ΑρχικήΤι είναιΑυστραλία: Πληροφορίες και στοιχεία

Αυστραλία: Πληροφορίες και στοιχεία

Η Αυστραλία ή «Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας», όπως είναι το επίσημο όνομα της, αποτελεί το μεγαλύτερο κράτος της Ωκεανίας. Παλιά ονόμαζαν Αυστραλία όλη τη νησιωτική χώρα στον Ινδικό και Ειρηνικό ωκεανό από τα νότια της Ασίας μέχρι την Αμερική. Οι Άγγλοι εξακολουθούν να τη θεωρούν ήπειρο, για διοικητικούς λόγους, μαζί με τη Νέα Ζηλανδία και την Τασμανία.

Πρωτεύουσα της είναι η Καμπέρα με 280.000 κατοίκους, στο ανατολικό τμήμα της χώρας μεταξύ Σίδνεϊ και Μελβούρνης.

Γενικά στοιχεία

Το όνομά της προέρχεται από τη λατινογενή λέξη αουστράλις (australis = νότιος) και είναι ομοσπονδιακό κράτος που στο παρελθόν υπήρξε αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, με την οποία διατηρεί στενότατους πολιτικούς δεσμούς, ως μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.

Έχει έκταση 7.713.360 τ. χλμ. και πληθυσμό 19.546.792 κατοίκους (εκτίμηση 2002), κύρια γλώσσα της είναι η αγγλική που τη μιλούν οι άποικοι, ενώ οι γλώσσες των ιθαγενών κατοίκων μοιάζουν και διαιρούνται σε δυο μεγάλες ομάδες, την ομάδα του νότου και την ομάδα του βορρά. Νόμισμα είναι το δολάριο Αυστραλίας.

Είναι το έκτο σε μέγεθος κράτος της Γης μετά τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ και τη Βραζιλία και είναι μία από τις πιο αραιοκατοικημένες χώρες του πλανήτη, καθώς η πυκνότητα του πληθυσμού της είναι 2,37 κάτοικοι ανά τ. χλμ. Βέβαια, το μέγεθος αυτό δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην πραγματικότητα της πυκνότητας κατοίκησης, αφού μεγάλο τμήμα της χώρας αποτελείται από ερήμους και είναι εντελώς ακατάλληλο για ανθρώπινη εγκατάσταση.

Ανήκει στο νότιο ημισφαίριο της Γης και παρ’ ότι είναι νησί, αντιμετωπίζεται ως ηπειρωτικό έδαφος, λόγω του μεγάλου μεγέθους της και διότι συνιστά το μεγαλύτερο τμήμα της πέμπτης ηπείρου, και βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, νοτιοανατολικά της Ασίας.

Ανατολικά της είναι ο Ειρηνικός ωκεανός, που σχηματίζει στα βορειοανατολικά τη θάλασσα των Κοραλλιών και στα νοτιοανατολικά η θάλασσα της Τασμανίας, στα νότια και στα δυτικά της είναι ο Ινδικός ωκεανός, και στα βόρεια η θάλασσα Τιμόρ και η θάλασσα Αραφούρα. Τα πλησιέστερα σε αυτήν κράτη είναι βόρεια η Ινδονησία και η Παπούα Νέα Γουινέα, βορειοανατολικά τα νησιά Σολομώντα και ανατολικά τα νησιά Φίτζι και η Νέα Ζηλανδία.

Πολίτευμα

Πολίτευμα της σύμφωνα με το Σύνταγμα της 9ης Ιουλίου 1900, που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 1901, είναι η βασιλευόμενη ομοσπονδιακή δημοκρατία.

Αρχηγός είναι ο εκάστοτε μονάρχης της Μεγάλης Βρετανίας, που εκπροσωπείται στη χώρα από το διορισμένο γενικό κυβερνήτη, ο οποίος όμως έχει μάλλον τυπικές αρμοδιότητες και κατά κύριο λόγο αποτελεί το σύμβολο της συνταγματικής τάξης και της εθνικής ενότητας, καθώς έχει πάψει να αποτελεί επιλογή του Βρετανικού Θρόνου και διορίζεται σύμφωνα με τις υποδείξεις των τοπικών κυβερνήσεων.

Η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας είναι ομοσπονδιακό κράτος, αποτελούμενο από έξι πολιτείες και δύο διοικητικά διαμερίσματα, με δικά τους όργανα εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, ευρύτατης αυτονομίας.

Οι ομοσπονδιακές αρχές έχουν στην αρμοδιότητά τους την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, τη μέριμνα της επιβολής και της είσπραξης των φόρων κ.ά., ενώ οι αρχές των πολιτειών είναι αρμόδιες για τη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία. Στις περιπτώσεις που οι νόμοι των πολιτειών συγκρούονται με τους νόμους του κράτους, οι τελευταίοι υπερισχύουν.

Φορέας της εκτελεστικής εξουσίας είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, που συγκροτείται από το κόμμα που έχει τη “δεδηλωμένη” κοινοβουλευτική πλειοψηφία, της οποίας προεδρεύει ο πρωθυπουργός.

Η Ομοσπονδιακή Βουλή αποτελείται από τη Βουλή Αντιπροσώπων με 147 αιρετά μέλη, τα οποία εκλέγονται με γενικές εκλογές κάθε τρία χρόνια, και η Γερουσία με 76 μέλη τα οποία εκπροσωπούν τις πολιτείες και εκλέγονται κάθε έξι χρόνια με τοπικές εκλογές. Δικαίωμα αλλά και υποχρέωση ψήφου έχουν οι πολίτες από 18 χρονών. Αξίζει προσοχής το γεγονός ότι υπήρξε από τις πρώτες χώρες που παραχώρησαν το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, το 1902.

Διοικητική διαίρεση

Η κοινοπολιτεία ιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1901, με την ένωση όλων των Βρετανικών εδαφών και κτήσεων στην περιοχή, αποτελείται από έξι ομόσπονδες πολιτείες και δύο διοικητικά διαμερίσματα, ενώ πρώτος γενικός διοικητής ανέλαβε ο κόμης Χόουπτουν και πρωθυπουργός ο Έντμοντ Μπέρτον.

Εξαρτημένα εδάφη του κράτους της αποτελούν

  • τα νησιά Άσμορ και Κάρτιερ, ακατοίκητα έκτασης 12 τ. χλμ. τα οποία βρίσκονται στον Ινδικό ωκεανό, τέθηκαν υπό τη διοίκηση της το 1934 και αποτελούν μέρος του Βόρειου Διαμερίσματος
  • η νήσος των Χριστουγέννων που βρίσκεται στον Ινδικό Ωκεανό 230 μίλια νότια της Ιάβας, έχει έκταση 135 τ. χλμ. και περίπου 2.500 κατοίκους και της παραχωρήθηκαν το 1958 από τη Βρετανία
  • τα νησιά Κόκος, 27 μικρά κοραλλιογενή νησάκια στον Ινδικό ωκεανό, 1.750 μίλια βορειοδυτικά της με συνολική έκταση 14 τ. χλμ. και πληθυσμός 595 κατοίκους, τα οποία έγιναν τμήμα της το 1984 μετά από δημοψήφισμα των κατοίκων
  • τα νησιά Νόρφολκ, τα οποία βρίσκονται στον Ειρηνικό ωκεανό, είναι εξαιρετικά εύφορα, έχουν έκταση 36 τ. χλμ. και 1.912 κατοίκους και το 1978 τους παραχωρήθηκε περιορισμένη αυτονομία
  • τα νησιά της θάλασσας των Κοραλλιών, δεκάδες ακατοίκητα νησιά της θάλασσας των Κοραλλιών τα οποία βρίσκονται στον Ειρηνικό Ωκεανό και ανήκουν διοικητικά στα νησιά Νόρφολκ
  • τα νησιά Χερντ και Μακντόναλντ που βρίσκονται στην Ανταρκτική, έχουν έκταση 370 τ. χλμ. και είναι ακατοίκητα
  • και τέλος τμήμα της Ανταρκτικής έκτασης 6.119.818 τ. χλμ., το οποίο διεκδικεί από το 1933, που βρίσκεται σε ανατολικό μήκος 160°- 45Ί και νότιο πλάτος κάτω από 60° με τις ΗΠΑ να αντιτίθενται στην αναγνώριση της κυριότητας του τμήματος αυτού.

Πολιτείες

Διαιρείται σε πέντε πολιτείες:

  • τη Βικτώρια
  • τη Νότια Νέα Ουαλλία
  • το Κουινσλάντ
  • τη Νότια Αυστραλία
  • τη Δυτική Αυστραλία
  • τη Νότια Τασμανία.

Πόλεις

Εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών το πιο πυκνοκατοικημένο μέρος της είναι το ανατολικό και ιδιαίτερα στα παράλια.

  • Στην πολιτεία Βικτώρια υπάρχουν οι πόλεις Μελβούρνη, πρωτεύουσα με 3.000.000 κατοίκους, Μπέντιγκο με 65.000, Τζολόνγκ (Geelong) με 149.000 κατοίκους.
  • Στην πολιτεία Νέα νότια Ουαλλία το Σίδνεϊ που είναι πρωτεύουσα με 3.400.000 κατοίκους, το Νιούκαστλ με 430.000 και η Γούλανγκονγκ με 250.000 κατοίκους.
  • Στην πολιτεία Κουινσλάντ (Queensland) οι πόλεις Μπρισμπέιν που είναι η πρωτεύουσα με 1.200.000 κατοίκους, η Τάουνσβιλ με 107.000 και το Ίπσουιτς με 75.000 κατοίκους.
  • Στη δυτική Αυστραλία οι πόλεις Περθ με 950.000 κατοίκους είναι η πρωτεύουσα, Φρίμαντλ με 25.000 κατοίκους,
  • Στη νότια Αυστραλία οι πόλεις Αδελαΐδα με 980.000 κατοίκους είναι η πρωτεύουσα,
  • Στο Βόρειο Διαμέρισμα το Ντάργουιν με 70.000 κατοίκους.

Δημογραφικά στοιχεία

Σύμφωνα με εκτίμηση του 1996 το 85% του συνολικού της πληθυσμού ζει και εργάζεται στις πόλεις και το 15% ασχολείται και ζει στην ύπαιθρο. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει στις πόλεις της ανατολικής και νοτιοανατολικής ακτής, λιγότεροι σ` αυτές της νοτιοδυτικής ακτής, ενώ ελάχιστοι είναι αυτοί που είναι εγκαταστημένοι στην αχανή και μάλλον αφιλόξενη ενδοχώρα.

