Ο κόσμος του software είναι ένας θαυμάσιος κόσμος: άπειρα κομμάτια κώδικα φτιάχνουν τα προγράμματα και τα παιχνίδια και τις ιστοσελίδες και τις συσκευές που χρησιμοποιείς καθημερινά, τις κάνουν να δουλεύουν για τη πάρτη σου.
Κάποια από αυτά είναι καλοφτιαγμένα, κάποια κακοφτιαγμένα, κάποια απλά δουλεύουν και κάποια δεν δουλεύουν όσο κι αν χτυπάς τη συσκευή που τα περιέχει. Κάποια είναι σκέτος κώδικας που πρέπει να “τρέξεις“, άλλα δουλεύουν μέσω γραμμής εντολών, άλλα τρέχουν σε κάποιο όμορφο ή άσχημο γραφικό περιβάλλον (όπως το πρόγραμμα περιήγησης λέγε-με-και-browser που χρησιμοποιείς για να διαβάσεις αυτό το άρθρο) κάποια άλλα… είναι γραφικά περιβάλλοντα τα ίδια και κάποια άλλα τρέχουν μέσω web.
Χρησιμοποιώ την λεξούλα software (“λογισμικό“, πες το και “πρόγραμμα“) με την ευρύτερη δυνατή της έννοια, όπως καταλαβαίνεις. Και γιατί όχι; Αυτή είναι η σωστή χρήση της λέξης, και ας έχει καθιερωθεί στην ελληνική καθομιλουμένη ν’ αποκαλούμε “πρόγραμμα” μόνο οτιδήποτε μπορούμε να εγκαταστήσουμε -κατεβασμένο από το Pirate Bay και “σπασμένο“, φυσικά- στα κλεψίτυπα Windows μας. Αλήθεια, το ήξερες πως τα ίδια τα Windows που τρέχεις είναι ένα “πρόγραμμα“; Ένα μεγάλο πρόγραμμα, σε πολλά σημεία κακοφτιαγμένο, που περιέχει πολλά άλλα προγράμματα μικρά και μεγάλα, αρκετά από τα οποία επίσης κακοφτιαγμένα, αλλά ένα πρόγραμμα παρ’ ολ’ αυτά.
Το είδος του λογισμικού στ’ οποίο ανήκουν τα Windows αποκαλείται και “λειτουργικό σύστημα” — είναι το κύριο πρόγραμμα που τρέχει ο υπολογιστής σου, και σκοπός του λειτουργικού συστήματος είναι περίπλοκος: πρέπει να διαχειρίζεται σωστά τους πόρους του υπολογιστή, να είναι σταθερό, επεκτάσιμο, να αλληλεπιδρά με τον χρήστη του με προβλεπόμενους και εύκολους στη κατανόηση τρόπους, να μπορεί ν’ αναβαθμιστεί και να αλλάξει ανάλογα με νέες απαιτήσεις και τεχνολογίες…
Παρεμπιπτόντως, τα Windows της Microsoft ίσως είναι το πιο δημοφιλές “λειτουργικό” για χρήση στο σπίτι και το γραφείο, αλλά δεν είναι το μοναδικό: τα άλλα δύο δημοφιλή λειτουργικά συστήματα είναι το Mac OS X της Apple και το Linux, πάνω στο οποίο στηρίζονται πολλές και ποικίλες στις χρήσεις τους διανομές (σκέψου “διαφορετικές εκδόσεις στηριγμένες στο ίδιο κεντρικό πρόγραμμα“).
Το θέμα είναι πως δεν είχαμε πάντα λειτουργικά συστήματα: μέχρι την δεκαετία του 1960 οι υπολογιστές ήταν αρκετά διαφορετικοί, το ίδιο και το λογισμικό που έτρεχαν: για παράδειγμα, μπορούσαν να εκτελούν μία μόνο εργασία ανά πάσα στιγμή.
