Μετά την παταγώδη αποτυχία του «Τhe Ρroducers» (το οποίο έτυχε παρόμοιας πολλαπλής μεταφοράς από τον κινηματογράφο στο σανίδι ως μιούζικαλ και ξανά στην οθόνη ως διασκευή του θεατρικού) οι πρώτες ειδήσεις σχετικά με το ρετουσάρισμα της πιο νοσταλγικής ταινίας του βασιλιά του trash Τζον Γουότερς αντιμετωπίστηκαν με εύλογο σκεπτικισμό.
Όταν μάλιστα η New Line αποφάσισε να ρίξει το αλλοπρόσαλλο δημιούργημα της σε βαθιά νερά, εκεί οπού κανένα μιούζικαλ μετά το «Grease» δεν δοκιμάστηκε ποτέ, στο εξαιρετικά δύστροπο εισπρακτικά, αμερικανικό καλοκαίρι, που ενίοτε καταποντίζει εγγυημένα μπλοκμπάστερ, ακόμη περισσότεροι κούνησαν τα κεφάλια τους με δυσπιστία για την σχεδόν βέβαιη αυτοκτονία.
Ως εκ θαύματος, το ολοκαίνουργιο «Ηairspray» όχι απλώς επέπλευσε, αλλά με εισπράξεις 27 εκατομμυρίων δολαρίων το πρώτο Σαββατοκύριακο πέτυχε το μεγαλύτερο άνοιγμα που έκανε ποτέ μιούζικαλ. Ταυτόχρονα έλαβε διθυραμβικές κριτικές από την πλειοψηφία του αμερικανικού Τύπου που διατύπωνε ευνοϊκές συγκρίσεις με το «Σικάγο». 19 χρόνια μετά η λιλιπούτεια Βαλτιμόρη κατακτούσε ολοκληρωτικά πλέον το Χόλιγουντ, έστω κι αν στην πραγματικότητα το Τορόντο την υποδύεται στην ταινία.
Good Morning Βaltimore
Το «Ηairspray» αποτελεί σταθμό στη φιλμογραφία του Τζον Γουότερς για πολλούς λόγους. Υπήρξε η τελευταία του ταινία με την απερίγραπτη μούσα του, τραβεστί Ντιβάιν, η οποία πέθανε λίγες μόλις ημέρες μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες και η πρώτη του που πήρε χαρακτηρισμό PG από την επιτροπή λογοκρισίας, ενώ όλες οι προηγούμενές του είχαν χαρακτηριστεί ακατάλληλες. Αυτή ήταν ίσως και η βασική αιτία που αρκετοί από τους πιο σκληροπυρηνικούς οπαδούς του Γουότερς εξέλαβαν το «Ηairspray» ως το ξεπούλημα του εκκεντρικού auteur στις σειρήνες του Χόλιγουντ.
Ομολογουμένως, το «Ηairspray» υπήρξε το πιο εμπορικό φιλμ στην έως τότε καριέρα του, ταυτόχρονα όμως και το πιο βαθιά προσωπικό. Αντλώντας από τον -ανεξάντλητο για τον ίδιο- μικρόκοσμο της γραφικής Βαλτιμόρης, ο Γουότερς υπέγραψε την πιο τρυφερή του ταινία για τα εφηβικά του χρόνια, τις ακαταμάχητες-τάσεις φετίχ των 60s, τα πολυώροφα χτενίσματα, τις χορευτικές και μουσικές εμμονές της εποχής.
«Έγραψα το σενάριο στο κρεβάτι του μικρού μου δωματίου-τρώγλη στη Βαλτιμόρη», εξομολογείται. «Ενα μεγάλο μέρος αυτής της ταινίας το έζησα μεγαλώνοντας στη Βαλτιμόρη των αρχών της δεκαετίας του 60. Κι εγώ παρακολουθούσα το τοπικό, τηλεοπτικό, χορευτικό show για εφήβους The Buddy Deane Show -μια φορά μάλιστα εμφανίστηκα σε αυτό!- και άκουγα, όπως και όλοι οι λευκοί, συνομήλικοί μου, μαύρη μουσική». Σημαδιακά, το «Βuddy Deane Show», πρότυπο για το δημοφιλές «Τhe Corny Collins Show» που απεικονίζεται στο «Ηairspray», ακυρώθηκε λόγω της απροθυμίας των παραγωγών να αναμείξουν λευκούς και μαύρους χορευτές.