Η χώρα δεν παρουσιάζει το φαινόμενο της πληθυσμιακής γήρανσης και το 2002 το ποσοστό γεννητικότητας είναι 1,27% και το ετήσιο ποσοστό θνησιμότητας 0,72%, έτσι, ο ετήσιος ρυθμός δημογραφικής ανάπτυξης της χώρας είναι 0,96%. Ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων της είναι 80 χρόνια, 77,15 χρόνια για τους άντρες και 83 χρόνια για τις γυναίκες.

Την ίδια χρονιά από την ηλικιακή κατάταξη προέκυπτε ότι το 20,4% των κατοίκων είναι ηλικίας 0-14 χρονών, το 67% είναι ηλικίας 15-64 χρονών και το 12,6% 65 χρονών και πάνω. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ο πληθυσμός της το 2010 ξεπέρασε τα 20.434.000 κατοίκους και υπολογίζεται ότι το 2020 θα φτάσει στα 21.696.000 κατοίκους.

Πληθυσμιακή σύνθεση

Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων περίπου το 90%, είναι βρετανικής καταγωγής, το 5% αποτελείται από άλλους Ευρωπαίους, Έλληνες, Ιταλούς, Γιουγκοσλάβους, Γερμανούς κ.ά., το 1,3% από Ασιάτες, μετανάστες από την Κίνα, το Βιετνάμ κ.ά., ενώ το 2% αποτελείται από τους αυτόχθονες “αμπορίτζινς” (αborigines), οι οποίοι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της χώρας και θεωρείται ότι μετανάστευσαν από τη νοτιοανατολική Ασία πριν από 40.000 χρόνια περίπου.

Οι πρώτοι Ευρωπαίοι έφτασαν στη χώρα στα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα, από το 1901 ως το 1973, οι κυβερνήσεις ακολούθησαν την αποκαλούμενη μεταναστευτική πολιτική της “Λευκής Αυστραλίας”, ενθαρρύνοντας με ποικίλες κρατικές παροχές και διευκολύνσεις Ευρωπαίους μετανάστες να εγκατασταθούν στη χώρα και απαγορεύοντας τη μόνιμη εγκατάσταση σε μετανάστες προερχόμενους από άλλες ηπείρους.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο η μεταναστευτική πολιτική είχε ως στόχο την προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων μεταναστών, με βάση την αντίληψη ότι η χώρα χρειάζεται πληθυσμό για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί τις πλουτοπαραγωγικές πηγές.

Μετά το 1973 η πολιτική της “Λευκής Αυστραλίας” εγκαταλείφθηκε και δόθηκαν άδειες και σε Ασιάτες μετανάστες να εγκατασταθούν στη χώρα, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός τους να τετραπλασιαστεί μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα. Το 2010 επίσημες πηγές υπολόγιζαν ότι περίπου το 20% των κατοίκων έχει γεννηθεί έξω από τα σύνορα της χώρας. Η ενσωμάτωση των διαφόρων εθνικοτήτων σε έναν ενιαίο και συνεκτικό κοινωνικό ιστό υπήρξε επιτυχής και έτσι ο πληθυσμός παρουσιάζει μεγάλο βαθμό ομοιογένειας.

Οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι υπολογίζονται σε 500.000 περίπου, οι περισσότεροι από τους οποίους μετανάστευσαν κατά την περίοδο μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, με μεγαλύτερες ελληνικές κοινότητες αυτές της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ.

Θρησκεία

Θρησκευτικά πικρατεί καθεστώς συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας. Η Ευρωπαϊκή καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων της χώρας προσδιορίζει και τη συνακόλουθη επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας. Το 26% των κατοίκων είναι ρωμαιοκαθολικοί, το 24% αγγλικανοί και το 24% χριστιανοί άλλων δογμάτων όπως ουνίτες, ορθόδοξοι, λουθηρανοί, βαπτιστές, πρεσβυτεριανοί, περίπου το 2% είναι μουσουλμάνοι, εβραίοι και βουδιστές, ενώ στο 22% φτάνουν αυτοί που αρνούνται να δηλώσουν θρήσκευμα ή δηλώνουν άθρησκοι.

Ορθοδοξία

Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούν περίπου το 2,7% του συνολικού πληθυσμού και ανήκουν εκκλησιαστικά στην Αρχιεπισκοπή της Αυστραλίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας ιδρύθηκε από τα τέλη του 19ου αιώνα, με πρωτοβουλία των ορθόδοξων μεταναστών, ενώ αρχικά οι ανάγκες των πιστών εξυπηρετήθηκαν από ιερείς του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και αργότερα της Εκκλησίας της Ελλάδας. Το 1923 ιδρύθηκε η Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας, που υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ενώ το 1959 αναγορεύτηκε σε Αρχιεπισκοπή και αργότερα, το 1970, η Εκκλησία της Νέας Ζηλανδίας αποσπάστηκε και αποτελεί πλέον ιδιαίτερη μητρόπολη.

Γλώσσα

Επίσημη γλώσσα είναι η αγγλική, που ομιλείται από το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού της χώρας. Οι μειονότητες χρησιμοποιούν ευρύτατα και τις γλώσσες των χωρών καταγωγής τους, οι οποίες μάλιστα διδάσκονται και στα μειονοτικά σχολεία. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει για τις 50 περίπου διαλέκτους της γλώσσας των αμπορίτζινς που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας και που αποτελούν αντικείμενο κρατικής προστασίας, η οποία υλοποιείται με τη συστηματική καταγραφή και μελέτη τους.

Κοινωνική οργάνωση

Υγεία – Πρόνοια

Το σύστημα δημόσιας υγείας και το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας της Αυστραλίας βρίσκονται σε ικανοποιητικό επίπεδο, κυρίως χάρη στις κυβερνήσεις του Εργατικού Κόμματος, που κυβέρνησαν τη χώρα από το 1983 ως το 1996. Το εθνικό σύστημα υγείας καλύπτει πλήρως τη νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία και τμήμα των εξόδων νοσηλείας σε ιδιωτικά ιατρεία. Το σύστημα υγείας, με τη “Βασιλική Υπηρεσία Ιπτάμενων Γιατρών”, καλύπτει πλήρως ακόμα και τις απομονωμένες περιοχές της χώρας. Στην Αυστραλία η βρεφική θνησιμότητα είναι 0,49% (2002).

Οι παροχές του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας περιλαμβάνουν επιδόματα ανεργίας, τοκετού και λοχείας, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, χηρείας, νοικοκυράς (για τις γυναίκες που δε δικαιούνται άλλη σύνταξη) κλπ.

Εκπαίδευση

Το 100% των κατοίκων της Αυστραλίας είναι εγγράμματοι και το ποσοστό αυτό οφείλεται στην καλή οργάνωση και το υψηλό επίπεδο της δημόσιας εκπαίδευσης, που είναι δωρεάν και υποχρεωτική για τα παιδιά ηλικίας 6 – 15 χρονών. Η δημόσια εκπαίδευση παρέχεται από τις αρχές των πολιτειών και χρηματοδοτείται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, η οποία έχει και την αρμοδιότητα της εποπτείας της.

Καθώς στην ύπαιθρο χώρα της Αυστραλίας, με τις μεγάλες αραιοκατοικημένες εκτάσεις, δεν έχουν αναπτυχθεί χωριά, όπως αυτά της Ευρώπης, και οι αγρότες ζουν σε σχετική απομόνωση, πολλές φορές σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων από τους πιο κοντινούς τους γείτονες, έχει δημιουργηθεί για την εκπαίδευση των παιδιών αυτών των περιοχών ένα σύστημα διδασκαλίας από απόσταση, το οποίο εκμεταλλεύεται εξελιγμένες τεχνολογίες (κυκλώματα τηλεόρασης, υπολογιστών κλπ.) για να επιτύχει το στόχο του. Πρέπει να σημειωθεί ότι περίπου το 25% των μαθητών της Αυστραλίας μαθητεύουν σε ιδιωτικά σχολεία, κυρίως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι δωρεάν, μέρος όμως των εξόδων των φοιτητών καλύπτεται κατά κανόνα από τις πολλές κρατικές υποτροφίες που δίνονται κάθε χρόνο. Λειτουργούν πολλά κολέγια που παρέχουν τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από τα 32 πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, τα παλαιότερα από τα οποία είναι αυτό του Σίδνεϊ, που ιδρύθηκε το 1850, αυτό της Μελβούρνης, που ιδρύθηκε το 1853, αυτό της Αδελαΐδας, που ιδρύθηκε το 1874, και αυτό της Τασμανίας, που ιδρύθηκε το 1890.

Ένοπλες Δυνάμεις

Οι ένοπλες δυνάμεις της Αυστραλίας έχουν συμμετάσχει και στους δύο παγκόσμιους πολέμους, όπως και στους πολέμους του Βιετνάμ και της Κορέας, παρόλο που η χώρα δεν έχει δεχτεί ποτέ άμεση επίθεση από κάποια εχθρική δύναμη. Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική, αλλά όχι καθολική.

Οι υπόχρεοι θητείας καθορίζονται με κλήρο, υπηρετούν για δύο χρόνια και παραμένουν στην εφεδρεία για άλλα τρία. Ο στρατός της Αυστραλίας έχει δυναμικό 57.400 ατόμων (1997), 15 σμήνη αεροσκαφών, ένα αεροπλανοφόρο, τρεις πυραυλακάτους, πέντε αντιτορπιλικά και έξι υποβρύχια. Κατά το οικονομικό έτος 2002 το 2% του ΑΕΠ της χώρας διατέθηκε για τις αμυντικές δαπάνες.

Γεωγραφία

Μορφολογία εδάφους

Στα προϊστορικά γεωλογικά χρόνια κομμάτι μιας μεγάλης ξηράς που κάλυπτε όλο το νότιο ημισφαίριο και δεν έχει σπουδαία βουνά. Οι Αυστραλιανές Άλπεις έχουν σήμερα διαβρωθεί τόσο, ώστε ούτε οι σιδηροδρομικές γραμμές δυσκολεύονται να περάσουν από τα παράλια στο εσωτερικό. Τα ψηλότερα βουνά είναι η Τάουνσενδ και η Κοσιούσκο, που βρίσκονται στην πολιτεία της Νέας νότιας Ουαλλίας και η Βόγογκ, στην πολιτεία Βικτώρια.