Η σύγχρονη έννοια του λειτουργικού συστήματος άρχισε να εμφανίζεται κάπου εκεί, στις αρχές αυτής της δεκαετίας, και άρχισε να σταθεροποιείται στα ’80s. Η ιδέα ενός λειτουργικού συστήματος που μπορούσε να εκτελεί διαφορετικά προγράμματα ταυτόχρονα (ή έστω, να δίνει αυτή τη ψευδαίσθηση) βοήθησε πολύ στην ανάπτυξη πολλών και διαφορετικών προγραμμάτων για τους υπολογιστές: ποιος, αλήθεια, θα καθόταν ν’ ασχοληθεί μ’ ένα MP3 player αν ο υπολογιστής μπορούσε να τρέξει ένα και μόνο ένα πρόγραμμα ανά πάσα στιγμή;
Η επανάσταση αυτή, λοιπόν, έφερε ένα σωρό άλλες επαναστάσεις, σε ό,τι αφορά το λογισμικό. Αργά ή γρήγορα, εμφανίστηκαν προγράμματα για κάθε δουλειά, καλή ή κακή, χρήσιμη ή άχρηστη, έξυπνη ή απολύτως καθυστερημένη. Σήμερα θα δούμε -εν συντομία, σε αντίθεση μ’ αυτή την εισαγωγή που έχει ξεφύγει σε μέγεθος εδώ και ώρα- 10 προγράμματα που ήταν μπροστά από την εποχή τους. Πρωτοποριακά, παράξενα, μερικά από αυτά αποτυχημένα λόγω της πρωτοτυπίας τους και μερικά που άλλαξαν έμμεσα ή άμεσα τον κόσμο.
Πάμε να δούμε;
1967: Logo
Θυμάται κανείς τη Logo; Όχι; Oh, well… Η Logo είναι ένα από τα πιο ωραία εργαλεία για να ασχοληθεί ένα παιδί με τον θαυμάσιο κόσμο των υπολογιστών: μια γλώσσα προγραμματισμού που στηρίζεται στην LISP και δημιουργήθηκε ως εκπαιδευτικό εργαλείο εξαρχής. Οι περισσότεροι που την έπιασαν στα χέρια τους πιθανότατα δεν θυμούνται οτιδήποτε από το συντακτικό της, αλλά θυμούνται ξεκάθαρα το σήμα κατατεθέν της: τη χελώνα που μπορούσαν να μετακινήσουν και τα θαυμάσια γραφικά που παρήγαγε.
Η Logo ήταν ένα από τα κύρια εργαλεία εκμάθησης τότε, και αυτό την έκανε πραγματικά πρωτοποριακή. Μπορεί να μην χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα, αλλά υπάρχει ακόμα και αρκετός κόσμος της αφιερώνει χρόνο!
1987: Hypercard
Πριν το World Wide Web και τα τερτίπια του -που θα δούμε αμέσως μετά, μην βιάζεσαι- υπήρχαν αρκετά άλλα πρωτόκολλα και προγράμματα που προσπαθούσαν να πετύχουν το ίδιο ακριβώς πράγμα: αρχεία ή έγγραφα τα οποία περιείχαν συνδέσμους το ένα προς το άλλο, με τελικό σκοπό την εύκολη μετακίνηση του χρήστη ανάμεσά τους. Άλλα από αυτά επέτρεπαν την δικτυακή μοιρασιά ή ακόμη και την δικτυακή διασύνδεση εγγράφων και media και άλλα εστίαζαν στη προσωπική χρήση. Τούτο το κόλπο ονομαζόταν hypertext (στην περίπτωση των εγγράφων) και hypermedia (στη περίπτωση των άλλων αρχείων).
Το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα εκείνου του καιρού (αν εξαιρέσουμε το Gopher, το οποίο εμφανίστηκε αργότερα κι έκανε παρέα με το WWW για καιρό, ξεπερνώντας το μάλιστα σε χρήση τα πρώτα χρόνια) ήταν το HyperCard της Apple. Το Hypercard επέτρεπε στον χρήστη να εισάγει, να επεξεργαστεί -μέσω μιας βασικής γλώσσας προγραμματισμού- και να καταχωρήσει σε βάσεις δεδομένων αρχεία, ενώνοντάς τα μεταξύ τους με links. Αρκετά μπροστά από τον καιρό του, το HyperCard είχε μια τρικυμιώδη πορεία τον καιρό που η Apple πειραματιζόταν με το λογισμικό της: το είχε μεταφέρει στην θυγατρική της, Claris, για ένα διάστημα και προσπαθούσε να πουλήσει μια “full” έκδοση και να δώσει μια δωρεάν που επέτρεπε μόνο τη προβολή αρχείων, μέχρι που εξοργισμένοι χρήστες -που εννοείται πως δεν ήθελαν να πληρώνουν για κάτι που μέχρι τότε είχαν δωρεάν- την ανάγκασαν να το ξανακυκλοφορήσει δωρεάν κάτω από την ταμπέλα της.
