ΑρχικήΑφιέρωμαBlack Rebel Motorcycle Club - Love Burns

Black Rebel Motorcycle Club – Love Burns

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη φορά. Ο Peter φορούσε μια μπλούζα με τρύπες (σκέψη: άμα τον πλύνεις, τον ντύσεις), ο Robert ήταν κρυμμένος πίσω από τα μαλλιά του (σκέψη: άμα τον κουρέψεις) κι ο Nick είχε μείνει στην Αμερική, γιατί έπαιζε εκείνη η μπερδεμένη ιστορία που δεν του επέτρεπαν να βγει από τη χώρα. Δεν ήταν κακή συναυλία, δεν ήταν όμως αρκετά καλή. Όχι αρκετά καλή για τη μπάντα που είχα ερωτευτεί.

Ήταν έρωτας με το πρώτο άκουσμα. Είχα μόλις ξυπνήσει, όταν άρχισαν να ακούγονται από το living-room οι πρώτες νότες του Love Burns. Σήκωσα το κεφάλι μου από το μαξιλάρι για να ακούσω καλύτερα. Και μετά εκείνη η φωνή. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Και μετά εκείνο το ρεφρέν. Τινάχτηκα από το κρεβάτι και κατευθύνθηκα ως μαγεμένη προς την πηγή του ήχου. Δε μπόρεσα να κρύψω ένα ονειροπαρμένο χαμόγελο. Επιτέλους, την είχα βρει: την ιδανική μπάντα για τα ’00s.

Εκείνο το βράδυ όμως, στις 28 Φεβρουαρίου του 2002, ο έρωτάς μου δέχτηκε το πρώτο πλήγμα. Η φαντασία κι η πραγματικότητα κάπως, δεν ξέρω πώς ακριβώς αλλά κάπως, δε συμβαδίζαν (γαμώ τα projections μου γαμώ). Σαφώς γουστάρω σκοτεινούς, αινιγματικούς, εσωστρεφείς ήχους/τύπους, αλλά άλλο εσωστρεφής κι άλλο αυτιστικός. Οι Black Rebel Motorcycle Club παραήταν κλεισμένοι στον κόσμο τους, παραήταν απομονωμένοι στη μετά-Anton Newcombe ψυχοτρόπο αυτο-λαγνεία τους. Δεν είχαν και πολλά πράγματα να μου δώσουν. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ικανοποιηθώ με τα λίγα.

Η δεύτερη φορά, ένα διστακτικό, διερευνητικό ψηλάφισμα. Πολλοί ευσεβείς πόθοι. ΟΚ, να τους δώσω μια ακόμη ευκαιρία. I wish. Η δεύτερη φορά ήταν χαμένη από χέρι. 26 Νοεμβρίου 2003, η νύχτα του απόλυτου ξενερώματος. Πώς καταλήξαμε κιόλας εδώ; Από ένα punk-rock βρωμο-club σε αυτό το ψευδοκυριλέ events-hall; Whatever happened to my rock’n’roll? (έκανα και ρίμα μόλις τώρα, δεν ξέρω αν το προσέξατε). Και, πού βρέθηκε πάλι όλος αυτός ο κόσμος; Τον ξεφόρτωσαν τα van του MTV; Αισθητά εκτός τόπου, o Peter, ο Robert και ο Nick σήκωσαν έναν αόρατο φράχτη μπροστά από τη σκηνή. Αλλά όχι από coolness. Από ανασφάλεια. Πώς θα κερδίσουν εμένα όταν ψάχνουν ακόμη να βρουν τους εαυτούς τους;

Η τρίτη φορά. Χμ… η τρίτη φορά. 10 Νοεμβρίου 2005. Είχα κάτι καλύτερο να κάνω ή I couldn’t care less; Ποιος νοιάζεται για ξεθωριασμένους έρωτες; Η αλήθεια είναι ότι, κατά βάθος, κάτι με έτρωγε. Αλλά όχι αρκετά. Την έχω ξαναδεί αυτήν την ταινία. Για αυτό πήγα να δω μια άλλη.

Ξέρετε όμως πώς είναι όταν, αργότερα, που το σκέφτεσαι το πράγμα πιο ψύχραιμα, αρχίζεις να αισθάνεσαι τύψεις; Και μετά θέλεις να επανορθώσεις (δηλαδή κανονικά αυτοί θα έπρεπε να επανορθώσουν που πήγαν και το έριξαν στα γελαδάρικα, έχε χάρη που είμαι μεγαλόψυχη όμως). Κάτι οι φήμες, κάτι οι μνήμες, κάτι το καινούργιο single, ξαφνικά θέλεις να επανορθώσεις πάρα πολύ.