Σε μεγάλη έκταση το έδαφος κλίνει προς τα μέσα κι έτσι εμποδίζεται η διαφυγή των νερών προς τη θάλασσα. Το πιο χαμηλό σημείο αυτής της κοίλης περιοχής περιλαμβάνει τη λίμνη Έυρ, που βρίσκεται 12 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Γενικά οι λίμνες της Αυστραλίας είναι πολλές, αλλά δεν έχουν όλες πάντα νερό. Το νερό των λιμνών είναι αλμυρό και έτσι δεν είναι χρήσιμα τα εδάφη τους, για να αποξηρανθούν.

Οι σπουδαιότερες, εκτός από την Έυρ, είναι η Αμαδέου και η Τόρρενς. Ο σπουδαιότερος ποταμός της Αυστραλίας είναι ο Μώραιν που χύνεται στον Ινδικό ωκεανό. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός, γιατί έχει πάντοτε νερό και γιατί μαζί με τους παραπόταμους καλύπτει ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου. Άλλος, μικρότερης σημασίας, ποταμός είναι ο Κούπερ που χύνει τα νερά του στη λίμνη Έυρ.

Σε γενικές γραμμές είναι μια επίπεδη χώρα με το μέσο υψόμετρό της στα 275 μέτρα ο διαμελισμός των ακτών της είναι γενικά φτωχός και ξεχωρίζουν ο κόλπος της Καρπεντάρια στις βόρειες ακτές και ο Μεγάλος Αυστραλιανός κόλπος στις νότιες, ενώ σχετικά πλούσιος είναι ο διαμελισμός του κεντρικού και ανατολικού τμήματος των βόρειων ακτών της Αυστραλίας. Στο βορειανατολικό άκρο της σχηματίζονται οι μεγάλες χερσόνησοι της Υόρκης, και της γης του Άρνεμ, στις ανατολικές ακτές σχηματίζονται φυσικά λιμάνια, σημαντικότερα από τα οποία είναι αυτά του Μπρισμπέιν, του Νιούκαστλ και του Σίδνεϊ.

Σε μήκος 2.012 χιλιομέτρων, από το Ακρωτήριο της Υόρκης ως το Μπάνταμπεργκ της Κουίνσλαντ, παράλληλα με τις ανατολικές ακτές, εκτείνεται το Μεγάλο Κοραλλιογενές Φράγμα, το οποίο σχηματίζεται από μια σειρά κοραλλιογενών υφάλων και αποτελεί τη μεγαλύτερη κοραλλιογενή διαμόρφωση του πλανήτη.

Τμήματα του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Φράγματος δημιουργήθηκαν πριν από 40 εκατομμύρια χρόνια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του σχηματίστηκε κατά τους τελευταίους παγετώνες, δηλαδή πριν από 2,5 εκατομμύρια χρόνια. Οι ακτές της χώρας είναι ομαλές και τις διαδέχεται μια εύφορη πεδινή ζώνη, πλάτους περίπου 65 χιλιομέτρων. Η εύφορη αυτή ζώνη των ανατολικών και δυτικών ακτών της χώρας είναι η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Αυστραλίας.

Η ενδοχώρα αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από ένα εκτεταμένο οροπέδιο στο βόρειο και δυτικό τμήμα, μια μεγάλη οροσειρά που διατρέχει το ανατολικό τμήμα της και μια μεγάλη πεδιάδα στο νότιο. Παράλληλα με την ανατολική ακτή, στο ανατολικό τμήμα, από το ακρωτήριο της Υόρκης ως την πολιτεία της Βικτόρια, σχηματίζεται η Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά, που χωρίζει την παράκτια πεδιάδα από την ενδοχώρα. Οι ανατολικές παρειές της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς είναι σχετικά απότομες, σε αντίθεση με τις δυτικές, που σβήνουν ομαλά προς το εσωτερικό του νησιού.

Η οροσειρά αποτελείται από μερικά ξεχωριστά τμήματα, με διαφορετικές ονομασίες το καθένα. Στο βόρειο τμήμα της πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας αναπτύσσεται η οροσειρά της Νέας Αγγλίας, δυτικά του Σίδνεϊ τα Μπλε όρη και, στο ΝΑ άκρο της χώρας, οι Αυστραλιανές Άλπεις. Ένα μικρό τμήμα της οροσειράς, τα όρη Γκάμπιανς, εκτείνονται από το νότιο άκρο των Αυστραλιανών Άλπεων προς τα δυτικά, ενώ ένα άλλο τμήμα της εκτείνεται ως την Τασμανία, που χωρίζεται από την ήπειρο από τον πορθμό Μπας. Ψηλότερη κορυφή της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς και ολόκληρης της χώρας είναι η κορυφή Κοσιούσκο, ύψους 2.230 μ. στις Αυστραλιανές Άλπεις.

Στο δυτικό και στο βόρειο τμήμα εκτείνεται ένα μεγάλο οροπέδιο, μέσου ύψους περίπου 200 μέτρων, στην επιφάνεια του οποίου αναπτύσσονται χαμηλοί και απομονωμένοι ορεινοί όγκοι, όπως το Χάμερσλι με μέγιστο ύψος 1.225 μέτρων και το Μακ Μτόνελ με μέγιστο ύψος 1.510 μέτρων. Το μεγαλύτερο μέρος του τμήματος αυτού της χώρας καλύπτεται από ερήμους, όπως η Βικτόρια, η Γκίμπσον, η Μεγάλη Αμμώδης, ενώ έρημος καταλαμβάνει και το οροπέδιο της γης του Άρνεμ.

Ανάμεσα στα ανατολικά όρη και το δυτικό μεγάλο οροπέδιο εκτείνεται η κεντρική πεδιάδα, το ανατολικό τμήμα της οποίας είναι εξαιρετικά εύφορο, ενώ το δυτικό τμήμα είναι ελώδες και ακατάλληλο για καλλιέργεια. Στο νότιο άκρο του κεντρικού τμήματος της μεγάλης αυτής πεδιάδας σχηματίζεται το όρος Φλίντερς, με μέγιστο ύψος 1.189 μέτρων.

Υδρογραφία

είναι η πιο άνυδρη από όλες τις ηπείρους. Ποταμοί συνεχούς ροής σχηματίζονται μόνο στο ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της, όπου οι τιμές των βροχοπτώσεων είναι μεγάλες και η Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά επιτρέπει τη συγκέντρωση των υδάτων. Το μεγαλύτερο και σημαντικότερο ποτάμιο σύστημα της χώρας είναι αυτό των ποταμών Μάρεϊ και Ντάρλινγκ, η λεκάνη απορροής του οποίου έχει έκταση 1.160.000 τ. χλμ.

Οι δύο ποταμοί έχουν τις πηγές τους στις Αυστραλιανές Άλπεις και ρέουν προς τα δυτικά, έχοντας ζωτική σημασία για την άρδευση του ανατολικού τμήματος της κεντρικής πεδιάδας της χώρας. Ο Ντάρλινγκ, που μπορεί να θεωρηθεί παραπόταμος του Μάρεϊ, έχει μήκος 2.793 χιλιόμετρα και ενώνεται με τον Μάρεϊ στο ύψος της πόλης Γουέντγουορθ. Υπό φυσιολογικές συνθήκες ο Ντάρλινγκ ξεραινόταν όταν οι βροχοπτώσεις δεν ήταν αρκετές, όμως, μετά από μια σειρά έργων, η ροή του ελέγχεται από φράγματα και δεξαμενές που εξασφαλίζουν την αδιάκοπη συνέχειά της.

Ο ποταμός Μάρεϊ, που σχηματίζει το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Βικτόρια, έχει μήκος 2.589 χιλιόμετρα. Εκβάλλει στον Ινδικό ωκεανό, ανατολικά της Αδελαΐδας, και είναι πλωτός στο κάτω τμήμα του ρου του, μόνο κατά την περίοδο των βροχών και από μικρού ή μεσαίου μεγέθους σκάφη.

Εκτός από τα νερά του Ντάρλινγκ, δέχεται και τα νερά άλλων μικρότερων ποταμών και ρευμάτων, όπως του Λάκλαν και του Μαραμπίτζι. Η εντατική εκμετάλλευση των υδάτων του Μάρεϊ, για ύδρευση, άρδευση και παραγωγή ενέργειας σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς, έχει οδηγήσει στη μείωση της ροής του κατά τα τελευταία χρόνια.

Στις ανατολικές πλαγιές της Μεγάλης Διαχωριστικής Οροσειράς σχηματίζονται μερικοί ποταμοί μικρού μεγέθους, καθώς δεν υπάρχει αρκετός χώρος ανάμεσα στα βουνά και τη θάλασσα που θα επέτρεπε την ανάπτυξη μεγαλύτερων. Σημαντικότεροι απ` όλους είναι ο ποταμός Χάντερ, που εκβάλλει στον Ειρηνικό στο ύψος του Νιούκαστλ, και ο Μπούντεκιν, οι εκβολές του οποίου βρίσκονται νότια της Τάουνσβιλ.

Η μεγαλύτερη έκταση της κεντρικής πεδιάδας της Αυστραλίας αρδεύεται από μια σειρά μικρών ποταμών, όπως οι ποταμοί Τζορτζίνα, Κούπερ Κρικ κ.ά. Το Βόρειο Διαμέρισμα της χώρας το διατρέχουν αρκετοί μικροί ποταμοί, όπως ο Βικτόρια, ο Ντέιλι και ο Ρόπερ, η ροή των οποίων δεν είναι κανονική, αλλά εξαρτάται από τις βροχοπτώσεις, ενώ και στην πολιτεία της Κουίνσλαντ οι μικροί ποταμοί (θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει απλώς ρεύματα) που σχηματίζονται ρέουν προς τα βόρεια και εκβάλλουν στον κόλπο της Καρπεντάρια.

Τέλος, στη δυτική Αυστραλία, οι ποταμοί Φίτζροϊ, Ασμπάρτον, Γκάσκοϊν, Μούρτσισον κ.ά., έχουν ροή που εξαρτάται από τις βροχές και συχνά ξεραίνονται.

Στη Νότια Αυστραλία σχηματίζονται αρκετές λίμνες αλμυρού νερού. Μεγαλύτερες από αυτές είναι η Έιρ, που έχει έκταση 8.200 τ. χλμ. και η επιφάνεια της βρίσκεται σε επίπεδο 12 μέτρων κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, η Τόρενς, που έχει έκταση 5.800 τ. χλμ. και η επιφάνειά της βρίσκεται 34 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και η Γκέρντνερ, έκτασης 7.700 τ. χλμ., της οποίας η επιφάνεια βρίσκεται 111 μέτρα κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Κατά τις περιόδους ανομβρίας συχνά η στάθμη των λιμνών πέφτει δραματικά και μετατρέπονται σε αλατούχες βαλτώδεις εκτάσεις.