Το HyperCard χρησιμοποιούνταν ευρέως, για πολλές και διάφορες εργασίες: από παιχνίδια ως αποθήκευση επαφών. Η τελευταία του έκδοση κυκλοφόρησε το 1998.
1990 WorldWideWeb (και αργότερα Nexus)
Πολύ προτού εμφανιστεί ο αγαπημένος σου Firefox, ο -ελπίζω- μισητός σου Internet Explorer ή ο καυλιάρης Chrome, πριν ακόμα εμφανιστεί ο Mosaic, υπήρχε ο… WordWideWeb. Για την ακρίβεια δεν υπήρχε απλά: ήταν ο μόνος τρόπος να δεις οποιαδήποτε σελίδα στο διαδίκτυο, το οποίο δημιουργούνταν -μαζί με το πρόγραμμα που φρόντιζε να “σερβίρει” τις σελίδες του- ταυτόχρονα με τον WorldWideWeb και το οποίο διαδίκτυο, όλως περιέργως, είχε το ίδιο όνομα με το πρόγραμμα που φρόντιζε να το προβάλλει στην οθόνη σου. Πώς στο διάολο έγινε αυτό το μπέρδεμα;
Απλό: υπεύθυνη για την δημιουργία και των τριών (θυμίζω: του World Wide Web, του δικτύου δηλαδή από ιστοσελίδες, του WorldWideWeb, του προγράμματος δηλαδή που εμφάνιζε αυτές τις ιστοσελίδες, και του CERN httpd, του προγράμματος που “σέρβιρε” τις ιστοσελίδες) ήταν μια ομάδα από τρελούς, τρελούς γκίκουλες με επικεφαλής τον Tim-Berners Lee. Και, όπως έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, τέτοιου τύπου γκίκουλες είναι καλό να μην δίνουν ονόματα στις δημιουργίες τους — σκέψου πως ο τύπος είχε εναλλακτικές ονομασίες για το πρόγραμμα όπως “The Mine of Information” και “The Information Mesh“. Άουτς.
Τελικά κατέληξε να το αποκαλεί Nexus καθώς το project προχωρούσε προς την ωριμότητα. Αλλά: ένα θέμα είναι πως τόσο η ιδέα του προγράμματος (ο Berners-Lee επέμενε σε λειτουργικότητα που εκείνο τον καιρό ήταν χρήσιμη μόνο σε πανεπιστημιακούς ή άλλους γκίκουλες σαν κι αυτόν, όπως χάρτες, εικόνες και άλλα “βαριά” σε όγκο αρχεία) όσο και το ίδιο το πρωτόκολλο ήταν πολύ μπροστά από τον καιρό του. Χρειάστηκαν αρκετά χρόνια, ένας πολύ πιο απλός και φιλικός στον χρήστη browser -ο Mosaic που λέγαμε πριν- και κάμποση αλλαγή στρατηγικής για να γίνει το διαδίκτυο δημοφιλές. Αλλά δες που οδήγησε αυτό στη σελίδα δύο αυτού του άρθρου, κι αν μπορείς μην εντυπωσιάζεσαι.
1997: IBM ViaVoice
Η ιστορία της αναγνώρισης ομιλίας -και όχι “αναγνώρισης φωνής” ή “voice recognition” όπως συχνά λανθασμένα αναφέρεται- είναι μεγάλη μεν, μπερδεμένη δε: ομολογώ πως δεν έχω καταφέρει ακόμη να βγάλω ξεκάθαρη άκρη, παρ’ όλο που μ’ ενδιαφέρει το θέμα και παρ’ όλο που για τη συγγραφή αυτού του άρθρου αφιέρωσα κάποια ώρα στην έρευνα. Ξεκινάει, λένε κάποιες πηγές γύρω στη δεκαετία του 1950, και αναπτύσσεται αργά και από πολλούς. Στην αρχή καταφέραμε ν’ αναγνωρίζουν οι υπολογιστές κάποιους αριθμούς. Μετά, φτάσαμε στο στάδιο που αναγνώριζαν βασικές φωνητικές εντολές: “ξεκίνα“, “σταμάτα” κτλ.
