Οι τραπεζίτες ήλπιζαν ότι μπορούσαν επιτέλους να ξεφύγουν από την κρίση που μαστίζει σχεδόν όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού πολιτισμού (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων φυσικά). Έχει περάσει κιόλας ένας χρόνος από τότε που ο επικεφαλής της Barclays, δήλωσε ότι η εποχή των τύψεων έχει παρέλθει. Η Wall Street πέρασε τρία χρόνια απολογούμενη για τη χρηματοοικονομική κρίση και πλέον, θεωρούσε ότι το κεφάλαιο αυτό μπορούσε να κλείσει.
Η βιασύνη κάποιων τραπεζών να επιστρέψουν στο «business as usual» ήταν εξάλλου εμφανής. Η Citigroup, για παράδειγμα, που είχε περιορίσει την ετήσια αμοιβή του διευθύνοντος συμβούλου της στο συμβολικό ποσό του 1 δολαρίου ετησίως, για όσο καιρό η τράπεζα παρέμενε ζημιογόνος και συντηρούνταν με τα χρήματα των Αμερικανών φορολογούμενων, αποφάσισε ότι ο Βίκραμ Πάντιτ δικαιούταν πια να πάρει… κάτι παραπάνω. Για την ακρίβεια, θέλησε να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του με το ποσό των 15 εκατ. δολαρίων.
Όμως, οι μέτοχοι της τράπεζας είχαν αντίθετη γνώμη. Citigroup, Credit Suisse, Wells Fargo, Barclays, UBS. Η σπίθα της επανάστασης μεταδίδεται από τη μία γενική συνέλευση τράπεζας στην άλλη. Ήδη, ο ξένος Τύπος μιλά για την «Άνοιξη των Μετόχων». Ο τεράστιος φουσκωτός αρουραίος, με το προκλητικό πούρο και τις τσέπες του παραγεμισμένες με δολάρια, που έφεραν οι διαδηλωτές έξω από τη γενική συνέλευση της Wells Fargo, μαρτυρά ότι οι μέτοχοι δεν έχουν ακόμα συγχωρήσει τους τραπεζίτες για την κρίση του 2008. Το γεγονός ότι τα αφεντικά του κλάδου θέλησαν να επιστρέψουν στην πρακτική των προκλητικών αμοιβών, την ώρα που οι μετοχές των τραπεζών τους βρίσκονται σε πτώση, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Έτσι, στην ετήσια γενική συνέλευση της Citigroup, το 55% των μετόχων καταψήφισε την πρόταση της διοίκησης για το ύψους 15 εκατ. δολαρίων πακέτο αμοιβών του Πάντιτ για το 2019. Ο λόγος; Τη χρονιά αυτή, οι μετοχές της τράπεζας έχασαν το 44% της αξίας τους.
Η ψήφος των μετόχων δεν είναι δεσμευτική για τις διοικήσεις, στέλνει, ωστόσο, ένα τουλάχιστον ηχηρό μήνυμα στους τραπεζίτες. Και με δεδομένο ότι το φαινόμενο τείνει να λάβει τις διαστάσεις χιονοστιβάδας, αυτή η εξέγερση σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη ανάμεσα στα μεγάλα κεφάλια των τραπεζών.
Όπως φάνηκε, εξάλλου, η περίπτωση της Citigroup δεν ήταν παρά μόνο η αρχή. Στη γενική συνέλευση της Credit Suisse, σχεδόν ένας στους τρεις μετόχους καταψήφισε το σχέδιο αμοιβών της διοίκησης. Ο διευθύνων σύμβουλος της ταλαιπωρημένης ελβετικής τράπεζας, Γκάρι Ντούγκαν, πήρε το λόγο για να κατευνάσει τα πνεύματα και να απαντήσει στην κριτική.
«Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για ένα πολύ αμφιλεγόμενο ζήτημα, όμως, είναι πολύ σημαντικό για μια διεθνή τράπεζα, η οποία χρειάζεται πολύ έμπειρα και ικανά στελέχη, να εφαρμόζει σωστές πολιτικές και δομές αμοιβών», είπε. Προφανώς, δεν έπεισε τους περίπου 1.700 μετόχους που είχαν συγκεντρωθεί για να τον ακούσουν. «Θα έπρεπε να ντρέπεστε που μας στερείτε τόσο πολλά χρήματα. Εμείς είμαστε οι ιδιοκτήτες αυτής της τράπεζας και εσείς είστε οι υπάλληλοί μας. Εμείς θα έπρεπε να αποφασίζουμε για το πόσα θα βγάζετε», είπε ένας από τους μετόχους, με τους υπόλοιπους να ξεσπούν σε χειροκροτήματα.
