ΑρχικήΨυχαγωγίαThe Pubs: Από τους ιππότες για τους πότες

The Pubs: Από τους ιππότες για τους πότες

Οι βρετανικές pubs είναι ένα από τα σπουδαιότερα πολιτισμικά κληροδοτήματα της λεοντόκαρδης Αλβιώνας στην υφήλιο και στην κουλτούρα του fine drinking.

Όσοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να ζήσουν στη δεκαετία του 1980 τις ριζοσπαστικές εξελίξεις στη νυχτερινή διασκέδαση της Αθήνας και κατ’ επέκταση της Ελλάδας, είναι βέβαιο ότι θα θυμούνται, ίσως και με λίγη νοσταλγία, την παράξενη και χαριτωμένη εκείνη στιγμή κατά την οποία εισήχθη στην καθομιλουμένη ο όρος pub. Στην αρχή υπήρξε μια δικαιολογημένη αμηχανία. Κάτι που επιβεβαιωνόταν και από τις πολλές ευτράπελες παρεξηγήσεις κατά τις απόπειρες ανάγνωσης της βαρβαρικής λέξης. Είναι πλέον ανεκδοτολογικές μερικές αποδόσεις στα ελληνικά, όπως, για παράδειγμα, οι: πουμπ, ρουβ, πα-μμ-μπ.

Ωστόσο, ο ενθουσιασμός για το νέο είδος υπήρξε μεγάλος και έτσι σύντομα όλοι έμαθαν να λένε παμπ, εννοώντας pub, δηλαδή τη συντομογραφία του όρου public (house) που κατά λέξη σημαίνει μεν «δημόσιος (οίκος)», αλλά επί της ουσίας αποκτά νόημα ως ένας χώρος που διαθέτει άδεια από κρατικό φορέα της Μεγάλης Βρετανίας, για να πουλάει, εντός αυστηρά προκαθορισμένου ωραρίου, αλκοολούχα ποτά που καταναλώνονται επί τόπου.

Η εισαγωγή του όρου pub στην Ελλάδα του ’80 έχει μια ξεχωριστή αξία, διότι ερχόταν με τον αέρα μιας καθαρτήριας αντικατάστασης του όρου bar, επειδή αυτός ήταν «στιγματισμένος», ως ονομασία κάθε χώρου απαράδεκτης και ύποπτης κραιπάλης, κυρίως σε κακόφημες περιοχές. Με άλλα λόγια, η λέξη pub ερχόταν να υπογραμμίσει την ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να διασκεδάσει πίνοντας «πολιτισμένα» και όχι ως άλλοθι για να ξεδώσει ανασύροντας στην επιφάνεια τις πιο άγαρμπες όψεις των ανικανοποίητων επιθυμιών του.

Οι pubs, αν και ορθότερο μεταφραστικά, θα ήταν το ουδέτερο «τα», έφεραν την κοινωνική διάσταση του να πίνεις, αποκλείοντας τις όποιες αντικοινωνικές, μεμπτές διαστάσεις του. Και στην Αγγλία η πρωταρχική χρησιμότητα των pubs είναι να γλιτώνουν τον πότη από την υπερκαταναλωτική πλευρά του εαυτού του, υπενθυμίζοντάς του ότι όπως σε όλα τα πράγματα, έτσι και στο αλκοόλ υπάρχουν όρια που τα ορίζουν νόμοι και χάρη σε αυτά μπορούμε να ζούμε όλοι μαζί και να χαιρόμαστε ή να απολαμβάνουμε ή, έστω, να ανεχόμαστε χωρίς δυσκολία τον άλλο πλάι μας.

Πριν από ογδόντα περίπου χρόνια, ο Νίκος Καζαντζάκης επισκέφτηκε την Αγγλία και συνέγραψε τις περίφημες ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τη χώρα. Σε αυτές υπογραμμίζει ότι χάρη στον θεσμό των αγγλικών κολεγίων οι εκεί φοιτητές αποκτούν «δίπλωμα ανθρώπου», γιατί πέρα από τη γνώση που παρέχουν, καλλιεργούν την αξία της ομαδικότητας και την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος νιώθει πάντα πιο ευτυχής όταν ανήκει σε μια ομάδα. Και χωρίς να χρειάζεται να το προσυπογράψει ένας Καζαντζάκης, όλοι αναγνωρίζουν ότι μετά το «δίπλωμα» διατίθεται και η δυνατότητα «μεταπτυχιακού» στον κλάδο, το οποίο αποκτάται στις αγγλικές pubs. Γι’ αυτό και οι pubs είναι ένα από τα σπουδαιότερα πολιτισμικά κληροδοτήματα της αγγλικής κουλτούρας ανά την υφήλιο για τους απανταχού πότες.

Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη πτυχή αυτής της μαθητείας στην «ευδιάθετη φιλικότητα προς όλους», την οποία έχει αποτυπώσει με αισθαντικό και ειλικρινέστατο τρόπο ένα πρόσωπο από το οποίο δύσκολα θα περίμενε κάποιος ότι θα της απέδιδε τόσο μεγάλη αξία. Πρόκειται για την Catherine Zeta-Jones, η οποία, ενώ ως αστέρας μεσουρανεί στις ΗΠΑ, κατάγεται από το Σουόνσι της Ουαλίας και σε ανύποπτο χρόνο έχει δηλώσει:

«Αυτό που είναι σπουδαίο στην Ουαλία είναι ότι πας σε μια pub, όπου συναντάς όλους τους συμμαθητές σου από το σχολείο και σε ρωτάνε “τι κάνεις αυτόν τον καιρό;” κι εσύ απαντάς “κάνω μια ταινία με τον Antonio Banderas και τον Antony Hopkins” κι εκείνοι σου λένε “α, ωραία!” και το ζήτημα τελειώνει εκεί».