Κάποια στιγμή φτάσαμε σ’ ένα ενδιαφέρον μεταβατικό στάδιο: ήταν η εποχή που ένα πρόγραμμα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει τη φωνή ενός και μόνο χρήστη, μετά από κάμποσο καλιμπράρισμα (“ρύθμιση“) από τον ίδιο, και μπορούσε να εκτελέσει διάφορες εργασίες: από το να αντιδράσει σ’ εντολές ως το να “δακτυλογραφήσει” κείμενο που του υπαγόρευε ο χρήστης.
Το πρώτο μπαμ ήρθε τότε με το ViaVoice της IBM. Το ViaVoice κυκλοφόρησε το 1997 και έδινε εξωπραγματικές -για την εποχή του- δυνατότητες στον “απλό χρήστη“: υπαγόρευση που όντως δούλευε (και που ακόμη και σήμερα τα πανάκριβα λογισμικά των smartphones μας μπερδεύουν), ταυτόχρονη δακτυλογράφηση και διόρθωση των όσων καταλάβαινε λάθος το πρόγραμμα, και εκμάθηση των λαθών του με τον καιρό. Κυκλοφόρησε σε διάφορες εκδόσεις, και ειδικά αφότου άρχισε να διατίθεται δωρεάν, έκανε αρκετά μεγάλη επιτυχία.
1997: Ultima Online
Το Ultima Online δεν ήταν το πρώτο παιχνίδι φαντασίας που παιζόταν -και, εχμ… παίζεται- από πολλούς παίκτες ταυτόχρονα. Αυτή την τιμή την είχαν τα MUDs, ή Multi User Dungeons, πολύ προτού το πρώτο κυκλοφορήσει. Ούτε καν ήταν το πρώτο τέτοιο παιχνίδι με γραφικά: το είχαν προλάβει τίτλοι όπως το The Realm και το Neverwinter Nights. Αλλά ήταν το πρώτο -και γι’ αυτό τον λόγο πολύ αγαπητό από πολλούς παίκτες- που είχε τόσο όμορφα γραφικά, και ταυτόχρονα επέτρεπε τόσα πολλά άτομα να παίζουν ταυτόχρονα. Το πρώτο που έσπασε το φράγμα των 100.000 χρηστών, που, ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα είναι πολλοί παίκτες για οποιοδήποτε παιχνίδι.
Το Ultima υπάρχει και παίζεται μανιωδώς ακόμη και σήμερα. Η ανάπτυξή του ουσιαστικά άλλαξε όλο τον κλάδο των online multiplayer παιχνιδιών, ειδικά των RPG, καθώς ώθησε στη δημιουργία των MMORPG (Massive Multiplayer Online Role-Playing Games, ή, σε ελεύθερη μετάφραση, “τερατωδώς τεράστια ιντερνετικά παιχνίδια όπου ο χρήστης παριστάνει πως είναι κάποιος άλλος“). Σκέψου το σαν τον παππού του World of Warcraft και του EVE.
1999: Loudcloud
Φεύγουμε για λίγο από τον μέσο χρήστη, αλλά μην μου αγχώνεσαι: το θέμα συνεχίζει να έχει ζουμί. Κάπου εδώ σταματάνε σιγά σιγά οι εφαρμογές να “τρέχουν” στον υπολογιστή σου και μεταφέρονται στο… internet. Ναι, το ιντερνέτι μπορεί να τρέξει εφαρμογές, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται αυτό: θυμάσαι το cloud computing; Έχουμε αναφερθεί συχνά στο Texnologia σε τούτη την πρωτοποριακή ιδέα που ακόμη και σήμερα αναπτύσσεται: ο υπολογιστής σου σταματάει να περιέχει τόσο τα δεδομένα, όσο και τις εφαρμογές που χειρίζονται αυτά τα δεδομένα και μετατρέπεται -κατά κάποιον τρόπο- σε ένα “παράθυρο” προς αυτά, σου παρέχει μόνο το εργαλείο για να δεις, τόσο τα προγράμματα όσο και τα δεδομένα.