Η γενική λειψυδρία κατέστησε απαραίτητη τη δημιουργία εκτεταμένων αρδευτικών έργων και έργων διαχείρισης υδάτινων πόρων, που εξασφαλίζουν την απρόσκοπτη άρδευση των καλλιεργειών και υδροδότηση των πόλεων.

Κλίμα

Το βόρειο τμήμα της, περίπου το 40% της συνολικής έκτασης της χώρας, βρίσκεται στην τροπική ζώνη με μεγάλες τιμές ετήσιων βροχοπτώσεων, υψηλή υγρασία και μέσες θερμοκρασίες. Η περιοχή έχει μόνο δύο κλιματολογικές εποχές, μία θερμή εποχή με πολλές βροχοπτώσεις, ιδιαίτερα κατά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, στη διάρκεια της οποίας πνέουν βόρειοι μουσώνες, και μία θερμή και ξερή εποχή. Η θερμομετρική μεταβολή ανάμεσα στις δύο αυτές εποχές είναι μικρή. Το Ντάργουιν, π.χ., στις βόρειες ακτές της χώρας, έχει μέση θερμοκρασία Ιανουαρίου 28,3° C και μέση θερμοκρασία Ιουλίου 25° C.

Η μέση τιμή των ετήσιων βροχοπτώσεων σε τμήματα της πολιτείας του Κουίνσλαντ ξεπερνά τα 2.500 χιλιοστόμετρα, ενώ σε άλλες περιοχές της βόρειας Αυστραλίας κυμαίνεται γύρω στα 1.500 χιλιοστόμετρα. Προς το εσωτερικό της χώρας, πέρα από την περιοχή των μουσώνων, οι βροχοπτώσεις ελαττώνονται σημαντικά και η πυκνή βλάστηση των βόρειων ακτών δίνει τη θέση της σε εκτάσεις με βλάστηση τύπου σαβάνας και στη συνέχεια σε ερημικές εκτάσεις, που εκτείνονται στην κεντρική και δυτική Αυστραλία και καλύπτουν περίπου το 60% της συνολικής επιφάνειας της χώρας.

Σ` αυτές τις περιοχές η θερμοκρασία φτάνει τους 45° C και η ετήσια βροχόπτωση είναι λιγότερη από 250 χιλιοστόμετρα.

Το κλίμα των νότιων περιοχών της χώρας είναι ήπιο. Σαυτό το τμήμα σημειώνονται τέσσερις εποχές. Η μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου και του Φεβρουαρίου κυμαίνεται από 18° C ως 20° C, ενώ αυτή του Ιουνίου και του Ιουλίου είναι γύρω στους 10° C. Η ανατολική παράκτια ζώνη δέχεται πολλές βροχοπτώσεις, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Παραδείγματος χάρη, στο Μπρισμπέιν η μέση ετήσια βροχόπτωση φτάνει τα 1.153 χιλιοστόμετρα. Ασφαλώς, σ αυτές τις περιοχές το υψόμετρο αποτελεί παράγοντα καθοριστικό των κλιματολογικών συνθηκών.

Έτσι, στη Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλότερη (θερμοκρασίες 2° C είναι συνήθεις). Μάλιστα το νότιο τμήμα της οροσειράς είναι η μοναδική περιοχή της Αυστραλίας όπου σημειώνονται κατά καιρούς χιονοπτώσεις.

Πολλές βροχοπτώσεις δέχεται και το νοτιοανατολικό άκρο της χώρας, κυρίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στο Περθ η μέση τιμή των ετήσιων βροχοπτώσεων είναι 873 χιλιοστόμετρα και η μέση θερμοκρασία είναι 23,2° C τον Ιανουάριο και 12,8° C τον Ιούλιο. Μεγάλη ποσότητα βροχοπτώσεων, και μάλιστα σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, δέχεται και η Τασμανία, στις κορυφές της οποίας ενίοτε σημειώνονται και χιονοπτώσεις.

Οι κλιματικές συνθήκες της χώρας καθιστούν το νότιο – νοτιανατολικό τμήμα της ιδιαίτερα επικίνδυνο σε ξαφνικές αναφλέξεις θαμνωδών εκτάσεων οι οποίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε εκτεταμένες καταστροφικές πυρκαγιές. Δεν είναι λίγες και οι φορές που περιοχές της Αυστραλίας πλήττονται από τροπικούς κυκλώνες ή γνωρίζουν συνθήκες ξηρασίας. Στις βόρειες και κυρίως στις βορειοδυτικές περιοχές της χώρας τα κύματα καύσωνα τα οποία προκαλούνται από θερμούς ανέμους που πνέουν από την ενδοχώρα, αποτελούν σύνηθες φαινόμενο.

Οικονομία

Η Αυστραλία είναι οικονομικά εύρωστη χώρα και συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 20 περισσότερο αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η οικονομία της βασίζεται παραδοσιακά στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά, από τη δεκαετία του 1960, και στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του υπεδάφους της και στη βιομηχανία.

Τέλος, η αλματώδης ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα έχει αναδείξει την Αυστραλία σε χρηματοπιστωτικό κέντρο της ΝΑ Ασίας και της περιοχής του Ειρηνικού. Η εξάρτηση της οικονομίας της Αυστραλίας από την αγροτική παραγωγή την καθιστά ευπαθή στις διακυμάνσεις των αγροτικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.

Το ΑΕΠ του 2002 ήταν 528 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλή Α.Ε.Π. του ίδιου χρόνου 27.000 δολάρια ΗΠΑ. Το εξωτερικό χρέος της χώρας είναι αρκετά μεγάλο (176.800.000.000 δολάρια ΗΠΑ, το 2001), ενώ ο πληθωρισμός έφτασε στο 2,8% το 2002. Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2001 ήταν πλεονασματικός με έξοδα 84.100.000.000 και έσοδα 86.800.000.000 δολαρίων ΗΠΑ. Νομισματική μονάδα της χώρας είναι το δολάριο Αυστραλίας (AUD), η ισοτιμία του οποίου με το δολάριο ΗΠΑ ήταν τον Ιανουάριο του 2002: 1,9354 δολάρια Αυστραλίας = 1 δολάριο ΗΠΑ.

Γεωργία – Κτηνοτροφία

Ο πρωτογενής τομέας παράγει το 3% του ΑΕΠ απασχολώντας το 5% των εργαζομένων της χώρας. Η Αυστραλία όχι μόνο είναι αυτάρκης όσον αφορά την παραγωγή τροφίμων, αλλά αποτελεί και έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς κτηνοτροφικών προϊόντων (κρέας, γαλακτοκομικά προϊόντα, μαλλί) και σιτηρών του κόσμου. Έτσι, η πρωτογενής παραγωγή αποτελεί τη βάση μιας μεγάλης αλυσίδας οικονομικών δραστηριοτήτων και το βάθρο όπου στηρίζεται η οικονομία της χώρας. Το γεωργικό έδαφος καλύπτει το 6,7% της συνολικής έκτασης της χώρας, ενώ τα λιβάδια και οι βοσκότοποι το 54,3%. Οι ετήσιες εξαγωγές προϊόντων του πρωτογενούς τομέα αντιστοιχούν περίπου στο 30% της αξίας των συνολικών ετήσιων εξαγωγών της χώρας.

Η γεωργική παραγωγή διαθέτει άριστη υλικοτεχνική υποδομή, με βάση την οποία έγινε δυνατή η μετατροπή των απομακρυσμένων ερημικών εκτάσεων της ενδοχώρας σε αποδοτικές καλλιέργειες. Η γεωμορφολογία της χώρας ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων αγροκτημάτων, στα οποία καλλιεργείται κυρίως σιτάρι, ζαχαροκάλαμο (κυρίως στην πολιτεία της Κουίνσλαντ), κριθάρι, βρόμη, καλαμπόκι, ρύζι, αμπέλι, καπνός, βαμβάκι, πατάτες, εσπεριδοειδή, μήλα και άλλα φρούτα.

Η κτηνοτροφία αποτελεί τον κυριότερο κλάδο του πρωτογενούς τομέα της Αυστραλίας. Στη χώρα εκτρέφονται βοοειδή, πρόβατα, χοίροι και πουλερικά. Η Αυστραλία αποτελεί το μεγαλύτερο παραγωγό μαλλιού στον κόσμο, παράγοντας περίπου το 30% της παγκόσμιας παραγωγής του προϊόντος (850.000 τόνοι το 1991). Μάλιστα, περίπου το 95% της παραγωγής της χώρας εξάγεται.

Η ποικιλία των αλιευμάτων της Αυστραλίας είναι πλουσιότατη και τα έσοδα από την αλιεία σημαντικά. Αλιεύονται μπακαλιάροι, τόνοι, κέφαλοι, πέρκες, σολωμοί, γαρίδες, αστακοί, καραβίδες, καβούρια και άλλα αλιεύμετα. Πιο πλούσια είναι τα νερά των πολιτειών της Νέας Νότιας Ουαλίας και της Δυτικής Αυστραλίας.

Η εντατική εκμετάλλευση των δασών, που καλύπτουν περίπου το 6% της έκτασης της Αυστραλίας, προκάλεσε κατά το παρελθόν σοβαρές οικολογικές καταστροφές και η κυβέρνηση έχει πάρει αυστηρά μέτρα ελέγχου της υλοτομίας, η οποία πάντως παραμένει σημαντικός κλάδος της οικονομίας της χώρας. Τα κυριότερα δάση βρίσκονται στις παράκτιες περιοχές της ανατολικής, νοτιοανατολικής και νοτιοδυτικής Αυστραλίας, καθώς και στην Τασμανία. Από τα είδη που υλοτομούνται σημαντικότερο είναι ο ευκάλυπτος, η ξυλεία του οποίου είναι ανθεκτική και κατάλληλη για πολλές εφαρμογές.