Εν έτει 1988 ο Γουότερς σίγουρα δεν θα μπορούσε να προβλέψει πώς θα εξελισσόταν το πρώτο του εκείνο φλερτ με το ευρύτερο κοινό. Οι ελάχιστα πολιτικά ορθοί ύμνοι του στη διαφορετικότητα που κατέρριψαν κάθε έννοια καλού γούστου μοιάζουν σήμερα παντελώς ασύμβατοι με το star system που στηρίζει το σύγχρονο «Ηairspray».
Όπως μοιάζει να υπονοεί και το απολαυστικό cameo του στην ταινία ως χαρωπός επιδειξίας, ο ίδιος πιθανότατα αντλεί μια διεστραμμένη ικανοποίηση από την τροπή της κινηματογραφικής ιστορίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει την πλήρη αποδοχή του αντισυμβατικού δημιουργού από το mainstream από την κοπροφαγία της Ντιβάιν και τις καλλίφωνες κωλοτρυπίδες του παρελθόντος μέχρι σήμερα, όπου οι Τζον Τραβόλτα, Μισέλ Φάιφερ και Κουίν Λατίφα υποδύονται χαρακτήρες που εκείνος δημιούργησε, σίγουρα κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι!
Υou, are Timeless To Μe
Ωστόσο η συμπαθητική -για τα δεδομένα μιας ανεξάρτητης παραγωγής- πορεία του «Ηairspray» στις αμερικανικές αίθουσες δεν έμελλε να αποτελέσει το τελικό κεφάλαιο στην ιστορία της ταινίας. Το 2002 η New Line, η ίδια εταιρεία που δεκατέσσερα χρόνια πριν αποφάσισε να πάρει το ρίσκο και να δώσει στον Τζον Γουότερς την ευκαιρία να προσηλυτίσει ένα μεγαλύτερο κοινό, ανέλαβε τη μεταφορά της indie επιτυχίας του στο Μπρόντγουεϊ, ακολουθώντας τη μόδα αντίστοιχων, επιτυχημένων, μουσικοκοχορευτικών διασκευών μη μουσικών ταινιών όπως το «Αυτοί Οι Τρελοί Παραγωγοί»
«Το Μαγαζάκι Του Τρόμου» και «Ο Βασιλιάς Των Λιονταριών» που αποδείχτηκαν ιδιαίτερα χρυσοφόρες τα τελευταία χρόνια. Μπορεί το πρωτότυπο φιλμ να μην ήταν μιούζικαλ, ήταν όμως πλημμυρισμένο από μουσική και πιο συγκεκριμένα από άγνωστα, πρώιμα ροκ και r&b διαμαντάκια με τόσο εξωφρενικούς τίτλους όπως «Τhe Βug», «Τhe Roach», «Shake Α Tail Feather», που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί από την παιχνιδιάρικη πένα του ίδιου του Γουότερς.
Για τη θεατρική διασκευή του αντικαταστάθηκαν, όπως ήταν φυσικό, από αστραφτερά, πρωτότυπα τραγούδια των Μαρκ Σάιμαν («South Park: Bigger, Longer & Uncut») και Σκοτ Γουίτμαν. Κάποια από τα πιο προκλητικά στοιχεία «στρογγυλεύτηκαν» προσεκτικά, χωρίς ωστόσο το πνεύμα του Γουότερς να αλλοιωθεί σημαντικά. Η πορεία της παράστασης υπήρξε θριαμβευτική. Η πλούσια συγκομιδή της περιλαμβάνει 13 υποψηφιότητες για βραβεία Τόνι, από τα οποία απέσπασε οκτώ (καλύτερης παράστασης μιούζικαλ, σκηνοθεσίας, πρωτότυπης μουσικής και πρώτων ρόλων μεταξύ άλλων), ενώ μέχρι σήμερα η παράσταση περιοδεύει ανά τον κόσμο.
Κι αν όλα αυτά δεν έφταναν για να κάνουν περήφανο τον πνευματικό πατέρα του «Ηairspray», το ζωντανό φιλί του γκέι ζεύγους των συνθετών Σάιμαν και Γουίτμαν σε εθνικό, τηλεοπτικό δίκτυο, καθώς παραλάμβαναν το Τόνι τους, αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα των δια βίου προσωπικών προκλήσεων του Γουότερς.
Όλα αυτά βέβαια δεν θα μας απασχολούσαν σήμερα αν η New Line δεν αποφάσιζε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τον θεατρικό της θρίαμβο και να επιχειρήσει μια εκ νέου κινηματογραφική μεταφορά του, παρά το κακό προηγούμενο του «Τhe Ρroducers». Φαινομενικά η επιλογή του Ανταμ Σάνκμαν για την καρέκλα του σκηνοθέτη έμοιαζε τουλάχιστον δυσοίωνη.