Η LoudCloud υπήρχε εκεί από τις πρώτες πρώτες ημέρες, τότε όταν άκουγες τη λέξη cloud σκεφτόσουν συννεφιασμένο ουρανό περισσότερο, παρά Dropbox ή Google Docs. Ιδρύθηκε από δύο τιτάνες του χώρου, τον Marc Andreesen (έναν από τους δημιουργούς του Mosaic, το θυμάσαι;) και τον Jim Clark (ιδρυτή της Silicon Graphics και της Netscape) και νοίκιαζε ουσιαστικά μηχανήματα και λογισμικό σε μεγάλες εταιρείες. Ποια η καινοτομία; Το cloud computing που λέγαμε πριν: λογισμικό που επέτρεπε σε πολλά μηχανήματα να μοιράζονται τα δεδομένα αλλά και την επεξεργασία τους, με πολλά και θαυμαστά οφέλη. Τα δεδομένα ήταν πολύ πιο ασφαλή, εφ’ όσον δεν βρισκόταν σε μία μόνο τοποθεσία, και δύσκολες υπολογιστικές εργασίες μπορούσαν να διανεμηθούν σε περισσότερους από έναν υπολογιστές.
Η LoudCloud δεν είχε μεγάλη επιτυχία — χρειάστηκε μια Amazon και πολύ νερό στο αυλάκι για να φτάσουμε σήμερα στο μοντέλο που αυτή δοκίμαζε να πουλήσει το 1999. Αλλά ήταν εκεί, και πιθανότατα πρωτοάνοιξε τη βρύση. Η εταιρεία άλλαξε μορφή και πλέον πουλάει το λογισμικό διαχείρισης ως Opsware.
1999: LiveJournal
Τα δύο πράγματα που καθόρισαν το World Wide Web για τον μέσο χρήστη του την δεκαετία του 2000, που το έφεραν ακόμη πιο κοντά στις μάζες, αν θέλεις, ήταν το blogging και τα κοινωνικά δίκτυα. Και το LiveJournal τα συνδυάζει! Και υπάρχει από το 1999, τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν από το Blogger και έξι πριν από το WordPress! Πώς και δεν έχει κάνει τεράστια επιτυχία;
Απλό: όσο καλό κι αν ήταν, το LiveJournal τα σκάτωσε. Αντί να εκμεταλλευτεί το τέλειο timing -ασχέτως του αν δεν το ήξερε πως είχε το τέλειο timing όταν πρωτοφτιάχτηκε- και να καταλήξει ένα μεγαθήριο στο μέγεθος μιας Google ή μιας Facebook, το LiveJournal πήγαινε από γκάφα σε γκάφα σε γκάφα (σε γκάφα). Στην αρχή ήταν “invite-only“: κοινώς, κάποιος υπάρχων χρήστης έπρεπε να σε προσκαλέσει για να φτιάξεις λογαριασμό — ή μπορούσες να πληρώσεις.
Μόλις η εταιρεία μπόρεσε να στήσει καλύτερους servers -τα μηχανάκια που σερβίρουν τις σελίδες, μην τα λέμε συνέχεια- τότε έκοψε και την όλη ιδέα των προσκλήσεων. Οι hip χρήστες αντέδρασαν. Μετά υπήρξαν θέματα με την ομάδα που χειριζόταν τις περιπτώσεις κακής χρήσης της υπηρεσίας: διάφορες γκάφες, όπως τ’ ότι κλείδωσαν λογαριασμούς από μαμάδες επειδή είχαν δημοσιεύσει εικόνες όπου θήλαζαν τα βρέφη τους. Και, φυσικά, το αιώνιο πρόβλημα κάθε εταιρείας που θέλει να βγάλει χρήματα από την κοινότητά της: οι διαφημίσεις. Κάτι που το LJ χειρίστηκε πολύ άσχημα, φορτώνοντας ακόμη και τους χρήστες που πλήρωναν για πρόσβαση την υπηρεσία με διαφημίσεις.