Ορυκτός πλούτος

Ο δευτερογενής τομέας συμμετέχει κατά 26% στο σχηματισμό του ΑΕΠ και απασχολεί το 22% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Το υπέδαφος της Αυστραλίας είναι πλούσιο σε πετρέλαιο (στο νησί Μπάροου, απέναντι από τις βορειοδυτικές ακτές της χώρας, στην πολιτεία της Βικτόρια και της Νέας Νότιας Ουαλίας κ.α.), φυσικό αέριο (στο νησί Μπάροου, στις πολιτείες της Νέας Νότιας Ουαλίας, της Βικτόρια και της Κουίνσλαντ κ.α.), γαιάνθρακα (κυρίως στη Νέα Νότια Ουαλία), χρυσό (στη Νέα Νότια Ουαλία, στη Βικτόρια, τη βόρεια Κουίνσλαντ και τη Δυτική Αυστραλία), χαλκό, ουράνιο (στη βορειοδυτική Κουίνσλαντ, την πολιτεία της Νότιας Αυστραλίας και στο Βόρειο Διαμέρισμα), σιδηρομεταλλεύματα, βωξίτη (κυρίως στη Δυτική Αυστραλία και την Κουίνσλαντ), μόλυβδο, άργυρο, ψευδάργυρο, κασσίτερο, νικέλιο (κυρίως στη Δυτική Αυστραλία), μαγγάνιο, διαμάντια (στο Κίμπερλι της Δυτικής Αυστραλίας) κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αυστραλία καλύπτει περισσότερο από το 30% της συνολικής παραγωγής βωξίτη του πλανήτη, ενώ παράγει το 11% της παγκόσμιας παραγωγής χρυσού και το 20% αυτής των διαμαντιών.

Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες κατέλαβε σημαντική θέση στην οικονομία της Αυστραλίας. Μάλιστα η συμβολή της εξορυκτικής δραστηριότητας, τόσο στο σχηματισμό του ΑΕΠ, όσο και στις εξαγωγές, αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Η αξία των εξαγωγών γαιάνθρακα και πετρελαίου αντιστοιχούν στο 20% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας και αυτή των σιδηρομεταλλευμάτων σχεδόν στο 25%. Τα αποθέματα αργού πετρελαίου της χώρας υπολογίζονταν το 1995 σε 1,6 – 1,9 δισεκατομμύρια βαρέλια.

Βιομηχανία

Η βιομηχανία της Αυστραλίας, που έχει παρουσιάσει μεγάλη ανάπτυξη μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, είναι συγκεντρωμένη κυρίως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Λειτουργούν μονάδες αεροναυπηγικής και ναυπηγικής, αυτοκινητοβιομηχανίες και βιομηχανίες κατασκευής γεωργικών και άλλων οχημάτων, μονάδες κατασκευής ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών, μονάδες παραγωγής πετρελαίου, χημικές βιομηχανίες, βιομηχανίες μετάλλου (κυρίως χάλυβα και αλουμινίου) και κάθε είδους μεταποιητικές μονάδες, όπως τροφίμων και ποτών, κονσερβοποιίας, υφαντουργίας, βυρσοδεψίας, ξυλουργίας κ.ά.

Οι μεταποιητικές βιομηχανίες της Αυστραλίας καλύπτουν κυρίως τις εγχώριες ανάγκες και δεν έχουν επεκτείνει τις αγορές τους και στο εξωτερικό. Κατά το παρελθόν οι κυβερνήσεις της χώρας υποστήριζαν με μια σειρά υψηλών προστατευτικών δασμών ορισμένες βιομηχανίες της χώρας που δεν ήταν ανταγωνιστικές σε σχέση με ομόλογές τους του εξωτερικού. Οι δασμοί αυτοί όμως σταδιακά καταργήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε η κυβέρνηση της Αυστραλίας προχώρησε σε μια σειρά οικονομικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της άρσης του κανονιστικού ρόλου του κράτους στην οικονομία, ως απάντηση στα αυξανόμενα προβλήματα της οικονομίας της χώρας.

Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Αυστραλίας επαρκεί για την ικανοποίηση των εγχώριων αναγκών. Αν και οι ποταμοί της χώρας παρέχουν δυνατότητες υδροηλεκτρικής εκμετάλλευσής τους, το ποσό της ενέργειας που μπορεί να παραχθεί από παρόμοιους σταθμούς είναι μάλλον μικρό για το σύνολο των αναγκών της αχανούς αυτής χώρας. Μέχρι την ανακάλυψη των κοιτασμάτων πετρελαίου, τη δεκαετία του 1960, σημαντικότερη πηγή ενέργειας της Αυστραλίας αποτελούσε ο γαιάνθρακας και κατά συνέπεια οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί. Το 1993 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της Αυστραλίας έφτασε τα 155 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες.

Εμπόριο

Στην Αυστραλία έχει αναπτυχθεί ένας διογκωμένος και πολυσχιδής τριτογενής τομέας, ως αποτέλεσμα της γενικότερης οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ο τριτογενής τομέας παράγει το 71% του ΑΕΠ και απασχολεί το 73% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Σημαντικός είναι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού κλάδου, που βασίζεται σε βρετανικά πρότυπα. Η νομισματική πολιτική της κυβέρνησης εφαρμόζεται από την “Αποθεματική Τράπεζα της Αυστραλίας”, που έχει και το δικαίωμα έκδοσης του εθνικού νομίσματος.

Η δραστηριότητα της Αποθεματικής Τράπεζας συμπληρώνεται από τη δράση πολλών ακόμα κρατικών και ιδιωτικών τραπεζικών οργανισμών, κυριότεροι από τους οποίους είναι η κρατική εμπορική “Κοινοπολιτειακή Τράπεζα της Αυστραλίας”, η “Κρατική Τράπεζα της Νέας Νότιας Ουαλίας”, η ιδιωτική “Αυστραλιανή και Νεοζηλανδική Τραπεζική Εταιρεία” κ.ά.

Το εξωτερικό εμπόριο της χώρας παρουσιάζει συνήθως ενεργητικό ή ελαφρώς παθητικό ισοζύγιο. Το 2002 η Αυστραλία πραγματοποίησε εισαγωγές προϊόντων αξίας 68 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ και εξήγαγε προϊόντα αξίας 66,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ. Τα κυριότερα προϊόντα που εισάγει είναι ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, πρώτες ύλες, χημικά προϊόντα, μηχανήματα και οχήματα κ.ά., ενώ εξάγει διάφορα κτηνοτροφικά προϊόντα (μαλλί, κρέας κλπ.), σιτάρι, γαιάνθρακα, χρυσό, αλουμίνιο, πετρέλαιο κ.ά. Χώρες προέλευσης των εισαγόμενων προϊόντων είναι κυρίως οι ΗΠΑ (23% το 1994), η Ιαπωνία (18%), η Μεγάλη Βρετανία (6%), η Γερμανία (5%), η Νέα Ζηλανδία κ.ά., ενώ οι εξαγωγές της Αυστραλίας κατευθύνονται στην Ιαπωνία (25%), τις ΗΠΑ (11%), τη Νέα Ζηλανδία (6%), τη Νότια Κορέα (5%), τη Μεγάλη Βρετανία, την Ταϊβάν, τη Σιγκαπούρη κ.ά.

Η Αυστραλία επιδιώκει να αναδειχθεί σε σημαντικό οικονομικό παράγοντα της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού και οι εμπορικές της δραστηριότητες στοχεύουν προς αυτές τις περιοχές: περισσότερο από το 50% των εξαγωγών της κατευθύνονται σε χώρες της Ασίας.

Εργασία – Απασχόληση

Το 2001 τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό της Αυστραλίας αποτελούσε το 47,06% του συνολικού πληθυσμού, δηλαδή 9.200.000 κάτοικοι. Απ` αυτούς το 42,5% ήταν γυναίκες. Τον ίδιο χρόνο η ανεργία έφτασε στο ποσοστό του 6,3%.

Μεταφορές – Επικοινωνίες

Η γεωμορφολογία της Αυστραλίας παρουσιάζει αρκετά σοβαρά μειονεκτήματα για την ανάπτυξη ενός επαρκούς χερσαίου δικτύου συγκοινωνιών. Οι πυκνοκατοικημένες νοτιοανατολικές και ανατολικές περιοχές της χώρας διαθέτουν ασφαλώς καλύτερο δίκτυο συγκοινωνιών απ` ό,τι η αχανής και αραιοκατοικημένη ενδοχώρα και τα υπόλοιπα τμήματα των ακτών.

Το 1996 το οδικό δίκτυο της Αυστραλίας είχε μήκος 913.000 χιλιόμετρα και το σιδηροδρομικό 33.819 χιλιόμετρα. Μάλιστα, η Αυστραλία κατέχει μία από τις υψηλότερες θέσεις παγκοσμίως στην αναλογία αυτοκινήτων προς κατοίκους. Οι τεράστιες αποστάσεις έχουν ευνοήσει την ανάπτυξη αεροπορικών συγκοινωνιών και μεταφορών (είναι χαρακτηριστικό ότι το Περθ απέχει από το Σίδνεϊ σχεδόν όσο και από τη Σιγκαπούρη).

Υπάρχουν 421 αεροδρόμια στα οποία εκτελούνται προγραμματισμένες πτήσεις. Μεγαλύτερα και σημαντικότερα είναι αυτά της Καμπέρα, του Σίδνεϊ, της Μελβούρνης, του Περθ, της Αδελαΐδας, του Μπρισμπέιν και του Νιούκαστλ. Εθνικός αερομεταφορέας είναι η Κουάντας Έργουεϊς (Quantas Airways), που ιδρύθηκε το 1920. Κυριότερα λιμάνια της χώρας, μέσω των οποίων προωθείται το διαμετακομιστικό εμπόριο της Αυστραλίας, είναι τα λιμάνια του Σίδνεϊ, του Μπρισμπέιν, του Νιούκαστλ, της Μελβούρνης, του Περθ, της Αδελαΐδας, του Τζίλονγκ κ.ά. Ο εμπορικός στόλος της Αυστραλίας διαθέτει 66 πλοία, συνολικής χωρητικότητας 2.351 κόρων (1996).

Όσον αφορά τις επικοινωνίες, το επίπεδό τους είναι ικανοποιητικό ακόμη και στις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας. Αναλογεί 1 τηλεοπτική συσκευή σε 2 κατοίκους, 1 ραδιόφωνο σε 0,76 κατοίκους και 1 τηλέφωνο σε 1,94 κατοίκους. Στην Αυστραλία η ελευθερία του τύπου είναι απόλυτα σεβαστή. Εκδίδονται περίπου 500 εφημερίδες, οι 62 από τις οποίες είναι ημερήσιες. Η μέση κυκλοφορία των ημερήσιων εφημερίδων της χώρας φτάνει τα 261 φύλλα ανά 1.000 κατοίκους.

Τουρισμός

Αρκετά αναπτυγμένος είναι και ο τουρισμός. Το 1996 τα έσοδα από τους τουρίστες που επισκέφτηκαν τη χώρα έφτασαν τα 8.127.500.000 δολάρια ΗΠΑ.