Τη μέρα που κυκλοφόρησε το Baby 81 επέστρεφα από το Λονδίνο στο Βερολίνο. Το αγόρασα στο Gatwick γιατί ήθελα να ξεφορτωθώ τις λίρες -και γιατί η αγγλική έκδοση έχει λέει ένα επιπλέον track. Δε μπόρεσα να τα ακούσω στο αεροπλάνο (ε μα κι αυτά τα iPod να μην παίζουν τα cd). Διατήρησα την ψυχραιμία μου, αλλά η σκέψη μου ήταν εκεί. Μέσα στην τσάντα μου, κάτω από το μπροστινό κάθισμα. Η πρώτη μου κίνηση, με το που μπήκα στο σπίτι, εξυπακούεται. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν συγκρατημένα θετική. Το καρδιοχτύπι του Love Burns μια φορά δεν ήταν.

Η τέταρτη φορά. 27 Νοεμβρίου 2007. Ελαφρά υπερδιέγερση, αυτό το ανεπαίσθητο excitement που είσαι too cool για να παραδεχτείς ακόμα και στον εαυτό σου (το ότι έχεις αγοράσει εισητήριο 2 μήνες πριν κι έχεις πάει στο venue 2 ώρες πριν για να πιάσεις θέση στα σκαλιά δε σημαίνουν τίποτε εξάλλου). Η βραδιά βαίνει ομαλά -τα μπλουζάκια δεν είναι άσχημα, το support δεν είναι κακό, την παρέα την αντέχεις (χαχα).

Τα φώτα κάποια στιγμή χαμηλώνουν, τρεις σιλουέτες διακρίνονται μέσα από το σκοτάδι, ακούγεται η εισαγωγή του Berlin. Και all hell breaks loose. Δε μπορείτε να φανταστείτε (δηλαδή δε-μπορείτε-να-φανταστείτε) τί γίνεται εδώ μέσα. Κι εγώ δε μπορώ να πιστέψω (δηλαδή δε-μπορώ-να-πιστέψω) αυτό που βλέπουν τα μάτια μου. Ξαφνικά, απρόσμενα, αναπάντεχα, την έχω μπροστά μου: τη μπάντα που είχα (κάποτε) ερωτευτεί, όπως την είχα (κάποτε) φανταστεί. Εκρηκτική, παθιασμένη, αισθησιακή – την ιδανική rock’n’roll μπάντα.

Weapon Of Choice… Stop… Έκπληκτο βλέμμα, απορημένο χαμόγελο. Δεν είναι δυνατόν. Οι BRMC, εν έτει 2007, είναι ένα άλλο συγκρότημα. Η προβληματική συστολή του παρελθόντος έχει αντικατασταθεί από προσγειωμένη αυτοπεποίθηση, το ψυχαναγκαστικό κλείσιμο από διάθεση επικοινωνίας. Ο Robert σηκώνει στον αέρα το μπάσο του, ζώντας θαρρείς την απόλυτη rock’n’roll φαντασίωση (πώς γίνεται κάποιος που ήταν ο ορισμός του shoegazer να σκαρφαλώνει σε ενισχυτές;). Ο Peter παραμένει η προσωποποίηση του rock’n’roll αντι-star, ο τρόπος του όμως τώρα λέει “πλησίασέ με” κι όχι “παράτα με ήσυχο” (τουλάχιστον αυτό θέλω εγώ να σκέφτομαι, you mind;). Κι ο Nick παίζει σα δαιμονισμένος τα δυναμιτιστικά (και ενίοτε σχεδόν dance) grooves του και, χμ, ties the room together.

Όλα τα συστατικά είναι σωστά. Ακόμη κι όταν κάνουν λάθη -σε ένα από τα highlight της βραδιάς, ο Peter χάνει το Ain’t No Easy Way στην πρώτη στροφή, το group σταματάει να παίζει, ο κόσμος το πιάνει από εκεί και συνεχίζει να το τραγουδάει μέχρι να ξαναμπεί η μουσική. Ο ενθουσιασμός που επικρατεί στην αίθουσα δεν είναι μόνο μεταδοτικός, είναι ανατριχιαστικός. (Όσες φορές αναρωτιέμαι αν μια μπάντα αξίζει το κοινό της, είναι συνήθως για λόγους αρνητικούς -το κοινό αυτό απόψε πρέπει να είναι το όνειρο κάθε συγκροτήματος, για να μην σχολιάσω δηλαδή τί δείχνει αυτό πολιτισμικά και πάει μακριά η βαλίτσα).