Κατέληξε να πωλείται στη ρώσικη SUP Media. Κανείς δεν ονειρεύεται να πουλήσει την ιστοσελίδα του σε ύποπτες ρώσικες εταιρείες. Υπάρχει ακόμα, και χρησιμοποιείται στη Ρωσία — ειδικά από ακτιβιστές. Αυτά.
2002: Friendster
Δεύτερη ιστοσελίδα στο άρθρο. Ίσως τώρα αναρωτιέσαι: μα, τι δουλειά έχουν οι ιστοσελίδες σ’ ένα άρθρο με… προγράμματα; Απλό: οι ιστοσελίδες, ειδικά οι “ζωντανές“, “δυναμικές” ιστοσελίδες που χρησιμοποιείς είναι προγράμματα. Το Friendster ήταν εκεί πριν από το Facebook, το Twitter, το Google+ και όλη την παρούσα θύελλα των κοινωνικών δικτύων. Δεν ήταν το πρώτο του είδους του, βέβαια, αλλά ήταν ό,τι πιο κοντινό έχουμε στη σημερινή λειτουργικότητα των αντίστοιχων σελίδων. Δημιουργήθηκε το 2002, δύο ολόκληρα χρόνια -μη το γελάς, σε internet-ική ώρα δύο χρόνια είναι τεράστιο διάστημα- πριν το Facebook.
Τι πήγε στραβά μ’ αυτό και δεν το ξέρει ούτε η μάνα του σήμερα; Όχι πολλά: ενώ ο χρόνος ήταν κατάλληλος κι ενώ η λειτουργικότητά του ήταν καλή, του έλειπε ένα και σημαντικό στοιχείο — η δυνατότητα να κάνεις κάτι με όλους τους φίλους που μάζευες εκεί. Κάτι ουσιαστικό, έστω. Ναι, μπορούσες να πιάσεις ιντερνετικές φιλίες ή να κάνεις μια ωραία λίστα με όλους τους “πραγματικούς” σου φίλους. Και μέσα σε μερικούς μήνες από την έναρξή του αυτό ακριβώς είχαν κάνει εκατομμύρια χρήστες. Μετά… εχμ, έκατσαν μπροστά από την οθόνη τους και αναρωτήθηκαν τι να κάνουν με όλους αυτούς. Και η απάντηση, για το Friendster, ήταν “τίποτα“. Ύστερα ήρθε το Facebook με τα status updates του και το σκότωσε, για την αμερικάνικη και ευρωπαϊκή αγορά τουλάχιστον.
Σήμερα έχει έδρα τη Μαλαισία και ασχολείται με online παιχνίδια. Κρίμα, αλλά είναι ένα μάθημα διαχείρισης και λειτουργικότητας, υποθέτω.
2005: Writely
Το Microsoft Office πλέον προσπαθεί να επικεντρωθεί στην online χρήση — το cloud computing που λέγαμε πριν; Πολλές -άπειρες- άλλες εταιρείες προσπαθούν να δημιουργήσουν αντίστοιχα προγράμματα ή και πακέτα εφαρμογών που να διαχειρίζονται, να επεξεργάζονται και να αποθηκεύουν έγγραφα στο διαδίκτυο. Η Google εντείνει τις προσπάθειές της με το Google Drive, όπου συνδυάζει την ως τώρα δύναμη των Google Docs με μια υπηρεσία παρόμοια μ’ αυτή που προσφέρει το Dropbox. Καταλαβαίνεις πως γίνεται ένας μικρός χαμός, και πως ο κερδισμένος αυτού του παιχνιδιού -ο δυνατότερος παίκτης, με άλλα λόγια- έχει πολλά να κερδίσει.
Εμείς, γι’ άλλη μια φορά, θα δούμε τον πρώτο παίκτη: το μικρό Writely, που δημιουργήθηκε από την Upstartle το 2005. Το Writely μιμούνταν τις λειτουργίες ενός word processor -πες τον και “επεξεργαστή κειμένου“- όπως θα περίμενες να τις βρεις στο desktop ή το laptop σου, από προγράμματα σαν το Microsoft Word ή το LibreOffice Writer. Είχε τα shortcuts, είχε τα βασικά εργαλεία, άνοιγε αρχεία του Word, και -το σημαντικότερο- τα έκανε όλα αυτά μέσα από τον browser σου. Κάπου εδώ, αν διαβάζεις από την αρχή του άρθρου, είναι η στιγμή που σταματάς εντυπωσιασμένος και αναφωνείς: “ρε πούστη Tim-Berners Lee, κοίτα εδώ τι πήγες κι έκανες!“.