Ο Σάνκμαν είχε εγκαταλείψει μια επιτυχημένη καριέρα χορευτή και χορογράφου για να αφοσιωθεί στη σκηνοθεσία «αριστουργημάτων» όπως «Ο Γάμος Του Εραστή Μου», «Κεραυνοβόλος Ερωτας», «Το Σπίτι Της… Τρελής», «Κωδικός: Πιπίλα» και «Δυο Ντουζίνες Μπελάδες», που μπορεί να απέδωσαν εισπρακτικά, όσοι όμως τις έχουν δει προσπαθούν ακόμη να ξεχάσουν. Ευτυχώς, φαίνεται τελικά πως το «Ηairspray» ξύπνησε στον Σάνκμαν μνήμες από το θεατρικό του παρελθόν και το τελικό αποτέλεσμα ελάχιστα θυμίζει τις κινηματογραφικές του ατασθαλίες.
Mama I,m Α Big Girl Νow!
Αν το «Σικάγο», με το ιλιγγιώδες μοντάζ του, δημιουργήθηκε με στόχο να γοητεύσει ακόμη και τους πολέμιους των μιούζικαλ, το «Ηairspray» διατήρησε την παραδοσιακή μορφή του είδους, ενσωματώνοντας τα εξωτερικά γυρίσματα στο πλαίσιο του εξωπραγματικού σύμπαντος που κατοικούν οι χαρακτήρες του.
Ωστόσο η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο «Ηairspray» του 1988 και στο «Ηairspray» του νέου millennium και η βασική αδυναμία του δεύτερου περιγράφεται καλύτερα από τον ίδιο τον Γουότερς σε μια συνέντευξή του πριν ακόμη καλά καλά η ταινία βρει τον δρόμο για τις αίθουσες:Το «Ηairspray» είναι στην πραγματικότητα μια σάτιρα για τις ταινίες με μήνυμα, την οποία προώθησα σα να ήταν μια αληθινή ταινία με μήνυμα. Εκεί ακριβώς είναι που το υπέρ του δέοντος ηθικοπλαστικό φινάλε του νέου «Ηairspray» χάνει έδαφος.
Αν ο αντιρατσιστικός παιάνας για την ελεύθερη είσοδο της κοινότητας των μαύρων στο κυρίαρχο κύκλωμα της σόουμπιζ, το οποίο ούτως ή άλλως κατέλαβαν εκ των έσω, ενείχε αναμφισβήτητα στοιχεία παρωδίας στην ταινία του Γουότερς, στη νέα κινηματογραφική εκδοχή του «Ηairspray», χωρίς τη βαθιά ειρωνεία, με την οποία ο Γουότερς εμπότιζε κάθε του κήρυγμα, μοιάζει ελαφρώς με αναίτιο και περιττό διδακτισμό. Το γιατί είναι περιττό, αν μη τι άλλο μας το απέδειξε περίτρανα το πρόσφατο «Dreamgirls» με τις πολλαπλές του υποψηφιότητες.
Η διεστραμμένη παραβολή του Γουότερς για το Αμερικανικό Ονειρο παραμένει ωστόσο ολοφάνερη και τραγικά επίκαιρη. Η παχουλή νεαρά με το άσβεστο πάθος για χορό θα ήταν ακόμη ένας θλιβερός παρίας στη βιομηχανία του Χόλιγουντ που επιβάλλει γενναίες δόσεις μπότοξ και πλαστικών, αισθητικών επεμβάσεων ακόμη και στις 30 something star του. Ο Γουότερς και οι επίγονοί του ενθαρρύνουν τον καθένα από εμάς να λικνίσει τους γοφούς του με την ελπίδα πως η αδίστακτη σόουμπιζ ενδέχεται τελικά να παρασυρθεί στο δικό μας ρυθμό.
Η αντιμετώπιση των γυναικών με… μεγάλα μεγέθη από το Χόλιγουντ αλλά και το γενικό, κοινό αίσθημα ελάχιστα έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Με τρεις, τροφαντές κυρίες (συμπεριλαμβανομένου και του Τραβόλτα!) στο αξιολάτρευτο δυναμικό του, το «Ηairspray» παραδίδει πολλαπλά μαθήματα περί αποδοχής της διαφορετικότητας, που μπορεί μεν να ηχούν απλοϊκά, δεν παύουν ωστόσο να είναι απόλυτα ρεαλιστικά και αποδεικνύουν περίτρανα ότι big can be beautiful!
