«Ανατρέχοντας στο παρελθόν, όπως όλοι οι άνθρωποι της ηλικίας μου, σκέφτομαι τη ζωή μου ως μια σειρά αποφάσεων ή περιστάσεων που, είτε σε μικρότερο είτε σε μεγαλύτερο βαθμό, είχαν σχέση με το στυλ. Η επιλογή της Wallis, για παράδειγμα. Δεν ήταν νέα, δεν ήταν ωραία, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε για μένα. Οπως ακριβώς τα κοστούμια που μου έφτιαχνε από το ’19 μέχρι το ’59 ο Scholte στη Savile Row. Απίστευτα σνομπ τύπος- φανταστείτε ότι είχε απορρίψει τον Fred Astaire όταν κάποια στιγμή είχε εμφανιστεί εκεί για να τον ράψει. Εγώ πάντα τα πήγαινα περίφημα με εκείνον το στριμμένο Ολλανδό.
Είναι αληθές ότι αντί να ασχολούμαι με τη διακυβέρνηση του βρετανικού κράτους, τύρβαζα περί άλλων, όπως, ας πούμε με την ανάδειξη παραδοσιακών πλεκτών όπως τα Fair Isle. Αμέσως μόλις τα φόρεσα, θυμάμαι πως με αντέγραψαν οι πάντες, από τους αστέρες του σινεμά στο Χόλιγουντ μέχρι τους θηλυπρεπείς νεαρούς στο Παρίσι. Με τη Wallis λατρεύαμε τα ταξίδια.
Σε ένα από αυτά, στη Μαγιόρκα, κάποιος με τράβηξε μια φωτογραφία με το φανελένιο μου παντελόνι γυρισμένο χαμηλά στους αστραγάλους και με ένα ζευγάρι εσπαντρίγιες -όσο κι αν με ρωτούσαν για εκείνη τη φωτογραφία, πραγματικά δεν ήξερα τι να τους πω, διότι τα περισσότερα ρούχα μου με περίμεναν όπου έφτανα -αντίθετα με τη Wallis, που τρελαινόταν να ταξιδεύει με ένα σωρό βαλίτσες, εγώ φύλαγα τα ρούχα μου στους συνηθέστερους προορισμούς μου.
Στη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, τα ρούχα μου τα φυλούσαν στου Henri Bendel, μέσα στο θησαυροφυλάκιο όπου διατηρούσαν τις γούνες. Μπορεί να είχα κομψότητα εύκολα συγκρίσιμη με εκείνη των θηλυκών, ωστόσο σε όλες μου τις συνήθειες παρέμενα αρσενικό.
Οπως, λοιπόν, δεν ταξίδευα ποτέ με πολλά ρούχα, έτσι και δεν τα πέταγα κάθε τόσο σαν καπριτσιόζα θηλυκιά, που με την όποια προσταγή της μόδας αλλάζει γούστα. Εγώ μέσα σε πενήντα χρόνια δεν πέταξα τίποτα -εξάλλου, μέσα σε πενήντα χρόνια ανέβηκα μόλις ένα νούμερο. Ψηλός δεν ήμουν ποτέ, μα πάντα έδειχνα ψηλόλιγνος, και το μυστικό γι’ αυτό το ήξερε ο κύριος που μου έκανε τις μετατροπές (ήθελα να κονταίνω τα πάντα, και έτσι έδειχνα κατά τι ψηλότερος). Το στυλ των ρούχων μου το αποκαλούσα εγώ ο ίδιος «dress soft». Μπορεί να έδειχνα σαν πρώτης τάξεως λιμοκοντόρος, μα πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο, παρά τα φαινόμενα, με ενδιέφερε η άνεση, η ελευθερία κινήσεων. Σε όλα μου τα παντελόνια, η αριστερή τσέπη ήταν πάντα μεγαλύτερη για να χωράει την ταμπακιέρα μου. Αυτή ήταν μία από τις αδυναμίες μου.
Η άλλη ήταν τα παπούτσια -εδώ κιόλας αρχίζουν και εδώ τελειώνουν οι ομοιότητές μου με τα θηλυκά. Οι ιστορικοί μόδας του μέλλοντος θα χαρούν να ανακαλύψουν μια απογραφή της γκαρνταρόμπας μου από τη δεκαετία του εξήντα, η οποία περιλαμβάνει 100 ζευγάρια παπουτσιών. Και, εκτός από αυτά, 15 βραδινά κοστούμια, 55 lounge κοστούμια και 3 επίσημα κοστούμια, με 2 παντελόνια για το καθένα. Πώς τα θυμάμαι όλα αυτά; Όπως ο Αδριανός δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το ψητό ψάρι που έφαγε στην Ελλάδα, δίπλα στη θάλασσα, πασπαλισμένο με χοντρό αλάτι, έτσι και εγώ, όσο ζήσω και γεράσω, δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γλυκιά γεύση που άφησε στην ξεπεσμένη μοναρχική φιλοδοξία μου το ανεπίσημο στέμμα του βασιλιά του στυλ».
Υπεύθυνη δήλωση
- «Aπό το να διαφεντεύω την Αυτοκρατορία, χίλιες φορές να διαφεντεύω την καρδιά της αγαπημένης μου».