Χλωρίδα

Η βλάστηση, καθώς και τα είδη των φυτών, διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες. Έτσι, στο βόρειο μέρος φυτεύονται πολλά είδη φοινίκων και αναρριχητικών φυτών. Στο νοτιοδυτικό μέρος υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά της ηπείρου φυτά. Στο νοτιοανατολικό μέρος υπάρχει πλούσια βλάστηση σε ευκαλύπτους που φτάνουν τα 135 είδη, καζουαρίνες (21 είδη), μελανολεύκες (97 είδη), ακακίες (300 είδη). Στο εσωτερικό της χώρας δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βλάστηση. Εξαιτίας του πετρώδους και αμμώδους εδάφους, βρίσκονται μόνο θαμνώδη φυτά. Από τα καρποφόρα φυτά τα περισσότερα τα έχουν φέρει από άλλες χώρες, ιδιαίτερα ευρωπαϊκές.

Καθώς η Αυστραλία είναι απομονωμένη γεωγραφικά, τα φυτικά και ζωικά της είδη αναπτύχθηκαν σε απομόνωση και εξελίχθηκαν κατά τρόπο διαφορετικό από ό,τι σε άλλα μέρη της Γης. Έτσι, μεγάλο μέρος των ειδών της χλωρίδας και της πανίδας της χώρας είναι ενδημικά, δηλαδή δε συναντούνται σε άλλους τόπους. Όπως είναι επόμενο, η βόρεια περιοχή της Αυστραλίας, που βρίσκεται στην τροπική ζώνη και έχει τροπικό κλίμα, παρουσιάζει και τροπική βλάστηση, ενώ νοτιότερα, στις περιοχές της σαβάνας, φύεται η χαρακτηριστική θαμνώδης βλάστηση τύπου σαβάνας.

Στη Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά έχουν αναπτυχθεί δάση, τα οποία προς τα δυτικά παραχωρούν τη θέση τους σε λιβάδια. Τυπικά είδη της χλωρίδας της Αυστραλίας είναι το αυτόχθονο πεύκο, ο ευκάλυπτος (πάνω από 600 είδη ευκαλύπτου απαντούν στη χώρα, ύψους μέχρι 90 μέτρων), η ακακία, το μπαομπάπ, ένα είδος δέντρου που αποθηκεύει νερό στο φιαλόσχημο κορμό του, κ.ά.

Ιδιομορφίες παρουσιάζει και η πανίδα της χώρας. Πριν από την έλευση των αποίκων, στην ανώτερη βαθμίδα της πανίδας βρίσκονταν μόνο τα μαρσιποφόρα θηλαστικά, όπως τα χορτοφάγα καγκουρό και κοάλα, ο σαρκοφάγος τασμανικός λύκος, που ζει μόνο στην Τασμανία, και πολλά άλλα. Από τα λοιπά είδη, χαρακτηριστικά είναι τα δηλητηριώδη ερπετά και έντομα που ζουν στην Αυστραλία (φίδια, αράχνες κ.ά.), ο αμφίβιος ορνιθόρυγχος, η μυρμηγκοφάγος έχιδνα, η στρουθοκάμηλος, ο μαύρος κύκνος, το πουλί “λύρα”, ο αυστραλιανός κροκόδειλος κ.ά. Και η χλωρίδα αλλά και η πανίδα της χώρας υπέστησαν μεγάλες αλλαγές υπό την ανθρώπινη επίδραση, καθώς οι άποικοι, που ήρθαν στην ήπειρο σε σχετικά όψιμη περίοδο, είχαν στη διάθεσή τους τα τεχνικά μέσα που τους επέτρεψαν να επιφέρουν κατά τη βούλησή τους σημαντικές μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον.

Σε τεράστιες εκτάσεις η ιθαγενής χλωρίδα αντικαταστάθηκε από εισαγόμενες καλλιέργειες, ενώ η πανίδα των κατοικίδιων που έφεραν οι άποικοι ανταγωνίζεται τα ιθαγενή είδη, τόσο ώστε να τίθεται υπό απειλή η επιβίωση των τελευταίων.

Πανίδα

Τα θηλαστικά ζώα της Αυστραλίας είναι τα περισσότερα μαρσιποφόρα που διακρίνονται σε 100 είδη. Άλλα από αυτά είναι καρποφάγα, άλλα εντομοφάγα και άλλα τρωκτικά. Υπάρχουν όμως και θηλαστικά μη μαρσιποφόρα, όπως ο σκύλος δίγγος, 21 είδη νυχτερίδας, 31 είδη ποντικιών.

Μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουν τα πτηνά, όπως ο δρυοκολάπτης, ο σπίνος, ο φασιανός, ο γύπας, η λύρα, πολλά είδη ψιττακών. Υπάρχουν πολλά είδη φιδιών και μάλιστα δηλητηριώδη καθώς και σαυρών (110 είδη). Στα παράλια, στα ποτάμια και στις λίμνες υπάρχουν κροκόδειλοι και θαλάσσιες χελώνες. Ζώα που μεταφέρθηκαν από αλλού στην Αυστραλία, όπως το κουνέλι, εξαγριώθηκαν εκεί. Στην Αυστραλία μεταφέρθηκε και το πρόβατο, που σήμερα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές πλούτου για τη χώρα. Το μαλλί των προβάτων της θεωρείται το καλύτερο στον κόσμο κι έδωσε τεράστια οικονομική ανάπτυξη στις εριοβιομηχανίες της Βρετανίας.

Κάτοικοι

Οι ιθαγενείς κάτοικοι της Αυστραλίας ανήκουν στην αυστραλιανή φυλή που θεωρείται αυτόχθων και υπάρχει μόνο εκεί. Τώρα ελάχιστοι κάτοικοι ανήκουν σ’ αυτήν τη φυλή. Ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων αποτελούν οι μετανάστες άποικοι, που ανήκουν φυλετικά κυρίως σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.

Πολιτισμός

Λογοτεχνία

Ο πολιτισμός της Αυστραλίας είναι βαθύτατα επηρεασμένος από τη βρετανική κουλτούρα, όπως είναι φυσικό. Η πνευματική ζωή της χώρας, αρχικά ολότελα εξαρτημένη από τη μητρόπολη, άρχισε να κάνει τα πρώτα βήματα προς τη διαμόρφωση μιας δικής της αυτόνομης και ξεχωριστής φυσιογνωμίας από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Σήμερα η Αυστραλία αποτελεί ένα από τα πολιτιστικά κέντρα του δυτικού κόσμου, που, αν και απομακρυσμένο, μετέχει σε όλες τις εξελίξεις της πολιτιστικής ζωής της Δύσης.

Τόσο η επιστημονική έρευνα, όσο και τα γράμματα και οι τέχνες, βρίσκονται υπό την προστασία του κράτους, το οποίο με ποικίλες χρηματοδοτήσεις και επιδοτήσεις επιχειρεί να συμβάλει στην προαγωγή της πνευματικής ζωής της χώρας.

Μια άλλη παράμετρος του πολιτισμού της Αυστραλίας είναι ο πολιτισμός των ιθαγενών, τα αρχαιότερα δείγματα της τέχνης των οποίων αποτελούν οι εγχάρακτες και γραπτές βραχογραφίες που έχουν εντοπιστεί σε σπήλαια της Αυστραλίας και χρονολογούνται από το 20.000 π.Χ. ως το 19ο αιώνα μ.Χ. Σήμερα, εκτός από τη μουσική τους, που παραμένει ζωντανό κομμάτι της ζωής τους, οι υπόλοιπες τέχνες των αμπορίτζινς αποτελούν μουσειακό είδος, που επηρεάζει βέβαια τη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού της χώρας, μάλλον όμως με τη δύναμη μιας νεκρής και γοητευτικής παράδοσης, παρά με την ισχύ μιας σύγχρονης και δυναμικής παρουσίας.

Εθνικές γιορτές

Εθνικές γιορτές της Αυστραλίας είναι η Ημέρα της Αυστραλίας, που γιορτάζεται στις 26 Ιανουαρίου και αποτελεί επέτειο της άφιξης των Βρετανών στην ήπειρο, το 1788, και η ημέρα ΑΝΖΑΚ (Australia and New Zealand Army Corps = Στρατιωτικό Σώμα Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας), που γιορτάζεται στις 25 Απριλίου, επέτειο της απόβασης των Αυστραλιανών και Νεοζηλανδικών στρατευμάτων στη Χερσόνησο της Καλλίπολης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, και τιμά τη μνήμη των στρατιωτών της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας που έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιθαγενείς “αμπορίτζινς” απέχουν από τους εορτασμούς της Ημέρας της Αυστραλίας.

Λογοτεχνία

Μοναδική λογοτεχνική παραγωγή της Αυστραλίας, από τον αποικισμό της ηπείρου ως τα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρξαν κάποια ρομαντικά αφηγήματα σχετικά με τις εντυπώσεις από τη νέα πατρίδα και τα προβλήματα των αποίκων και των μεταναστών, γραμμένα πάντα σύμφωνα με τα βρετανικά πρότυπα. Οι γνωστότεροι από τους συγγραφείς αυτής της περιόδου είναι ο Χένρι Κένταλ (1839 – 1882), ο Τσαρλς Χέρπερ (1813 – 1868), ο Χένρι Κίνγκσλεϊ (1830 – 1876) κ.ά. Πρώτη απόπειρα μορφοποίησης μιας καθαρά “αυστραλιανής” λογοτεχνίας υπήρξε η παραγωγή του κύκλου του περιοδικού “Μπούλετιν” (Bulletin = δελτίο) του Σίδνεϊ, κατά το 1880 – 90.

Με πρωτοστάτες τους Τζον Χέινς, Τζον Άρτσιμπαλντ, Τζόζεφ Φέρφι (1843 – 1912· το πραγματικό όνομά του Τομ Κόλινς), Χένρι Λόσον (1867 – 1922) κ.ά., έκανε την εμφάνισή της μια σειρά έργων με εθνικιστικές και ριζοσπαστικές για την εποχή απόψεις, σχετικά με τις αξίες της αγροτικής ζωής και την εθνική υπερηφάνεια των Αυστραλών.

