Η λέξη γκόμενα είναι αρκετά διαδεδομένη στην ελληνική γλώσσα, και πιο συγκεκριμένα στην καθομιλουμένη, όπου χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον ανδρικό πληθυσμό για να περιγράψει τον δεσμό του με μία κοπέλα, δίνοντας να εννοηθεί ότι δεν έχουν σοβαρή σχέση. Αυτός ο όρος θεωρείται υποτιμητικός και συνάμα χυδαίος από τους σοβαρούς ανθρώπους, ανεξαρτήτου φύλου, διότι εμμέσως πλην σαφώς υποβιβάζει την αξία της γυναίκας, ενώ παράλληλα δήθεν ανυψώνει την αξία του άντρα με τις κατακτήσεις του.
Ωστόσο πίσω από την θεωρία της γκόμενας στην Ελλάδα, όπως και να τη δει ο καθένας, είτε αρνητικά, είτε θετικά, έχει στηθεί πραγματικά ένας λαϊκός θρύλος και μύθος, και αυτό ξεκίνησε από την δεκαετία του 1970 και έπειτα, όταν τα αρσενικά της χώρας μας την έπεφταν σε τουρίστριες για να προβούν σε περιστασιακές σχέσεις ή ακόμη και σε σαρκικές πράξεις της μίας νυκτός, και όσοι από σας δεν καταλάβατε, εννοώ το καμάκι.
Το καμάκι σε τουρίστριες
Εδώ το πράγμα είναι αντικειμενικά εξαιρετικά ενδιαφέρον, και για να ακριβολογούμε στα λεγόμενα μας, το καμάκι λαμβάνει χώρα κυρίως στα ελληνικά νησιά, προφανώς γιατί εκεί ο νεαρός κόσμος είναι πιο απελευθερωμένος κατά την καλοκαιρινή περίοδο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι τουρίστριες, ιδίως από τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Μεγάλη Βρετανία, έρχονται με πονηρές προθέσεις για να κάνουν πράγματα που δεν θα τολμούσαν στον τόπο τους, και φυσικά, αν συμπεριλάβουμε την υπέρμετρη κατανάλωση του αλκοόλ σε όλη αυτήν τη διάσταση, τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό πως οι Greek lovers κάνουν όργια τους θερινούς μήνες, και όχι μόνο.
Μάλιστα, όσα από αυτά τα άτομα κατέχουν καλά την τέχνη στο καμάκι, αποφεύγουν να προσεγγίζουν Ελληνίδες (φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις), διότι εκτιμούν πως είναι ξενέρωτες και δεν είναι διατεθειμένες να φτάσουν στα άκρα, όπως για παράδειγμα οι Αγγλίδες ή οι Σουηδέζες.
Επιτρέψτε μου τώρα να σας εξομολογηθώ μία προσωπική εμπειρία, όταν κατάλαβα για πρώτη φορά τι εστί ελληνικό καμάκι από ένα έμπειρο τσακάλι πάνω σε αυτό τον τομέα. Εκείνο το καλοκαίρι είχα μόλις κλείσει τα 18 έτη ζωής, και με τις πενιχρές οικονομίες που είχα πήγα διακοπές στον ξάδερφο μου στη Θάσο, ο οποίος ήταν 26 ετών. Είχα σκοπό να καθίσω περίπου 3 εβδομάδες, ενώ ήταν Αύγουστος μήνας και γινόταν κοσμοσυρροή στο νησί από δεκάδες εθνικότητες.
Τελικά έφτασα στη Θάσο, και βρήκα τον ξάδερφό μου, όπου ξεκινήσαμε να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων, χωρίς να ξέρω τι θα ακολουθήσει. Κατά το απόγευμα μου λέει ντύσου και πάμε μία βόλτα, έτσι για να ξεσκάσουμε λίγο, γιατί δεν αντέχω την κλεισούρα του σπιτιού, και κατ’ επέκταση, επειδή σε λίγες ώρες έχω ένα ραντεβού με ένα σοβαρό πρόσωπο.
