Δείτε παρακάτω το βίντεο σχολιασμού αναφορικά με αυτό το ζήτημα
Ο λόγος που κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν φιλοδοξίες στη ζωή τους, οφείλεται στο γεγονός πως έχουν συμβιβαστεί με την κακιά τους μοίρα, αφού είναι σίγουροι πως δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι προς την θετική πλευρά σε διάφοροι τομείς στη προσωπική τους ζωή, συμπεριλαμβανομένων η επαγγελματική σταδιοδρομία, οι ερωτικές επιτυχίες κ.λπ.
Ωστόσο εκείνα τα άτομα που θρέφουν μέσα τους φιλοδοξίες πως μια μέρα θα επιτύχουν το στόχο τους, συμβαίνει γιατί έχουν ισχυρά κίνητρα να εξελιχθούν και να προχωρήσουν μπροστά για να υλοποιήσουν τα όνειρα τους, ακόμη κι αν εκ των πραγμάτων δεν είναι οι ικανότεροι από τους ανταγωνιστές στον τομέα τους, εν τούτοις πιστεύουν ακράδαντα πως έχουν τα περιθώρια να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητες τους, κυρίως με στοχοπροσήλωση.
Στην αντίπερα όχθη, η αλαζονεία χαρακτηρίζεται από ένα πρότυπο ανασφαλούς συμπεριφοράς σε μια προσπάθεια το άτομο να αποδείξει τις ικανότητες και την ανωτερότητα του από τον υπόλοιπο κόσμο, επιδεικνύοντας κάθε στιγμή πως ξεχωρίζει από το πλήθος. Μάλιστα αυτή η συμπεριφορά συσχετίζεται με χαμηλό επίπεδο νοημοσύνης και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Αφού σας έδωσα μία γεύση στις παραπάνω ενότητες ποιες είναι οι δύο έννοιες, θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω ποια είναι η λεπτή γραμμή που χωρίζει την φιλοδοξία για να γίνεις ο καλύτερος από την αλαζονεία.
Ας πάρουμε ως γνώμονα τον επαγγελματικό τομέα. Θα παρατηρήσατε πως αρκετές προσωπικότητες στο χώρο του θεάματος, όπως στον κινηματογράφο, το θέατρο, το τραγούδι τη μουσική και ούτω καθεξής, τείνουν να έχουν μία αλλόκοτη συμπεριφορά που ορισμένες φορές γεννά αρκετά ερωτήματα σε ένα άλλο άτομο που τους παρατηρεί, αφού ενώ, όντως είναι ικανά άτομα και δεν υπάρχει κάποιος έμπρακτος λόγος να αποδείξουν κάτι προς το ευρύ κοινό, αναφορικά με την σπουδαιότητά τους, τουναντίον μία μεγάλη μερίδα εξ αυτών διακατέχεται από αλαζονεία και επιδιώκει διαρκώς να δείχνει πόσο σπουδαίοι, λαμπεροί και ευτυχισμένοι είναι, ιδιαίτερα μέσα από τα social media και από τις αναρτήσεις που δημοσιεύουν σε αυτές τις πλατφόρμες, όπως και φυσικά μέσα από την τηλεόραση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Βέβαια ετούτη η ιδιομορφία δεν συμβαίνει τόσο συχνά στο χώρο του αθλητισμού και ιδιαίτερα στον πρωταθλητισμό, ανεξάρτητα από το αν κάποιο άθλημα είναι ομαδικό ή ατομικό, και η κύρια αιτία που είθισται να συμβαίνει κάτι τέτοιο είναι γιατί οι αθλητές είναι πειθαρχημένα άτομα. Φερειπείν, εάν ήταν απείθαρχοι άνθρωποι δεν θα είχαν τα εχέγγυα να διακριθούν σε τόσο υψηλό επίπεδο, διότι αντικειμενικά η αλαζονεία θα τους αποσπούσε την προσοχή και κατ’ επέκταση θα έχαναν ένα μεγάλο μέρος από την αθλητική τους απόδοση. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται.
θα σας αναφέρω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα κορυφαίων αθλητών που θεωρούνται οι καλύτεροι όλων των εποχών στο άθλημα τους όπου αδιαμφισβήτητα θα τους χαρακτήριζες ως μετριόφρονες, διότι δεν έχουν ανάγκη να κάνουν επίδειξη τόσο της επιτυχίας τους, όσο και του πλουτισμού τους, και το κυριότερο από όλα είναι πως δεν προβάλλουν καν την προσωπική του ζωή στα Μ.Μ.Ε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Μάικλ Τζόρνταν, ο Μάτζικ Τζόνσον, ο Νίκος Γκάλης στη καλαθοσφαίριση, ο Πελέ στο ποδόσφαιρο, ο Τάιγκερ Γουντς στο γκολφ, και μία ακόμη πλειάδα αξιόλογων αθλητών που αν γράψω τα ονόματα τους σίγουρα θα γεμίσω πάνω από δέκα σελίδες γραπτό περιεχόμενο.
Φυσικά το μεγάλο ερώτημα είναι αν μπορεί κάποιος να ελέγξει αυτές τις δύο παραμέτρους, άσχετα αν είναι διάσημος ή άσημος. Η απάντηση είναι πολύ απλή: Το να ξεφύγεις από την σφαίρα της λογικής και να μεταβείς στην αμαρτωλή αλαζονεία είναι ιδιαίτερα εύκολο και μπορεί να γίνει με συνοπτικές διαδικασίες, ιδίως εάν δεν έχει μέσα του ψυχική ισορροπία και πειθαρχία.
Όμως σίγουρα θα αναρωτιέστε εάν ένα αλαζονικό άτομο μπορεί να αποβάλει αυτή την τοξική συμπεριφορά και να επανέλθει στις παλιές φυσιολογικές συνθήκες. Εδώ η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, αφού είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξεφύγει κάποιος από αυτό το ψυχικό λαβύρινθο (ιδιαίτερα μόνος του). Όχι πως δεν είναι εφικτό, αλλά θα ήταν συνετό να αναζητήσει τη συμβουλή και τις οδηγίες ενός ειδικού, όπως κάποιου ψυχολόγου, με απώτερο σκοπό να έχουν διάρκεια τα αποτελέσματα και κατά συνέπεια να μην είναι εφήμερα, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να υποτροπιάσει ο ασθενής στις ίδιες συνήθειες, και μετά ξανά τα ίδια πάλι.