Πολεμικό ήταν το κλίμα που συνάντησε και η διοίκηση της Barclays, στη δική της γενική συνέλευση. Ο πρόεδρός της, Μάρκους Άγκιους, αναγκάστηκε να ζητήσει συγνώμη γιατί, όπως είπε, η τράπεζα δεν είχε επικοινωνήσει σωστά τη στρατηγική της σε ό,τι αφορά τις αμοιβές. Και υποσχέθηκε να αυξήσει το μέρισμα που λαμβάνουν οι μέτοχοι, σε μία προσπάθεια να τους καλοπιάσει. Φυσικά, οι περίπου 2.000 μέτοχοι της Barclays δεν τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, αλλά με αποδοκιμασίες και ειρωνικά γέλια.
Οι μέτοχοι, πάντως, δεν εξεγείρονται μόνο για τις προκλητικές αμοιβές. Τους έχουν εξοργίσει οι αδιαφανείς διαδικασίες μέσω των οποίων μοιράζονται οι κορυφαίες θέσεις στην ιεραρχία των τραπεζών και γενικότερα, τα επιχειρηματικά μοντέλα που κάθε άλλο παρά υπόσχονται αποδόσεις για τους μετόχους. Και σίγουρα δεν βοηθούν τα συνεχή σκάνδαλα, καθώς κάθε τόσο έρχεται στο φως και μία ακόμα απάτη που έστησαν οι τράπεζες σε βάρος των πελατών τους.
Έως τώρα, οι τραπεζίτες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν παρά τις σπάνιες επιθέσεις των ακτιβιστών μετόχων, καθώς ο μέσος ιδιώτης επενδυτής δεν έμπαινε στον κόπο να αναλάβει δράση ακόμα και εάν πίστευε ότι μια επιχείρηση δεν διοικούνταν σωστά. Απλά, πουλούσε τις μετοχές του και πήγαινε παρακάτω.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, οι μέτοχοι έχουν λόγο πάνω στις αμοιβές των διοικήσεων εδώ και δέκα χρόνια, και όμως έχει καταγραφεί μόλις μία περίπτωση αρνητικής ψήφου (πρόκειται για την Royal Bank of Scotland και το γενναιόδωρο πακέτο συνταξιοδότησης που θα έδινε το 2019 στον τραπεζίτη που ευθύνεται για την κατάρρευσή της, τον Φρεντ Γκούντγουιν).
Πλέον, η επανάσταση είναι οργανωμένη, οδηγώντας κάποιους να μιλήσουν για το κίνημα «Occupy Boardroom», που στα πρότυπα του «Occupy Wall Street», καταλαμβάνει τα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων επιχειρήσεων. Μάλιστα, ένας από τους πιο γνωστούς τραπεζικούς αναλυτές της Wall Street, ο διάσημος για τη σκληρή του στάση απέναντι στα μεγαλύτερα ονόματα του κλάδου, Μάικ Μάγιο, δηλώνει πρόθυμος να τεθεί επικεφαλής του νέου κινήματος.
«Η οικονομική κρίση προκλήθηκε, στην πραγματικότητα, από την έλλειψη καπιταλισμού. Τώρα, βλέπουμε τους ιδιοκτήτες να εξασκούν τα δικαιώματά τους. Προσπαθούν να πάψουν να είναι πια πολίτες δεύτερης κατηγορίας», εξηγεί. Ήδη, το κίνημα Occupy Boardroom βάζει στο στόχαστρο και άλλες εισηγμένες της Wall Street, ακόμα και έξω από τον τραπεζικό κλάδο. Αντιμέτωπες με την εξέγερση των μετόχων τους ήρθαν τις τελευταίες ημέρες οι διοικήσεις της General Electric και της εταιρείας ορυχείων Xstrata. Και όπως όλα δείχνουν, έπεται και συνέχεια.