Ο πρώτος συνειρµός που σχετίζεται µε οτιδήποτε προερχόµενο από τη Γαλλία είναι η φινέτσα. Η super premium βότκα Grey Goose διαθέτει τόση σε κάθε της γουλιά, ώστε οι ειδικοί να της αποδώσουν τον τίτλο «H βότκα µε την καλύτερη γεύση στον κόσµο».
Κάθε χρονο στην έδρα του Economist στη Νέα Υόρκη συγκεντρώνονται 1,2 εκατομμύρια μελέτες από το ReportLinker, το μεγαλύτερο δίκτυο ερευνών μάρκετιγκ, από 200.000 ανεξάρτητες αρχές σε όλο τον κόσμο, για τις λίστες που ετοιμάζονται για την ετήσια έκδοση. Στα γραφεία των δημοσιογράφων είναι παράδοση τα στοιχήματα: Τα τελευταία χρόνια, όμως, όσοι ποντάρουν στην πτώση της βότκας χάνουν μονίμως.
Ίσως να φαντάζει δυσεξήγητο, αλλά ανάμεσα στα δημοφιλή αποστάγματα, η βότκα είναι πρώτη σε κατανάλωση στις ΗΠΑ. Παράλληλα, ιλιγγιώδης είναι και η αύξηση των ποσοστών της στο μερίδιο που κατέχει στην αγορά της Κίνας.
«Όσοι πιστεύουν ότι η βότκα είναι άχρωμη, άγευστη και άοσμη πλανώνται», ομολογεί ο Dale DeGroff στον πρόλογο του μπεστ σέλερ Vodka Distilled, που κυκλοφόρησε από τον Tony Abou-Ganim, με τον οποίο έφεραν τη μόδα της βότκας στα καζίνο του Λας Βέγκας. «Στα κρασιά υπάρχει το terroir», εξηγεί.
«Το ίδιο και στη βότκα. Έτσι, η καλή βότκα δεν θα πρέπει να ξύνει τον ουρανίσκο, αλλά να περνάει μαλακά, σαν βελούδο» συνεχίζει. Και μπορεί η βότκα να παραμένει για τους Ρώσους ό,τι το τσάι για τους Λονδρέζους, «εύκολη» λύση για τα κρύα βράδια, αλλά είναι πλέον διεθνής υπόθεση και, για την ακρίβεια, εξαιρετικά επικερδής υπόθεση. Οι περισσότεροι φέρνουν ως παράδειγμα την περίπτωση του Sidney Frank, που πούλησε τη μεγαλύτερη σε κατανάλωση αμερικανική βότκα αντί 2 δις δολαρίων, όταν η συμφωνία της IBM έφτασε μετά βίας το 1,75 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στην Ισλανδία τη φιλτράρουν με ηφαιστειακές πέτρες, στη Νέα Ζηλανδία χρησιμοποιούν νερό από υπόγειες πηγές είκοσι έξι χιλιάδων ετών, στην Πολωνία μολάσα από παντζάρι και στη Ρωσία κρυστάλλους quartz και νερό από τη λίμνη Λάντογκα. Οι Πολωνοί διαχωρίζουν τη βότκα ανάλογα με το βαθμό καθαρότητας σε zwykła (standard), wyborowa (premium) και luksusowa (deluxe), ενώ οι Ρώσοι σε osobaya (superior) και krepkaya (δυνατή, 56 αλκοολικών βαθμών).
Στα μπαρ του Μπρούκλιν επιστρέφουν έπειτα από χρόνια ξεχασμένα κοκτέιλ, όπως το θρυλικό Ηarvey Wallbanger της δεκαετίας του ’50 με Galliano και πορτοκάλι, το Gypsy Queen του ’38 με βενεδικτίνη και το Russian, το πρώτο κοκτέιλ στη βίβλo Savoy Cocktail Book του Ηarry Craddock, μπάρμαν στο Savoy του Λονδίνου τη δεκαετία του ’30. «Η εποχή που η βότκα πήγαινε μόνο με τα τυπικά ρωσικά zakkushi, ρέγγες, πίκλες και χαβιάρι έχει παρέλθει», υποστηρίζει ο Tony Abou-Ganim, που κατέληξε στο βιβλίο του στις 58 καλύτερες ετικέτες και τους συνδυασμούς τους.