Η υπερκινητική, πρωτοεμφανιζόμενη Νίκι Μπλόνσκι, στην οποία ολόψυχα ευχόμαστε να έχει στα βραβεία την τύχη της επίσης γεματούλας Τζένιφερ Χάντσον, είχε πριν μερικά χρόνια λάβει μέρος στις ακροάσεις για το θεατρικό «Ηairspray», ωστόσο είχε αποκλειστεί λόγω του νεαρού της ηλικία της. Σήμερα, στα 18 της, η Μπλόνσκι παρακάμπτει τον φυλετικό διαχωρισμό που επέβαλλαν τα χρηστά, τηλεοπτικά ήθη της εποχής που εξελίσσεται το «Ηairspray», ξεμπροστιάζει την υποκρισία που έκρυβε η στάση των αρχών κάθε είδους την ίδια στιγμή που η μαύρη μουσική κατακτούσε τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις προτιμήσεις των νέων και αποκαλύπτει εν τέλει το μυστικό της απήχησης του «Ηairspray» σε κάθε νέα του ενσάρκωση. Welcome To The 60s!
Τζον Τραβόλτα Plump Fiction
«Τριάντα χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή», δε σταματά να δηλώνει στις συνεντεύξεις του με αφορμή το «Ηairspray» ο Τζον Τραβόλτα. Εννοεί προφανώς τη στιγμή που θα βρισκόταν ξανά στα σετ ενός κινηματογραφικού μιούζικαλ κι όχι την ευκαιρία να υποδυθεί μια παχύσαρκη νοικοκυρά από τη Βαλτιμόρη in drag. «Σκέφτηκα ότι αν ήταν να επιστρέψω, το καλύτερο θα ήταν να το κάνω με έναν εντελώς διαφορετικό, απρόσμενο τρόπο. Γιατί πώς μπορεί κανείς να ξεπεράσει το Grease;» Κόντρα σε όλες τις προβλέψεις ο κάποτε στυγνός καρδιοκατακτητής της πιο εμβληματικής ίσως ταινίας κολεγιακού ρομάντσου περίμενε τρεις δεκαετίες για να ξαναχορέψει επί της οθόνης, αυτή τη φορά με πλήρες γυναικείο μακιγιάζ και προσθετικά πάχη που του χαρίζουν την πληθωρική σιλουέτα της Ντιβάιν.
Κι αν πολλοί σταρ που συμμετέχουν σε ριμέικ φοβούνται τις συγκρίσεις με τις αναγνωρισμένες ερμηνείες ιερών τεράτων της έβδομης τέχνης πώς μπορείς άραγε να αναμετρηθείς με ένα cult icon όπως η αμίμητη Ντιβάιν; Γεννηθείσα ως Γκλεν Μίλστεντ, η Ντιβάιν ποτέ δεν έκρυψε την macho πλευρά της, άλλοτε με τα αδιόρατα γένια δύο ημερών και πάντοτε με την αξιαγάπητη χοντροκοπιά της που την έκαναν τόσο ξεχωριστή και σήμα κατατεθέν των σημαντικότερων ταινιών του Τζον Γουότερς. Στους clean cut καιρούς που ζούμε ο πάλαι ποτέ γόης Τραβόλτα αποφάσισε να υποδυθεί την Έντνα Τέρνμπλαντ με όση θηλυκότητα έκρυβε μέσα του, ένα μείγμα τρυφερότητας και απρόσμενου μητρικού ενστίκτου.
Ο χαιρετισμός «Come to Μomma», με τον οποίο υποδέχθηκε τη Νίκι Μπλόνσκι την πρώτη μέρα των γυρισμάτων και οι εναγκαλισμοί του με τον Κρίστοφερ Γουόκεν αποδεικνύουν ότι πήρε πολύ ζεστά το νέο του «ζουμερό» ρόλο. Πέντε επιθέματα σιλικόνης χρειάστηκαν για να «χτίσουν» μονάχα το πρόσωπό του με τα ροδαλά μάγουλα και τα τροφαντά προγούλια και πέντε ώρες προετοιμασίας καθημερινά προκειμένου να επιτευχθεί η πλήρης μεταμόρφωσή του, ενώ 14 κιλά επιπρόσθετου βάρους δυσχέραιναν τις κινήσεις του ενώ πραγματοποιούσε τις χορευτικές φιγούρες του «Ηairspray».