Το Writely αγοράστηκε από την Google, πακέτο με τους τέσσερίς του εργαζόμενους, το 2006. Χρησιμοποιώντας την τεχνολογία του, η Google ανέπτυξε μια ολόκληρη “σουίτα” εφαρμογών αντίστοιχων με αυτές του Office της Microsoft -και οι οποίες αναγνωρίζουν τους τύπους αρχείων του Office- και έπιασε την καλή και σ’ αυτό τον τομέα. Το Writely ζει, λοιπόν, μέσα από το Google Drive, που είναι μια μετεξέλιξη του Google Docs, που είναι μια μετεξέλιξη του Writely.
2009: Google Wave
Το Google Wave ήταν μια τεράστια απογοήτευση, για εμένα. Όχι επειδή είχε λίγες δυνατότητες. Ούτε επειδή ήταν γραμμένο λάθος και γεμάτο με bugs. Απογοητεύτηκα από τον τρόπο που το χειρίστηκε η Google -σαν κάποιου τύπου κοινωνικό δίκτυο με λίγες έξτρα δυνατότητες- και από τον τρόπο που το αντιλήφθηκαν οι χρήστες του — ακριβώς όπως το παρουσίασε η Google, δηλαδή. Αλλά πρέπει να σε βοηθήσω να καταλάβεις τι ήταν πρώτα: το Wave ξεκίνησε ως μια εξαιρετική μείξη από ήδη πετυχημένες web-based τεχνολογίες επικοινωνίας: chat, wikis, forums, social networking και email. Είχε λίγο από το καθένα από τα παραπάνω, στις σωστές -συνήθως- δόσεις. Το πιο σημαντικό στοιχείο του ήταν πως μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις σε πραγματικό χρόνο: η ομάδα σου έβλεπε τι έγραφες ή τι ανέβαζες σε πραγματικό χρόνο.
Πέρα από αυτή τη μείξη, είχε αρκετά εργαλεία από τη πρώτη του ημέρα: δημοψηφίσματα, ανέβασμα εικόνων και άλλων αρχείων, live editing αρχείων και κειμένων, προγραμματισμό σε συνδυασμό με ημερολόγιο -το Google Calendar- και προσκλήσεις μέσω του τελευταίου. Αυτό του έδινε τεράστιες προοπτικές για χρήση από ομάδες κάθε είδους: επαγγελματικές, χομπίστες, διαδικτυακές κοινότητες, ακόμη και… εμάς. Ναι, το Texnologia γεννήθηκε μέσα από ατελείωτες συζητήσεις στο Google Wave, όπου και πρωτοεγκαταστάθηκε η ομάδα μας: εκεί συζητήσαμε για το όνομά μας (που, αν θυμάμαι καλά το πρότεινε ο Τάσος), εκεί αποφασίσαμε τι στιλ θέλαμε να έχει η ιστοσελίδα, ποιο θα ήταν το κοινό μας και αν θέλαμε να βγάλουμε χρήματα με διαφημίσεις.
Τελικά η ιδέα ήταν και μπροστά από τον καιρό της -τώρα αρχίζουν να πρωτοεμφανίζονται σοβαρά αντίστοιχα προγράμματα, τα περισσότερα επί πληρωμής- αλλά και χειρίστηκε πολύ στραβά, όπως έλεγα, από την Google που εκείνο τον καιρό ήταν τρομοκρατημένη από το Facebook και είχε αποκτήσει εμμονή με την κοινωνική δικτύωση. Το όλο project, όμως, είχε την καλύτερη κατάληξη από όλες τις ιντερνετικές αποτυχίες που είδαμε ως τώρα: το ανέλαβε η Apache Foundation και περιμένουμε με αγωνία τα επόμενά του βήματα.