Ο ίδιος την προτιμά με μαύρο ψωμί, φουαγκρά και θαλασσινό αλάτι, ενώ ο Grant Achatz στο Aviary, το κοκτέιλ μπαρ του Σικάγου που έχει δημιουργήσει με τον Nick Kokonas, αποδομεί ένα Moscow Mule (το κλασικό κοκτέιλ βότκα – ginger beer) δημιουργώντας μια μοναδική εμπειρία με σφαίρες ginger και lemongrass μέσα σε ένα δροσιστικό ζελέ βότκας: «Πολλοί υποστηρίζουν ότι η βότκα δεν είναι παρά καλό μάρκετινγκ. Το γεγονός, όμως, ότι αντέχει έξι αιώνες εξηγεί πολλά…»
Βέβαια, μέχρι να φτάσει η βότκα στα ξενοδοχεία της αμερικανικής ερήμου έπρεπε πρωτίστως να συμβεί η Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκείνη την περίοδο καθιερώθηκε η πώληση του ποτού σε «προλεταριακές» συσκευασίες του ενός λίτρου με πώμα που δεν ήταν βιδωτό –κάτι που ενδεχομένως να ευνόησε την υπερκατανάλωση–, ενώ σιγά σιγά έκανε την εμφάνισή της και στα σαλόνια της Δύσης λόγω της αποδημητικής τάσης του ρωσικού λαού. Εκτοτε, η καθιέρωση του ποτού ήταν δεδομένη. Δεδομένη ήταν και η γευστική της διαφοροποίηση, προσαρμοζόμενη πάντα στις ανάγκες των καιρών –και των καταναλωτών. Δεδομένο, επίσης, ήταν ότι η βότκα παρέμενε η ίδια επί έναν αιώνα περίπου. Χωρίς καμία ανατροπή. Καμία έκπληξη. Καμία εξέλιξη. Ώσπου…
Σχεδόν έναν αιώνα μετά, και πιο συγκεκριμένα το 1997, η βότκα επαναπροσδιορίζεται με την εμφάνιση της premium βότκας Grey Goose από τη Γαλλία, ενός αποστάγματος που την ίδια κιόλας χρονιά αποσπά τον τίτλο «η βότκα με την καλύτερη γεύση στον κόσμο». Εχοντας πάντοτε ως αρχή της φιλοσοφίας τους την ανώτερη αισθητική και γεύση, όσοι διαλέγουν την Grey Goose είναι οι τύποι που αγαπούν τη ζωή, που ξέρουν να τη ζουν και επιλέγουν εκείνοι τον τρόπο που θα τη ζήσουν.
Είναι αν µη τι άλλο απρόσµενο να µιλάς για γεύση αναφερόμενος σε ένα ποτό, τη βότκα, που εξ ορισµού είναι ένα διάφανο και άοσµο απόσταγµα από πατάτα ή δηµητριακά. Οπως εξίσου απρόσµενο είναι όταν ένας maître de chai, ή «cellar master», στην περιοχή Cognac συμμετέχει με το πολύτιμο know how του σε μια διαδικασία που αργότερα θα έχει αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας super premium βότκας με γενέτειρα ένα από τα πιο φημισμένα σημεία παραγωγής κονιάκ της Γαλλίας. Μάλλον αυτή ήταν και η ενδεδειγμένη πορεία για το όραµα που είχε στο µυαλό του ο Sidney Frank, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας που θέλησε να φτιάξει όχι άλλη µια βότκα, αλλά µια βότκα εξαιρετική. Για αυτούς που ξέρουν να απολαµβάνουν τη ζωή.
Το σιτάρι που χρησιμοποιείται για την Grey Goose προέρχεται από την Beauce, τον πιο σπουδαίο σιτοβολώνα της Γαλλίας.