«Δεν ήταν εύκολο αλλά μέρος της ερμηνείας του χαρακτήρα μου ήταν ότι υποκρινόμουν τη βεβαιότητα της ηρωίδας (Εντνα) πως ζυγίζει 45 κιλά. Επαιξα ενάντια στη βαρύτητα, σαν ένας ιπτάμενος ελέφαντας ή κάτι τέτοιο». Η νέα, τετράπαχη προσωπικότητά του δύσκολα θα τον φέρει υποψήφιο στα Οσκαρ, σίγουρα όμως αποτελεί ένα κερδισμένο, προσωπικό στοίχημα για την πιο σημαντική κίνηση καριέρας του Τραβόλτα μετά το δυναμικό comeback στο «Ρulp Fiction» το 1994.
Μισέλ Φάϊφερ η επιστροφή της κυρίας
Η Μισέλ είναι όμορφη. Και ταλαντούχα. Οσο ελάχιστοι άνθρωποι στον πλανήτη. Εύκολα θα έλεγες πως είναι εξωγήινη: ένα ανώτερο ον, στη μορφή του οποίου αντανακλάται ατόφιος ο θεσπέσιος εσωτερικός του κόσμος…
Θα έλεγες. Αν η ίδια δεν φρόντιζε να σε διαψεύσει αφοπλιστικά, επενδύοντας κάθε ρόλο που ενσαρκώνει με μια ανθρωπιά που αναστατώνει υπόκωφα το πανί και δεν σε εγκαταλείπει ποτέ, κατοικώντας αθόρυβα αλλά ουσιαστικά το θυμικό σου. Γι αυτό μπορεί να μην αντιλήφθηκες συνειδητά την πενταετή απουσία της. Σίγουρα όμως πρέπει να την ένιωσες, σαν ένα παλιό, αγαπημένο τραγούδι, που δοκίμασες να σιγομουρμουρίσεις αλλά με έκπληξη διαπίστωσες πως έχεις ξεχάσει τα λόγια.
Η Μισέλ ζητά συγγνώμη. Η αποχή της από τα κινηματογραφικά δρώμενα δεν ήταν συνειδητή. Απλά συνέβη. «Μετακομίσαμε (μαζί με τον σύζυγό της, τηλεοπτικό δημιουργό, Ντέιβιντ Κέλι, την υιοθετημένη, 14χρονη κόρη Κλόντια Ρόουζ, τον 12χρονο γιο Τζακ Χένρι, τα σκυλιά, τη γάτα, τα βατράχια, τα άλογα και τα γαϊδουράκια τους!) από το Λος Αντζελες στη Βόρεια Καλιφόρνια, οπότε ασχολήθηκα με την τακτοποίηση του καινούργιου μας σπιτιού, ούσα σύζυγος και μητέρα πλήρους απασχόλησης» εξηγεί.
Από την άλλη, ίσως απλά να χρειαζόταν ένα διάλειμμα από τη βιομηχανία του θεάματος, που για τόσα χρόνια προσπαθούσε να πείσει ότι δεν είναι μια ωραία γυναίκα που προσπαθεί να γίνει ηθοποιός, αλλά μια ηθοποιός που τυχαίνει να είναι ωραία. Δεν είναι τυχαίο πως για την επιστροφή της επέλεξε αφενός τον αυτοσαρκαστικό ρόλο της δολοπλόκου, πρώην νικήτριας διαγωνισμού ομορφιάς (η ίδια είχε στεφθεί Miss Orange County, 30 χρόνια πριν), Βέλμα Βον Τασλ, στη μιούζικαλ διασκευή του αλά Τζον Γουότερς, cult ύμνου στη διαφορετικότητα, «Ηairspray» και αφετέρου εκείνον της κακιάς μάγισσας Λάμια, που θέλει να διατηρήσει τα νιάτα και την ομορφιά της στο παραμύθι του Μάθιου Βον, «Αστερόσκονη», σχολιάζοντας έτσι την εμμονή του Χόλιγουντ με τα άγουρα κάλλη, μόλις ενήλικων κορασίδων.
Στα 49 της χρόνια, η Μισέλ είναι ακόμα ωραία. Και ταλαντούχα. Δεν αγχώνεται όμως πια. Οχι γιατί είδε το «Ηairspray» και το «Stardust» να φιγουράρουν μέσα στην πρώτη δεκάδα του αμερικάνικου box office. Ούτε επειδή τιμήθηκε με ένα Αστέρι στη Λεωφόρο της Φήμης. Απλά επειδή, όπως λέει, «επιστρέφοντας στο σινεμά αισθάνθηκα όλους τους κυλίνδρους μου να δουλεύουν στο φουλ και συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγαπάω ακόμα την ηθοποιία. Νιώθω πως επιτέλους βρήκα την ισορροπία ανάμεσα σε αυτή και την προσωπική μου ζωή». Εξωγήινη; Κάθε άλλο…