Spread Your Love… Red Eyes And Tears… Τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο με τρόπο καταιγιστικό. Το σετ τους είναι σχεδιασμένο έτσι που δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα (ούτε καν για να αναστενάξεις δηλαδή). Προσπαθώ να συγκρατηθώ -δεν είναι σοβαρά πράγματα τώρα αυτά σε αυτήν την ηλικία- αλλά κατά βάθος θα ήθελα να είμαι εκεί: στις πρώτες σειρές, μαζί με τα παιδιά που ξελαρυγγιάζονται, τα παιδιά που κάνουν crowd surfing, τα παιδιά που βιώνουν αυτό που συμβαίνει σε όλη τη συναισθηματική και σωματική του ένταση. Ο Robert πλησιάζει το μικρόφωνο με τα πατενταρισμένα “please-love-me” φωνητικά του και σχεδόν πονάω για να ακούσω το Love Burns. Σοβαρότητα, ευαισθησία, δερμάτινα τζάκετ -τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Μικρό ακουστικό διάλειμμα με τον Robert και τον Peter να μένουν εναλλάξ μόνοι τους στη σκηνή (εδώ που φτάσαμε, Peter, μέχρι κι αυτήν την φυσαρμόνικα σου συγχωρώ) κι επιστροφή στα ηλεκτρισμένα ψυχεδελικά blues. Need Some Air… American X… Κάθε μελωδία ηχεί και πιο εκστατική, κάθε ρυθμός και πιο τριπαριστός. (Δεν έχω πάρει τίποτα! Δεν έχω πιει τίποτα! Είμαι αθώα!). Αναλογίζομαι όλες τις συναυλίες που έχω δει τελευταία (που δεν είναι και λίγες) -οι BRMC κάνουν και τους πιο βαρύθυμους rockers να μοιάζουν με pop lightweights. Ναι ρε συ Πάνο, σε σχέση με το πρώτο εκείνο live στο Knaack έχουν όντως πλυθεί και λουστεί (μα… αυτό δεν ήταν από την αρχή το ζητούμενο;!) και ναι, είναι όντως λιγότερο ψυχεδελικοί (αλλά, για αυτό ακριβώς πιο προσπελάσιμοι), πόσο συχνά όμως φεύγεις από μια συναυλία (στην οποία σημειωτέον μόνο που δε σε βιάσανε) με το κεφάλι σου τελείως blown away; Εγώ μια φορά δεν έχω τίποτε να τους προσάψω. Έστω κι αν μου ραγίσανε την καρδιά γιατί (τελικά) δεν έπαιξαν το Love Burns. Αν ήμουν 18 χρονών, αυτό θα ήταν ένα από εκείνα τα live που θα μου “έμεναν” για πάντα -σημείο αναφοράς για οτιδήποτε θα ακολουθούσε.

Tο encore. Took Out A Loan… In Like The Rose… H ένταση εκκωφαντική, οι αισθήσεις σε overload (έχει προηγηθεί μόλις και το Whatever Happened To My Rock’n’Roll, άντε να έρθεις στα ίσια σου μετά). Ο Robert ζητάει να ανάψουν όλα τα φώτα του venue για να μας βλέπει. Αυτό δεν είναι live, αυτό είναι πάρτι. Δύο ώρες μετά τις πρώτες νότες του Berlin, οι τελευταίοι απόηχοι του Heart & Soul.

Ο κόσμος δε μπορεί -δε μπορεί- να σταματήσει να χειροκροτάει. Ναι, είμαστε όλοι όρθιοι, αλλά αυτό το group απόψε έχει κερδίσει ένα standing ovation. Φεύγω από το venue με ένα ονειροπαρμένο χαμόγελο κι έναν επικίνδυνα αναζωοπυρωμένο έρωτα (τις λεπτομέρειες επιτρέψτε μου να τις κρατήσω για τον εαυτό μου, μη γίνουμε κι εντελώς ρεζίλι τώρα…). Αχ, έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Σου έρχονται από εκεί που δεν τα περιμένεις. Και τώρα που η χρονιά έφτασε στο τέλος της (και που έχω συνέλθει κάπως) δεν έχω πλέον την παραμικρή αμφιβολία επ’ αυτού: BRMC @ Postbahnhof: το κορυφαίο live. Τελεία. Παύλα. Αναστεναγμός.

Στέλιος Θεοδωρίδης
Στέλιος Θεοδωρίδης
Ο ήρωας μου είναι ο γάτος μου ο Τσάρλι και ακροάζομαι μόνο Psychedelic Trance
RELATED ARTICLES

Πρόσφατα άρθρα

Tηλέφωνα έκτακτης ανάγκης

Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος: 11188
Ελληνική Αστυνομία: 100
Χαμόγελο του Παιδιού: 210 3306140
Πυροσβεστική Υπηρεσία: 199
ΕΚΑΒ 166