Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Μήπως είμαστε υπερβολικά αισιόδοξοι;
Οι ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου κάλεσαν την επιστημονική κοινότητα και τους εμπειρογνώμονες σχετικά με τις μελλοντικές ενεργειακές αποφάσεις, να μη βασίζονται σε τόσο υπερβολικά αισιόδοξα σενάρια που προβλέπουν ότι ολόκληρο το σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει με ανανεώσιμες πηγές μέχρι τα μέσα του αιώνα, δηλαδή μέχρι το 2050.
Τα μαθηματικά μοντέλα χρησιμοποιούνται για την παροχή μελλοντικών εκτιμήσεων, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες, όπως η ανάπτυξη και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών για την πρόβλεψη του ποσοστού της ενεργειακής ζήτησης, για το τι θα συμβεί μέχρι το 2050, ωστόσο αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί να είναι απλά εικασίες και όχι αποδεικτικά στοιχεία.
Αυτά τα μοντέλα μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή «μεθοδολογιών» που υποτίθεται ότι θα διασφαλίσουν την επίτευξη αυτών των στόχων – όμως το στοιχείο που παραγνωρίζουν οι περισσότεροι ειδικοί αναφορικά με αυτό το ζήτημα, είναι ότι ακόμα κι αν έχουμε την καλύτερη δυνατή τεχνολογία, τείθονται μερικά σοβαρά θέματα που μπορούν να μη αξιοποιήσουν στο μέγιστο τα νέα τεχνολογικά συστήματα, και αυτό μπορεί να προκύψει από τις λάθος πολιτικές των πλουσιότερων και ανεπτυγμένων χωρών, όπως για παράδειγμα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής που δεν βλέπει πολύ ζεστά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπό την ηγεσία του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, αυτά τα μοντέλα εκτιμήσεων είναι ουσιαστικά προβλέψεις, και κάποια μπορεί να μην αντανακλούν πάντα τις προκλήσεις του «πραγματικού κόσμου». Για παράδειγμα, ορισμένα μοντέλα δεν λαμβάνουν υπόψη τις απαιτήσεις της μετάδοσης ισχύος, της αποθήκευσης ενέργειας ή της λειτουργικότητας του συστήματος.
Ας περάσουμε λοιπόν στο τώρα, και ας ρίξουμε μία ματιά σε μία επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε σήμερα στο περιοδικό Joule , οι ερευνητές της Imperial διαπίστωσαν ότι οι μελέτες που προβλέπουν ότι ολόκληρα τα συστήματα που μπορούν να λειτουργήσουν με ανανεώσιμη ενέργεια κοντά στο 100% μέχρι το 2050 ενδέχεται να είναι λανθασμένα, καθώς δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη την αξιοπιστία της προσφοράς.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα από το Ηνωμένο Βασίλειο, η ομάδα εξέτασε ένα μαθηματικό μοντέλο για την παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας, χρησιμοποιώντας μόνο την ισχύ του ανέμου, του νερού και της ηλιακής ενέργειας (WWS) έως το 2050. Διαπίστωσαν ότι η έλλειψη σταθερών και κινούμενων ενεργειακών συστημάτων – όπως και η έλλειψη μονάδων εξοπλισμένες με συστήματα δέσμευσης άνθρακα – σημαίνει ότι η τροφοδοσία θα αποτυγχάνει διαρκώς και αλλεπάλληλα, μέχρις ότου πειστούν ότι το σύστημα δε λειτουργεί.
Η ομάδα διαπίστωσε ότι ακόμα και αν προστεθεί μια μικρή ποσότητα εφεδρικής πυρηνικής ενέργειας και ενέργειας από βιομάζα, δημιουργώντας ένα σύστημα WWS με 77% αποτελεσματικότητα, (περίπου το 9% της ετήσιας ζήτησης του Ηνωμένου Βασιλείου) θα μπορούσε να παραμείνει αναποτελεσματικό , οδηγώντας σε σημαντικές διακοπές ισχύος και σε τεράστιες οικονομικές ζημιές.
Η επικεφαλής συγγραφέας της Μελέτης, η Clara Heuberger, από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Imperial College του Λονδίνου , δήλωσε τα εξής: Τα μαθηματικά μοντέλα που παραμελούν θέματα λειτουργικότητας μπορούν να παραπλανήσουν τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων και το κοινό, καθυστερώντας ενδεχομένως την πραγματική μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι αποφάσεις σχετικά με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει εκ των προτέρων να συμβαδίζουν με τους περιορισμούς που υπάρχουν την ανάλογη χρονική στιγμή, οπότε, το ζητούμενο είναι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να λαμβάνουν πραγματικά αποφάσεις βάσει των υπαρχόντων συνθηκών, και όχι βάσει εκτιμήσεων.
Ο Dr Niall Mac Dowell, από το Κέντρο Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος συμμετέχει στην έρευνα, δήλωσε: Η ταχεία μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα, χωρίς να είναι εξαρτώμενο από τον άνθρακα είναι ζωτικής σημασίας για να υλοποιηθούν οι φιλοδοξίες της συμφωνίας του Παρισιού του 2015.
Ο Dr Niall Mac Dowell πρόσθεσε επίσης: Ωστόσο, πρέπει να δοθεί έμφαση στη μεγιστοποίηση του ποσοστού της απαλλαγής από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, παρά στην ανάπτυξη μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας ή αποκλειστικά στην ανανεώσιμη ενέργεια. Η βιώσιμη βιοενέργεια, το υδρογόνο χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, και η δέσμευση ή η αποθήκευση του άνθρακα αποτελούν ζωτικά στοιχεία για το χαρτοφυλάκιο τεχνολογιών που μπορούν να προσφέρουν ένα μέλλον με χαμηλές εκπομπές άνθρακα που θα είναι οικονομικά βιώσιμο και αξιόπιστο.