H χώρα κυβερνάται από το σύνδρομο του «αουτσάιντερ»: πετυχαίνει εκεί όπου όλοι την υποτιμούν ενώ τα θαλασσώνει όταν θεωρείται φαβορί.
Μετά την επικράτηση του απόλυτου αουτσάιντερ, της Εθνικής Ομάδας Ποδοσφαίρου, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα όλοι περίμεναν μία αξιοπρεπή εμφάνιση στους Ολυμπιακούς: Θα αποκλειστούν πανηγυρικά με δύο ήττες και μία ισοπαλία της τελευταίας στιγμής. Στο πόλο γυναικών, η Εθνική κάνει την έκπληξη, φτάνει στον τελικό, προηγείται σε όλο τον αγώνα, αλλά έχεις πάντα την αίσθηση ότι τα χέρια των αθλητριών τρέμουν μπροστά στη νίκη, την οποία τελικά χαρίζουν στις Ιταλίδες. Στους προημιτελικούς του βόλεϊ η Εθνική προηγείται της ομάδας των ΗΠΑ με τόση διαφορά ώστε το παιχνίδι είναι θεωρητικά αδύνατο να χαθεί: Κι όμως, θα αποκλειστεί από τους Αμερικανούς, που δείχνουν να μην έχουν καταλάβει πως κέρδισαν.
Αντίθετα, τα περισσότερα ελληνικά χρυσά (400 μ. εμπόδια, 20.000 μ. βάδην γυναικών, καταδύσεις, τζούντο) κερδήθηκαν από αυθεντικά αουτσάιντερ, αθλητές που ελάχιστοι γνώριζαν.
Ίσως το «σύνδρομο» έχει να κάνει με την ελληνική ιστορία και τον τρόπο που τη διδάσκουν στα σχολεία. Το «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου, η νίκη επί των Ιταλών και η αντίσταση εναντίον των Γερμανών, μας έχει κάνει να πιστεύουμε ότι στην αναμέτρηση Δαβίδ-Γολιάθ όλα είναι δυνατά. Τα προβλήματα άρχισαν όταν οι Έλληνες κλήθηκαν να ανασυγκροτήσουν τη χώρα τους, οπότε και σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Έτσι περίπου έγινε και με τη διοργάνωση των Αγώνων. «Οι καλύτεροι έως τώρα Ολυμπιακοί» είναι μία φράση που οι Αθάνατοι πιπιλίζουν κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά το βέβαιο είναι ότι οι Αγώνες της Αθήνας δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τους προηγούμενους, συν τη μεσογειακή κουλτούρα, τα πάρτι και την ατμόσφαιρα, που δεν υπήρχαν στην Ατλάντα και το Σίδνεϊ.
Και την ώρα που το «αουτσάιντερ» Αθήνα είχε γίνει πια φαβορί, την ίδια μέρα που εμφανίστηκαν τα πρώτα ξένα δημοσιεύματα ζητώντας «συγγνώμη», εμείς φροντίσαμε να τα θαλασσώσουμε στους τομείς που κανείς δεν αμφισβητούσε την υπεροχή μας: τη φιλοξενία και την υποτιθέμενη πίστη, λόγω και αρχαιότητας, στο αθλητικό πνεύμα.
Οι χειρότερες στιγμές ήταν οι αποδοκιμασίες εναντίον των αθλητών και των ομάδων που αγωνίζονταν με ελληνικές. Και, ίσως επειδή κανείς δεν φρόντισε να το καυτηριάσει στην ώρα του, το φαινόμενο αποθεώθηκε με τα γιουχαΐσματα στον τελικό των 200 μέτρων αντρών με συνθήματα υπέρ του Κεντέρη. Οι Έλληνες λατρεύουν τον Κεντέρη, γιατί νίκησε στο Σίδνεϊ, όπως ο Έλληνας φαντάρος στο Τεπελένι και για τον ίδιο λόγο θα λατρέψουν και τη Χαλκιά. Είναι επίσης αλήθεια ότι ο τρόπος που μια μερίδα των ΜΜΕ επιτέθηκε στον Κεντέρη και τη Θάνου ήταν απαράδεκτος. Πρόκειται για δύο αθλητές παγκοσμίου διαμετρήματος – κι έναν τόνο ορμόνης να δώσεις στον Κακαουνάκη αποκλείεται να στεφθεί Ολυμπιονίκης. Παρόμοιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τον Τζέκο. Τις βρόμικες δουλειές δεν τις αναθέτει κανείς στη Μητέρα Τερέζα: Είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας την αποστολή «μετάλλια με κάθε τρόπο» με απόλυτη επιτυχία.