Στη συνέχεια, στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον της πεζογραφίας στράφηκε κυρίως σε κοινωνικά θέματα, όπως η γεμάτη δυστυχία ζωή των εργατών και η ανάγκη κοινωνικής μεταρρύθμισης κ.ά. Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς είναι ο Λούις Στόουν, η Σουζάνα Πρίτσαρντ, ο Μάιλς Φράνκλιν, ο Βανς Πάλμερ κ.ά. Από το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μετά η λογοτεχνική παραγωγή της Αυστραλία πολλαπλασιάστηκε ραγδαία, δεν είναι ωστόσο πολλοί οι Αυστραλοί συγγραφείς των οποίων η φήμη εξαπλώθηκε και πέρα από τα εθνικά τους σύνορα. Μερικοί απ` αυτούς είναι οι μυθιστοριογράφοι Πάτρικ Γουάιτ, Πάτρικ Μπόιντ και Χαλ Πόρτερ και οι ποιητές Ρόμπερτ Ντ. Φιτζέραλντ, Ντάγκλας Στιούαρτ, Τζούντιθ Ράιτ κ.ά.

Καλές Τέχνες

Η αρχαιότερη μορφή εικαστικών τεχνών της ηπείρου είναι η ζωγραφική των ιθαγενών της Αυστραλίας σε βράχους και φλοιούς δέντρων, τα παλαιότερα δείγματα της οποίας χρονολογούνται περίπου στο 20.000 π.Χ. Είναι γνωστές περισσότερες από 1.000 θέσεις όπου σώζονται τέτοιου είδους απεικονίσεις. Στις μέρες μας πλέον οι τέχνες των ιθαγενών έχουν παρακμάσει και απλώς αποτελούν πηγή μελέτης για τους ιστορικούς της τέχνης και τους εθνολόγους και έμπνευσης για τους εικαστικούς δημιουργούς της Αυστραλίας.

Οι πρώτες γενιές των αποίκων, όπως είναι αναμενόμενο, δεν ήταν σε θέση να αναπτύξουν ιδιαίτερα τις καλές τέχνες, καθώς είχαν να διεξάγουν ένα σκληρό αγώνα επιβίωσης σε μια ξένη και άγνωστη ήπειρο. Τα πρώτα έργα τους είναι τοπιογραφίες των τοπίων της νέας πατρίδας, ζωγραφισμένα από καλλιτέχνες όπως οι Τζον Γκλόβερ (1767 – 1849), Κόνραντ Μάρτενς (1801 – 1878) κ.ά. Αργότερα οι τέχνες της Αυστραλίας βρήκαν τη θέση τους στην παγκόσμια εξέλιξη της δυτικής τέχνης, ακολουθώντας τα ρεύματα της Ευρώπης.

Κατά τη δεκαετία του 1880 μια ομάδα της νέας γενιάς Αυστραλών καλλιτεχνών, που είναι γνωστή με το όνομα “σχολή της Χαϊδελβέργης”, πέτυχε τη διαμόρφωση ενός αυστραλιανού εικαστικού ιδιώματος, που κατάφερε να αποδώσει την ιδιαιτερότητα της νέας ηπείρου. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μια σειρά πρωτοπόρων ζωγράφων προσέλκυσαν το διεθνές ενδιαφέρον στην τέχνη της Αυστραλίας.

Οι σημαντικότεροι από αυτούς είναι ο Σίντνεϊ Νόλαν (γεν. 1917), που συνέθεσε το προσωπικό του ιδίωμα υπό την επιρροή Ευρωπαίων μοντερνιστών καλλιτεχνών, όπως ο Κλέε και ο Μοχόλι-Νάγκι, και της τέχνης των ιθαγενών “αμπορίτζινς”, ο Τζορτζ Ράσελ Ντράισντεϊλ (γεν. 1912), που ζωγράφισε κυρίως αφηρημένες και σουρεαλιστικές τοπιογραφίες της Αυστραλίας, και ο Άρθουρ Μπόιντ (γεν. 1920). Σήμερα η Αυστραλία αποτελεί τη σκηνή μιας πολύ έντονης και ζωντανής εικαστικής κίνησης, που τροφοδοτείται κυρίως από τις κρατικές επιδοτήσεις και το μεγάλο αριθμό των κρατικών πινακοθηκών.

Μουσική

Η μουσική αναπτύχθηκε αρκετά στην Αυστραλία, η οποία έχει παρουσιάσει μια σειρά από περίφημους τραγουδιστές. Όμως οι περισσότεροι απ` αυτούς, συνήθως, εγκαταλείπουν τη χώρα και μετακινούνται στην Αγγλία ή στις ΗΠΑ, οι μεγαλύτερες αγορές των οποίων τους προσφέρουν καλύτερες ευκαιρίες καριέρας. Η Αυστραλιανή Ραδιοφωνία (ABC = Australian Broadcasting Commission), διαθέτει συμφωνικές ορχήστρες σε όλες τις πρωτεύουσες των πολιτειών της χώρας, πιο αξιόλογες από τις οποίες θεωρούνται η συμφωνική ορχήστρα του Σίδνεϊ και η συμφωνική ορχήστρα της Μελβούρνης. Το κτίριο της Όπερας του Σίδνεϊ, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Δανό αρχιτέκτονα Γιερν Ούτζον, με τη χαρακτηριστική στέγαση σε σχήμα πανιών ιστιοφόρου, και του οποίου η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1973, αποτελεί σημαντικό μνημείο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Αυστραλία.

Η αρχαιότερη μουσική της χώρας είναι αυτή των ιθαγενών “αμπορίτζινς”. Η μουσική τους είναι στενά συνδεμένη με τις λατρείες και τις θρησκευτικές και κοσμογονικές δοξασίες τους. Είναι πρωταρχικά φωνητική και συνοδεύεται από μια ποικιλία οργάνων, όπως το τοπικό πνευστό όργανο ντιντγκεριντού, που, στην παραδοσιακή του μορφή, κατασκευαζόταν από κλαδί ευκάλυπτου, το εσωτερικό του οποίου είχε φαγωθεί από τους τερμίτες. Σήμερα η μουσική των “αμπορίτζινς” διατηρεί κάποιες παραδοσιακές φόρμες, αλλά έχει υποστεί και την επίδραση από τη συνύπαρξη με τη σύγχρονη μουσική.

Κινηματογράφος

Ο κινηματογράφος της Αυστραλίας, η ζωή του οποίου ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα, έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο διεθνούς ενδιαφέροντος. Αυστραλοί σκηνοθέτες, όπως ο Πίτερ Γουέαρ κ.ά. έχουν κερδίσει διεθνή αναγνώριση.

Ιστορία

Πολύ πριν ανακαλυφθεί η Αυστραλία, ο Πτολεμαίος φαντάζεται την ύπαρξη χώρας που να βρίσκεται “επί τη κατεψυγμένη ζώνη της αντιοικουμένης” την οποία ο Μερκάτορας σημείωσε στο χάρτη μετά τις βεβαιώσεις του Μαγγελάνου και του Ρέτες που την είχαν διακρίνει από μακριά.

Έως τον 20ό αιώνα

Δεν έχει διαπιστωθεί πότε ακριβώς έφτασαν στην Αυστραλία οι πρώτοι κάτοικοί της (πιθανότατα γύρω στο 42.000 π.Χ.), οι οποίοι σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη προέρχονταν από τη Νοτιοανατολική Ασία. Είναι πιθανό οι Κινέζοι να είναι ο πρώτος ξένος λαός που επισκέφτηκε την ήπειρο, αφού κατά το 13ο αιώνα ο Μάρκο Πόλο διέδωσε στην Ευρώπη φήμες για την ύπαρξη μιας πλούσιας “άγνωστης μεσημβρινής γης” (terra australis incognita), την οποία αναζήτησαν, χωρίς ιδιαίτερη επιμονή πάντως, οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι εξερευνητές του 16ου αιώνα.

Ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε τις ακτές της ηπείρου ήταν ο Ολλανδός Βίλεμ Γιαντς, ο οποίος έφτασε στο βορειοανατολικό ακρωτήριο της Αυστραλίας, το ακρωτήριο Γιόρκ, το 1606. Το 1616 ο Ολλανδός Ντερκ Χάρντογκ αποβιβάστηκε στη Δυτική Αυστραλία.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1642, ο επίσης Ολλανδός Άμπελ Γιάνσουν Τάσμαν εξερεύνησε τις ακτές της Αυστραλίας, της Τασμανίας και της Νέας Ζηλανδίας και επιχείρησε ανεπιτυχώς να διεισδύσει και στην ενδοχώρα των νέων χωρών. Οι εκθέσεις όλων αυτών των Ολλανδών εξερευνητών για τη νέα ήπειρο δείχνουν ότι εκτίμησαν πως η Αυστραλία δε θα προσέφερε τίποτα στο ευρωπαϊκό εμπόριο και, κατά συνέπεια, οι Ολλανδοί δεν επιχείρησαν καν να εγκατασταθούν στα νησιά. Από το 1668 οι Άγγλοι προσπάθησαν με δύο αποστολές να εξερευνήσουν τις πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της ηπείρου.

Κατά το 18ο αιώνα οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αποτέλεσαν τις κύριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ανάμεσα στις οποίες αναπτύχθηκε σφοδρός αποικιακός ανταγωνισμός. Το 1768 ο Γάλλος Λουί Αντουάν ντε Μπουγκενβίλ παρέπλευσε τις βόρειες ακτές της Αυστραλίας και δύο χρόνια αργότερα ο Άγγλος Τζέιμς Κουκ, αφού διεκδίκησε την κυριότητα της Νέας Ζηλανδίας για λογαριασμό του βρετανικού στέμματος βασιζόμενος στο δικαίωμα της ανακάλυψης, αποβιβάστηκε στο Βοτανικό κόλπο, στις ανατολικές ακτές της Αυστραλίας, τις οποίες στη συνέχεια παρέπλευσε.

Με την αποστολή του Κουκ το ενδιαφέρον για την Αυστραλία αναζωπυρώθηκε και η πρώτη εγκατάσταση Ευρωπαίων στη νέα ήπειρο ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα. Η ανακάλυψη της Αυστραλίας έδωσε λύση στο πρόβλημα υπερπληρότητας των φυλακών της Αγγλίας. Τον Ιανουάριο του 1788 ιδρύθηκε στο Σίδνεϊ ο πρώτος οικισμός αποίκων, αποτελούμενος από μια ομάδα καταδίκων και τη φρουρά τους, που ονομάστηκε έτσι προς τιμή του λόρδου Σύδνεϊ, του υπευθύνου της αποστολής.

Κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής της, οι διοικητές της αποικίας δεν ενδιαφέρθηκαν για τίποτα άλλο από την εκμετάλλευση της εργασίας των καταδίκων για να οικοδομήσουν τις περιουσίες τους, αργότερα όμως, με την έλευση του κυβερνήτη Λάνκλαν Μακουάρι το 1808, η αποικία άρχισε να αναπτύσσεται. Εξερευνήθηκαν και άλλες περιοχές της ενδοχώρας και των ακτών της Αυστραλίας, δημιουργήθηκαν οι πρώτες αναπτυξιακές υποδομές (δρόμοι που συνέδεαν την αποικία με τα εδάφη που μόλις ανακαλύφθηκαν, δημόσια έργα κ.ά.), οργανώθηκε η κτηνοτροφία και ο πληθυσμός της αποικίας αυξήθηκε με την έλευση νέων αποίκων.

Μια σημαντική συμβολή του Μακουάρι στην ανάπτυξη της αποικίας, που συνάντησε πολλές αντιδράσεις και οδήγησε τελικά στην ανάκλησή του στην Αγγλία, υπήρξε η απόπειρά του να επανεντάξει κοινωνικά τους κατάδικους, προς όφελος των ίδιων και της αποικίας, μετατρέποντάς τους σε αγρότες.

Η προβατοτροφία και το μαλλί αποτέλεσαν την κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή στην οποία βασίστηκε η ανάπτυξη της αποικίας. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν οι νέες αποικίες της Τασμανίας (1825), της Νότιας Αυστραλίας (1836), της Βικτόριας (1851), ενώ αργότερα ιδρύθηκε η αποικία της Κουίνσλαντ (1859) και της Δυτικής Αυστραλίας (1889). Στο μεταξύ, το 1823 η Νέα Νότια Ουαλία ανακηρύχθηκε αποικία του στέμματος και το 1840 τερματίστηκε η αποστολή καταδίκων στην Αυστραλία, κάτι που αποτελούσε επίμονο αίτημα των σχεδόν 200.000 κατοίκων της.

Σε ολόκληρη την πορεία εξερεύνησης και ανάπτυξης της νέας αποικίας, οι ιθαγενείς πληθυσμοί υπέστησαν μεγάλους διωγμούς και σχεδόν εξοντώθηκαν (υπολογίζεται ότι από 300.000 άτομα που αριθμούσαν στα τέλη του 18ου αιώνα ελαττώθηκαν στις 40.000 περίπου στον 20ό).

Η κτηνοτροφία εξαπλώθηκε και θεμελιώθηκε το ομοσπονδιακό σύστημα της χώρας, ενώ η ανακάλυψη χρυσού στη Νέα Νότια Ουαλία και τη Βικτόρια το 1850 – 51 έγινε η αιτία ενός νέου μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος: μέσα σε δύο χρόνια ο πληθυσμός της χώρας σχεδόν διπλασιάστηκε. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η μεγάλη βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη που γνώρισε η Αυστραλία οδήγησε στη χαλάρωση της εξάρτησής της από τη μητρόπολη και στο σχηματισμό της νέας εθνικής ταυτότητας.

Σταθμοί στην πορεία απεξάρτησης της Αυστραλίας από την Αγγλία υπήρξε η ψήφιση, το 1865, της “Πράξης Επικύρωσης των Αποικιακών Νόμων”, που προέβλεπε τη δυνατότητα των αποικιών να θεσπίζουν νόμους που έρχονταν σε αντίθεση με την αγγλική νομοθεσία, καθώς και η αποχώρηση, το 1870, των αγγλικών στρατιωτικών τμημάτων από την Αυστραλία.

Η απόπειρα των κυβερνήσεων των αποικιών να ενώσουν τις αποικίες της Αυστραλίας συνάντησε αρχικά κάποια εμπόδια που οφείλονταν στην αντιπαλότητα των τοπικών κοινωνιών. Τελικά η ένωση πραγματοποιήθηκε με την ανεξαρτητοποίηση της χώρας και την ίδρυση της Κοινοπολιτείας της Αυστραλίας την 1η Ιανουαρίου του 1901. Στο μεταξύ, από τα τέλη του 19ου αιώνα αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα συνδικαλιστικές οργανώσεις και σε κάθε πολιτεία δίπλα στους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους έκαναν την εμφάνισή τους τα Εργατικά Κόμματα.

20ός αιώνας

Το νέο κράτος έζησε μέσα σε συνθήκες ομαλής κοινοβουλευτικής πολιτικής ζωής. Από την ίδρυσή της η Κοινοπολιτεία της Αυστραλίας ακολούθησε τη λεγόμενη πολιτική της “Λευκής Αυστραλίας”, που ενθάρρυνε τη μετανάστευση λευκών και αποθάρρυνε την εγκατάσταση Ασιατών και εγχρώμων στη χώρα. Το 1910 το Εργατικό Κόμμα κέρδισε για πρώτη φορά τον έλεγχο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το 1914 η Αυστραλία συμπαρατάχθηκε με τη Βρετανία στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο.

Το 1915 το εκστρατευτικό σώμα των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών αποβιβάστηκε στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, στη Μικρά Ασία. Οι απώλειες των Αυστραλών από τον πόλεμο υπήρξαν βαρύτατες: έφτασαν τους 60.000 νεκρούς. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου συνεχίστηκε το κύμα μεταναστών προς την Αυστραλία.

Η οικονομία της κλονίστηκε από τη διεθνή κρίση και η χώρα έζησε έντονες κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις. Το 1927 η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα μεταφέρθηκε από τη Μελβούρνη στην Καμπέρα. Η Αυστραλία έλαβε μέρος στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων.

Η χώρα εισήλθε στον πόλεμο τον Σεπτέμβριο του 1940 στέλνοντας στρατεύματα στην Ευρώπη, ενώ από τα τέλη του 1941 οι ένοπλες δυνάμεις της δραστηριοποιήθηκαν στο μέτωπο του Ειρηνικού, στο πλευρό των Άγγλων και, κυρίως, των Αμερικανών. Οι συνολικές απώλειες του στρατού της Αυστραλίας έφτασαν τους 29.395 νεκρούς. Η συνεργασία με τους Αμερικανούς κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και η διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ αποτελούν γεωπολιτικά το φυσικό σύμμαχο της Αυστραλίας απέναντι στις χώρες της Ασίας που αποτελούσαν το μόνο κίνδυνο που θα μπορούσε να απειλήσει την ασφάλεια της χώρας, έστρεψαν την Αυστραλία στην ανάπτυξη στενών πολιτικών, οικονομικών και αμυντικών σχέσεων με τις ΗΠΑ.

Έτσι, το 1951 σύναψε αμυντική συμφωνία με τις ΗΠΑ και τη Νέα Ζηλανδία και λίγο αργότερα έγινε μέλος του Οργανισμού του Συμφώνου της Νοτιοανατολικής Ασίας. Μια άλλη σημαντική συνέπεια του πολέμου υπήρξε η ολοκλήρωση της εκβιομηχάνισης της χώρας, μέσα από τη μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε για την εξασφάλιση του εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεών της. Μετά τον πόλεμο η Αυστραλία γνώρισε μια μακρά περίοδο ευημερίας και πολιτικής σταθερότητας. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η χώρα δέχτηκε 3.000.000 Ευρωπαίους μετανάστες πάντα στο πλαίσιο της πολιτικής της “Λευκής Αυστραλίας”, η οποία εγκαταλείφθηκε μόλις το 1973.

Η Αυστραλία συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας, στέλνοντας στρατό στο πλαίσιο της πολυεθνικής δύναμης του ΟΗΕ, ενώ το 1965, ως σύμμαχος των ΗΠΑ, έστειλε στρατεύματα στο Βιετνάμ, τα οποία αποσύρθηκαν σταδιακά από το 1970 ως το 1971, μετά από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης της χώρας. Από τη δεκαετία του 1970 οι σχέσεις της Αυστραλίας με τη Γαλλία εισήλθαν σε μια φάση κρίσης, καθώς η Αυστραλία πραγματοποίησε εντονότατες διαμαρτυρίες για της γαλλικές πυρηνικές δοκιμές στον Ειρηνικό, τις οποίες όμως η Γαλλία εξακολούθησε να πραγματοποιεί.

Το 1973 η Αυστραλία αναγνώρισε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και το Βόρειο Βιετνάμ, σε μια στροφή της εξωτερικής της πολιτικής προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης στενότερων σχέσεων με τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Ένα ζήτημα που απασχόλησε την κοινωνία της Αυστραλίας από τη δεκαετία του 1970 ως σήμερα είναι το θέμα των “αμπορίτζινς”, οι οποίοι ανέπτυξαν ένα ισχυρό κίνημα διαμαρτυρίας, ζητώντας την ιδιοκτησία των κρατικών εδαφών στα οποία βρίσκονται οι καταυλισμοί τους και τα οποία τυχαίνει να είναι πλούσια σε κοιτάσματα βωξίτη.

Το Εργατικό Κόμμα κέρδισε τις εκλογές του 1983 και επανεκλέχτηκε το 1984, το 1987, το 1990 και το 1993. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η χώρα γνώρισε μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία ξεπεράστηκε μόνο μετά από μια σειρά μέτρων λιτότητας, που περιλάμβαναν τη μείωση των δημόσιων δαπανών, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και, γενικά, περιορισμό της παρουσίας του κράτους στην οικονομική ζωή. Στην κρίση του Περσικού Κόλπου η Αυστραλία ήταν από τις χώρες που συμπαρατάχθηκαν με τις ΗΠΑ και έστειλαν στρατιωτικές δυνάμεις στον Κόλπο.

Στις εκλογές του 1996 νικητής αναδείχτηκε ένας συνασπισμός συντηρητικών κομμάτων, που εστίασαν την αντιπολίτευσή τους στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης και τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Γενικός κυβερνήτης αναδείχτηκε ο σερ Πήτερ Χολλινγκγουορθ, που διορίστηκε στις 29 Ιουνίου 2001, και πρωθυπουργός ο συντηρητικός Τζον Χάουαρντ.

21ος Αιώνας

Στις εκλογές του 2001 νικητής με μικρή πλειοψηφία αναδείχτηκε το συντηρητικό Φιλελεύθερο Κόμμα, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Τζον Χάουαρντ. Κυριότερα πολιτικά κόμματα της χώρας εκτός από το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόμμα, είναι το Εθνικιστικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης συνασπισμού Τιμ Φίσερ, και το ιστορικό Εργατικό Κόμμα, υπό την ηγεσία του Κιμ Μπίζλεϊ, ενώ από τα μικρότερα κόμματα ξεχωρίζουν το ακροδεξιό “Ένα Έθνος” και το Δημοκρατικό Κόμμα.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166