Ο Άκης Πετρίδης ξεχωρίζει τους τζέντλεμεν πολιτικούς από τους σκάρτους και δίνει στην πολιτική το prestige που της αξίζει.
Και όμως υπάρχουν. Σε μια κοινωνία που έχει αναγάγει ως υπέρτατη αρχή τον ατομισμό, οι τζέντλεμεν πολιτικοί αποτελούν την έμπρακτη ενσάρκωση του πανάρχαιου κλισέ: η πολιτική είναι η τέχνη του υπηρετείν το κοινωνικό σύνολο και όχι τον εαυτό σου. Πως γίνεται αυτό; Πολύ απλά. Υπερβαίνοντας το εγώ τους, που για τους περισσότερους συναδέλφους τους είναι ο ομφαλός της Γης και αφιερώνοντάς το στους άλλους.
Καταρχήν, ο τζέντλεμαν πολιτικός δεν δίνει υποσχέσεις που δεν μπορεί να τηρήσει. Δεν ψεύδεται για τις γνωριμίες του σε υψηλά ιστάμενα κλιμάκια ούτε επικαλείται συζητήσεις με νεκρούς ηγέτες (π.χ. «Μου είχε πει ο Ανδρέας»). Δεν συναγωνίζεται σε ηθοποιία μεγάλους ηθοποιούς του θεάτρου, όταν επιθυμεί να πείσει το κοινό του ότι συμπονά τα μεγάλα προβλήματα του λαού. Δεν μιλάει μόνο. Ακούει. Σε ποσοστό 60-70% υπέρ του δευτέρου. Έχει πάρει προ πολλού διαζύγιο από τη λέξη «θα». Ακόμη και όταν συνοδεύεται από τη λέξη «δούμε». Προτιμά την έκφραση: «Να το σκεφτώ». Φέρεται με τον ίδιο τρόπο σ’ ένα βιομήχανο και σ’ έναν αχθοφόρο, δηλαδή δεν είναι μονίμως εύκαιρος για τον πρώτο και απασχολημένος για τον δεύτερο. Κυρίως, όμως, είναι περίφροντις με τους ψηφοφόρους του, κάνοντάς τους να νιώσουν ότι αυτοί του κάνουν χάρη που τον υποστηρίζουν και όχι το αντίθετο.
Εκπλήσσει ευχάριστα κάνοντας κινήσεις αβρότητας προς τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ποιος θα ξεχάσει την αποστολή λουλουδιών από τον Χρήστο Παπουτσή στην Ντόρα Μπακογιάννη, άμα τη ανακοινώσει της υποψηφιότητάς της στις δημοτικές εκλογές. Στις τηλεοπτικές συζητήσεις δεν διακόπτει τους συνομιλητές του, δεν ξεκινά μία πρόταση με το εγώ, δεν ειρωνεύεται τους πολιτικούς του αντιπάλους και, βεβαίως, πηγαίνει προετοιμασμένος με σύντομες φράσεις, ούτως ώστε να μην περάσει η εκπομπή λέγοντας: «Σας παρακαλώ, αφήστε με να ολοκληρώσω».
Ειδικώς, αποφεύγει να βάζει την υπογραφή του όπου να είναι, ιδίως σε τροπολογίες νομοσχεδίων που δεν έχει διαβάσει (βλέπε περίπτωση του πρώην υφυπουργού Πάχτα και των εννέα βουλευτών). Εάν υποπέσει σε σφάλμα αναλαμβάνει την ευθύνη και δεν αναλίσκεται σε φθηνές δικαιολογίες. Παραιτείται, παρότι γνωρίζει ότι το πρόβλημα με τις παραιτήσεις είναι ότι γίνονται ενίοτε αποδεκτές. Είναι, όμως, προτιμότερο από το να τον κάνουν να παραιτηθεί.
Εφόσον έχει αποφασίσει να κατέλθει στην πολιτική, αποδέχεται όλα τα κεράσματα. Δεν υπάρχει πιο αγενές από το να του προσφέρουν σοκολατάκια ή κουραμπιέδες σ’ ένα σπίτι και να πει: «Συγγνώμη, κάνω δίαιτα». Όταν έχει ξεχάσει το όνομα ενός ψηφοφόρου αποφεύγει τον ολισθηρό δρόμο του υποκριτικού: «Μα και βέβαια σε θυμάμαι». Διαλέγει το ασφαλές: «Μου είναι γνωστό το πρόσωπό σου, αλλά δυστυχώς έχω ξεχάσει το όνομά σου. Μπορείς να μου το θυμίσεις;».
Τέλος, όπως η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση των ερωτευμένων είναι να δίνουν όρκους αιωνίας πίστεως, γνωρίζοντας ότι ο έρωτας είναι ένα κατεξοχήν εφήμερο συναίσθημα, να γνωρίζει ότι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση των πολιτικών είναι να δίνουν όρκους ότι θα αλλάξουν τον κόσμο και να πιστεύουν ότι θα προλάβουν οι ίδιοι να το κάνουν. Όπως έλεγε και ο αείμνηστος πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Παπασπύρου: «Πρώτα πεθαίνει ο πολιτικός και έξι μήνες μετά, μέσα στον τάφο του, πεθαίνει το μικρόβιο της πολιτικής»!