Είναι προς τιμήν της Catherine ότι αναδεικνύει τόσο ατάραχα με τα λόγια της αυτόν τον ιδιότυπο και άτυπο εκδημοκρατισμό της μικροκοινωνίας των pubs –τη διακριτική καταβαράθρωση της όποιας κλιμάκωσης προσωπικού, επαγγελματικού και οικονομικού κύρους θα διαχώριζε έναν πότη από τον διπλανό του.

Εντούτοις, και παρά το ότι στις Βρετανικές νήσους ο κόσμος καταναλώνει μπίρες και τις λοιπές ιδιόρρυθμες παραλλαγές ζύθου από την εποχή του χαλκού, η κατάκτηση αυτής της πλήρους πολιτισμένης στάσης στη δημόσια κατανάλωση αλκοόλ ολοκληρώθηκε με πολύ κόπο και αλλεπάλληλα αυστηρότατα νομοθετήματα μόλις κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, περίοδο κατά την οποία αρχίζει να παγιώνεται και το απαράμιλλο στυλ (αρχιτεκτονικό και τελετουργικό) των αγγλικών pubs.

Ένα στυλ που γοητεύει διαμιάς επειδή είναι απόσταγμα χρόνου και φέρει όλες τις καταβολές του. Το αντιλαμβάνεται κάποιος πριν καν μπει για πρώτη φορά στη ζωή του σε μια pub. Απλά κοιτάζοντας την πινακίδα της, στην οποία, πολύ συχνά, τα σύμβολα που την κοσμούν έχουν ίση βαρύτητα από γραφιστικής απόψεως με την αναγραφή του ονόματος του μαγαζιού.

Πρόκειται για ένα στοιχείο που περιέχει την πρωτόγονη καταγωγή από την εποχή που η Αγγλοσαξόνισσα σπιτονοικοκυρά, για να ανακοινώσει ότι ολοκληρώθηκε η ζύμωση της μπίρας της, έδενε έναν φρέσκο θάμνο στην κορυφή ενός παλουκιού, το οποίο έμπηγε στη συνέχεια μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, ώστε να ξέρουν οι περαστικοί πως είναι έτοιμη να τους σερβίρει εάν το επιθυμούν.

Η προτίμηση στην εικόνα επιβλήθηκε και με βασιλικό διάταγμα στους κατοπινούς μεσαιωνικούς χρόνους, και σήμερα θα λέγαμε ότι τότε κάθε pub είχε ένα σημερινό «emoticon» και αλλοτινό θυρεό, βάσει του οποίου την αναγνώριζε η αξιότιμη μεν, αναλφάβητη δε πελατεία της. Γενικώς, στις παραδοσιακές αγγλικές pubs εύκολα δημιουργείται η εντύπωση μιας αισθητικοποίησης του χώρου από πρόθεση. Αυτό που συμβαίνει, όμως, είναι ότι η αισθητικοποίηση υπάρχει μεν παντού, αλλά δεν έχει προβάδισμα έναντι των διαφόρων λειτουργιών του χώρου, όπως θα συνέβαινε, ας πούμε, σε ένα γαλλικό bistrο της ίδιας χρονικής περιόδου.

Αυτό γίνεται πολύ ευχάριστα φανερό και μέσα από ένα δοκίμιο του George Orwell, το οποίο γράφτηκε το 1946. Σε αυτό ο σπουδαίος Βρετανός συγγραφέας περιγράφει πώς θα έπρεπε να είναι η ιδανική pub, στην οποία δίνει μάλιστα την ονομασία «Το Φεγγάρι κάτω από το Νερό». Ο Orwell παραθέτει δέκα στο σύνολό τους κριτήρια-προδιαγραφές, τα οποία σχετίζονται όλα με ζητήματα εργονομίας και προσήλωσης στην παράδοση. Κάτι που είναι λογικό, δεδομένου ότι, αν κάτι έχει κατακτήσει την τελειότητα στην επινόηση του εαυτού του, γιατί θα είχε ποτέ λόγο να απομακρυνθεί από αυτήν;

Ανάμεσα στα «προαπαιτούμενα» του Orwell συγκαταλέγονται η γενικευμένη βικτοριανή αισθητική (σαν η εποχή του Dickens να απέδωσε σε πλήρες εύρος και βάθος το φάσμα της αγγλικής ψυχής), το να επικρατεί ησυχία ώστε να διευκολύνονται οι συζητήσεις, το προσωπικό να γνωρίζει τα μικρά ονόματα των πελατών και να νοιάζεται ειλικρινά. Επίσης, το να σερβίρεται η μπίρα σε πήλινες κούπες με χερούλι και όχι σε γυάλινα ποτήρια.

Ο συγγραφέας παραδέχεται, ωστόσο, ότι στις καλύτερες περιπτώσεις έχει τύχει να καταγράψει μόλις οκτώ από τα δέκα κριτήρια που θα έδιναν το άριστα σε μια pub. Και ίσως αυτό να είναι το κλου –το μυστικό «συστατικό»– που κάνει τις pubs στη Βρετανία να φαντάζουν τόσο μοναδικές: το ότι η πελατεία τους καταφθάνει πάντα λεοντόκαρδη σαν τον Orwell και παραμένει εκεί ψύχραιμη παρά το ότι εξακολουθεί να έχει κάποιες ανικανοποίητες αξιώσεις από το ήδη τέλειο.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Αφήστε ένα σχόλιο

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166