Ενώ ξεκινήσαμε να περπατάμε στο δρόμο για να κάνουμε την τσάρκα μας, λίγα λεπτά αργότερα, μου λέει περίμενε γιατί είδα κάτι, και πήγε ευθύς αμέσως να μιλήσει σε μία ξένη κοπέλα, μερικά μέτρα παρακάτω, και κάποια στιγμή ενώ σου ζητούσαν, με φωνάζει για να μου συστήσει το νεαρό κορίτσι, δηλαδή να την πω ένα γεια και να φύγουμε. Μάλιστα, ακούω μπροστά μου να της ζητάει το τηλέφωνο και αυτή να το δίνει, χωρίς κανένα δισταγμό.
Μόλις τελείωσε αυτό το περιστατικό και αποχαιρετήσαμε την κοπέλα. συνεχίσαμε να περπατάμε, ωστόσο συνέβη μία ακόμη παρόμοια φάση είκοσι λεπτά αργότερα, και όταν ξεμπέρδεψε από εκεί, ξανά ξεκινήσαμε πάλι το βάδην, όμως κατά την διάρκεια του περιπάτου άρχισαν να μου γεννιούνται διάφορες απορίες μες στο μυαλό, και τελικά ρωτάω τον ξάδερφο μου: Πως μπορεί και το κάνει με τόση ευκολία όλο αυτό το πράγμα, και μάλιστα πως βρίσκει τόσο ένθερμη απήχηση από το αντίθετο φύλο που προσεγγίζει;
Και τότε άρχισε να μου αναλύει λεπτομερώς, τι είναι το καμάκι, ποια είναι η φιλοσοφία και ποιες είναι οι τεχνικές που εφαρμόζονται ανά περίπτωση, λες και ήταν κάποιος επιστημονικός κλάδος στις θεωρητικές επιστήμες. Με λίγα λόγια έμεινα μακάκας, δηλαδή με ανοιχτό το στόμα. Εν τούτοις, όσα είχαν δει τα μάτια μου εκείνες τις 20 μέρες, ήταν σαν σκηνές από κινηματογραφική ταινία, και με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, και ότι το ελληνικό καμάκι δεν έχει αντίπαλο δέος σε κανένα μέρος του πλανήτη.
Όμως οφείλω να είμαι ειλικρινής απέναντι σας και να διευκρινίσω πως προσωπικά δεν έχω τις ικανότητες να χαρακτηριστώ greek lover, ούτε φυσικά, έχω επιδοθεί ή αφοσιωθεί ποτέ στο συγκεκριμένο άθλημα. Αν και μου αρέσει σαν θέαμα όλο αυτό το παιχνίδι. Δυστυχώς δεν με αντιπροσωπεύει ως συμπεριφορά, δίχως όμως να απαξιώνω το καμάκι.
Η λέξη γκόμενα είναι χυδαία ή όχι;
Υπάρχει αρκετή παραφιλολογία γύρω από τούτο θέμα, και δικαίως νομίζω, για όλες τις αιτιολογίες που εξέφρασα στις παραπάνω ενότητες. Ας εξετάσουμε το ζήτημα ψύχραιμα και αντικειμενικά, δίχως παρωπίδες και πάνω από όλα με ευθυκρισία. Η σωστή λέξη για να εκφράσουμε την ερωτική σχέση άντρα με γυναίκα είναι σύντροφος, και από τις δύο πλευρές. Όμως, εύλογα θα αναρωτηθείτε, γιατί καθιερώθηκε άραγε ο απαξιωτικός ορισμός «γκόμενα» σε ένα τόσο ευαίσθητο θέμα; Και γιατί η κοινωνία το αποδέχεται σαν κάτι φυσιολογικό;
Κατά την δική μου άποψη θεωρώ πως όλα ξεκίνησαν τις παλαιότερες δεκαετίες, ήδη από το 1920, όταν η γυναίκα ήταν όντως ένα σκαλί παρακάτω από τον άντρα, και εμφανώς δεν υπήρχε καμία ισότητα μεταξύ τους. Εκείνες τις εποχές που άκμαζε το ρεμπέτικο τραγούδι, υπήρχαν άπειρα τραγούδια που αναφερόντουσαν στον όρο γκόμενα για να περιγράψουν το εφήμερο παιχνιδάκι των αρσενικών με τα θηλυκά, ενώ μάλιστα θεωρούνταν και μαγκιά ο άντρας να είναι μπερμπάντης σε τούτο το σινάφι, ακόμη και αν ήταν παντρεμένος.