Όμως, οι δύο αθλητές απέφυγαν τον έλεγχο και μαζί με τον προπονητή τους σκηνοθέτησαν ένα κωμικοτραγικό τροχαίο. Το γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι πρωταθλητές παρανομούν για να αυξήσουν τις επιδόσεις τους δεν δικαιολογεί τις ζητωκραυγές υπέρ κάποιου, που σχεδόν πιάστηκε στα πράσα. Στο βωμό του κακώς εννοούμενου πατριωτισμού, οι Έλληνες θυσίασαν μια νίκη επί όλων όσοι τους αμφισβητούσαν. Έτσι, όμως, δισδιάστατοι, είναι οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες. Οι εθνικιστικές εξάρσεις που προκαλούν, ο πόλεμος οικονομικών συμφερόντων, η «μαφία των κριτών» και το ντόπινγκ συνυπάρχουν με το εξαιρετικό θέαμα και τις συγκινήσεις.
Τι θα μείνει απ’ όλα αυτά; Η Αθήνα απέκτησε υποδομές που θα έκανε χρόνια να αποκτήσει υπό «κανονικές» ελληνικές συνθήκες, οι Έλληνες είναι πιο σίγουροι για τις ικανότητές τους και οι ξένοι λιγότερο βέβαιοι για τις αδυναμίες μας. Όμως, η κομματική αντιπαράθεση που ξεκίνησε και η αντιφατική ρητορική της κυβέρνησης (πανηγυρισμοί των μεταλλίων και συγχρόνως κριτική του «κρατικοδίαιτου αθλητισμού») ίσως μας γυρίσει στα πέτρινα χρόνια προηγούμενων δεκαετιών.
Δεν πιστεύω ότι η ευημερία μιας χώρας είναι συνδεδεμένη με τον αριθμό των μεταλλίων που κατακτά και δεν βλέπω γιατί πρέπει να αισθάνομαι εθνικά υπερήφανος επειδή κάποιος κυνηγός ταλέντων βρήκε τον Ηλιάδη και τον υιοθέτησε. Αλλά το παιχνίδι «μετάλλια-εθνική υπερηφάνεια» έτσι παίζεται διεθνώς και στον «κρατικοδίαιτο αθλητισμό» δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Το δεύτερο αρνητικό στοιχείο είναι το κόστος των ακριβότερων Ολυμπιακών στην ιστορία. Αν πράγματι ο λογαριασμός φτάνει τα 10 δισ. ευρώ, οι οικονομικές επιπτώσεις, παράλληλα με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, ίσως επιφυλάσσουν ένα δύσκολο φθινόπωρο. Στο αγώνισμα της «λυπητερής» είμαστε αδιαμφισβήτητο φαβορί.
Υ.Γ.1: Τελείωσα το άρθρο, στο αεροπλάνο Αθήνα-Νέα Υόρκη, την ημέρα που τελείωναν οι Αγώνες. Ο οδηγός του ταξί για το Μανχάταν ήταν Έλληνας. Σε ένα φανάρι έβγαλε έναν παγκόσμιο χάρτη από το ντουλαπάκι και μου είπε: «Ψάξε να βρεις την Ελλάδα. Είμαστε μια κουκκίδα στο χάρτη και κερδίσαμε τόσα μετάλλια. Εγώ γι’ αυτό αισθάνομαι εθνικά υπερήφανος».