί στην υπέρτατη θυσία», εξήγησε ο Σορ. Και ως τέτοια είναι ιδανική για όπερα.