«Συνεργός» του σε αυτό το απίστευτο εγχείρημα τo 1996 ήταν ο cellar master François Thibault. Ετσι, µέσα σε σύντοµο χρονικό διάστηµα η Grey Goose εξελίχθηκε σε αγαπηµένο ποτό των trendsetters ανά τον κόσμο. Και από το spirit που µέχρι τότε ήταν εκεί για να χρησιµοποιείται ως η άχρωµη βάση για τα κοκτέιλ, έγινε «Η βάση» για τα κοκτέιλ. Εννοείται, βέβαια, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Εδώ η βότκα δεν παλαιώνεται σε vintage βαρέλια για να πάρει αυτή τη ραφιναρισμένη γεύση, όπως άλλα αποστάγματα. Η ίδια η παρασκευή της είναι που τη διαφοροποιεί και την κάνει premium. Ετσι, το σιτάρι που χρησιµοποιείται για την Grey Goose προέρχεται από την Beauce, τον πιο σπουδαίο σιτοβολώνα της Γαλλίας.
Έπειτα από πενταπλή απόσταξη, το προϊόν αναµειγνύεται µε αρτεσιανό νερό από τα βουνά Massif, που φιλτράρεται φυσικά, περνώντας µέσα από τα ασβεστολιθικά πετρώµατα της περιοχής. Το αποτέλεσµα είναι μια super premium βότκα που ξεχωρίζει γευστικά, έχει πιο παχύρρευστη υφή, είναι πιο λαµπερή, πιο ήπια στον ουρανίσκο και ξεχωρίζει χάρη στο χαρακτηριστικό ελαφρύ της άρωµα. Τελικά κάπως έτσι δημιουργείται ένα απόσταγµα που καταφέρνει µέσα σε δύο χρόνια από την πρώτη µέρα της παρασκευής του να βραβευτεί ως «η βότκα µε την καλύτερη γεύση στον κόσμο». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτοί που την επιλέγουν, έχουν lifestyle και δεν είναι ετερόφωτοι.
Και εννοείται ότι ο François Thibault δεν επαναπαύεται. ∆οκιµάζει προσωπικά κάθε παρτίδα, παρά τους 550 καθηµερινούς ελέγχους ποιότητας, που αποτελούν µια αδιάκοπη πορεία από το χωράφι στο µπουκάλι, επιβεβαιώνοντας και ενισχύοντας το όνοµα της Grey Goose. Και χρησιµοποιεί τα µαλακά χειµερινά σιτάρια, που την κάνουν πιο γλυκόπιοτη, και το νερό από το Gensac μόλις στα 30 πρώτα λεπτά, για να διατηρεί τη φρεσκάδα του.
Έτσι, κάθε γουλιά είναι γλυκόπιοτη, µε νότες καπνιστές, υποψία από γλυκάνισο και εσπεριδοειδή στο τελείωµα, αν και όλα συνοψίζονται σε ένα γεµάτο σώµα και ένα µεταξένιο τελείωµα. Και όλα αυτά σε µια υπέροχη χειροποίητη φιάλη µε τις χήνες που πετούν στη γαλλική εξοχή. Γι’ αυτό τελικά η Grey Goose είναι η βότκα που κερδίζει ακόµη και αυτούς που σνοµπάρουν το συγκεκριµένο ποτό. Ή τουλάχιστον το έκαναν. Πλέον, πίνουν Grey Goose. Από το 2004, που πρωτοήρθε στην Ελλάδα και µυήθηκαν στη γεύση, στον µύθο της και σε όλα όσα αντιπροσωπεύει. Μια βότκα µε γαλλική φινέτσα, που παράγεται στην περιοχή της Γαλλίας όπου βγαίνουν µόνο τα εκλεκτότερα των αποσταγμάτων.
Grey Goose σε αριθμούς
- Έτος ίδρυσης: 1996
- Περιεκτικότητα σε αλκοόλ: 40%
- Βαθμοί (Proof): 80
- Η απόσταξη των προϊόντων της ζύμωσης πραγματοποιείται σε πέντε στάδια.
- Το νερό που χρησιμοποιείται προέρχεται από φυσική πηγή και αναβλύζει σε βάθος 170 μέτρων.
- Είναι η πρώτη βότκα που παράγεται υπό τη συνεχή επίβλεψη του maître de chai.
- 22 βραβεία, διακρίσεις και διθυράμβους έχει αποσπάσει η Grey Goose σε 17 χρόνια.
- 55 γκρι χήνες αποτυπώνονται πάνω στο μπουκάλι.
- 3,8 εκατομμύρια κιβώτια πουλήθηκαν στις ΗΠΑ το 2012.