Βλέπετε εκείνες τις εποχές, ο άντρας έπρεπε να μετράει, και να δείχνει το αντριλίκι του με οποιοδήποτε τρόπο, ούτως ώστε να αναγνωριστεί από την ομήγυρη και τους ομοϊδεάτες του. Σε αυτή την κατρακύλα, συμπεριλαμβάνεται και ο ξυλοδαρμός, υποτίθεται για να συνετιστούν οι γυναίκες και να βάλουν μυαλό. Δυστυχώς με τέτοιες απαρχαιωμένες αντιλήψεις είχε γαλουχηθεί η κοινωνία, και σαν να μην έφτανε αυτό, μεταλαμπαδεύτηκε και στις νέες γενιές που καμάρωναν κιόλας οι πατεράδες για τα παιδιά τους.
Όμως, όσο κι αν φαντάζει παραλογισμός, ο όρος γκόμενος χρησιμοποιούνταν από τότε έως σήμερα και από το γυναικείο φύλο, που συνεπάγεται ότι έχει πλέον απενοχοποιηθεί η κακή έννοια αυτού του ορισμού με αποτέλεσμα να γίνει θεμιτό από το κοινωνικό σύνολο. Πλέον, οι νεαρές δεσποινίδες που ενηλικιώνονται και έχουν στο αίμα τους την αντιδραστικότητα, επικαλούνται τη συγκεκριμένη φράση πολλές φορές εντός της ημέρας στο διάλογο με τις φιλενάδες τους.
Ο ρόλος του φεμινισμού
Ήδη από το 2000 και εντεύθεν, άρχισαν ενεργά οι γυναίκες στην πατρίδα μας να κατανοούν πως είναι επιτακτική ανάγκη να τερματιστεί κάθε ενέργεια ή κίνηση που βάζει στο περιθώριο οποιαδήποτε ανυπεράσπιστη γυναίκα, διότι κατά πρώτο λόγο, καταπατούνται εμφανώς τα ανθρώπινα δικαιώματα, και κατά δεύτερο λόγο, κυρίως γιατί καταστρέφονται ζωές. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Όμως το μεγάλο μπαμ έγινε με τη βοήθεια του διαδικτύου που έδωσε τη δυνατότητα να συσπειρωθούν όλες οι καταπιεσμένες κοπέλες, ανεξαρτήτου ηλικίας, ενώνοντας τις δυνάμεις τους για ένα καλύτερο κόσμο. Και κάπως έτσι πλήθαιναν οι φεμινιστικές οργανώσεις.
Όλη αυτή η υπερπροσπάθεια έδωσε τα φόντα στο αδύναμο φύλο να αναπτύξει την προσωπικότητα του, και να βγάλει προς τα έξω την δυναμικότητα που διακατέχει, ενώ παράλληλα η λέξη γκόμενα θεωρείται σήμερα σεξισμός, τουλάχιστον από αυτές τις ομάδες, όπως και από τους υποστηρικτές τους.
Εδώ έρχεται ο αντίλογος και λέει: «Από την εμφανή δυναμική προσωπικότητα που εκπέμπουν οι γυναίκες, είναι σχεδόν αδύνατο έως ακατόρθωτο ένας άντρας να προσεγγίσει μία γυναίκα φοβούμενος την απόρριψη. Και κάπως έτσι, κλείνονται όλο και περισσότερο τα αρσενικά στο καβούκι τους». Κάποιος κακοπροαίρετος θα έλεγε ότι: Ίσως είναι η επανόρθωση της αδικίας για όσα έχουν τραβήξει οι κακομοίρες οι γυναίκες όλους αυτούς τους αιώνες.