Η γαστρονομική σημειολογία του ποδοσφαίρου πέρασε ξώφαλτσα από την ουσία και μάλλον δεν ακούμπησε. Διότι μια καλή σαλάτα δεν είναι προϊόν αποτυχημένης αλλά επιτυχημένης προσπάθειας.
Ένα από τα πολλά περίεργα του ποδοσφαίρου μας είναι ότι όταν θέλουμε να μιλήσουμε απαξιωτικά για έναν προπονητή, τον αποκαλούμε «μάγειρα», λες και το να είσαι καλός μάγειρας είναι εύκολο και απλό. Αυτό δείχνει πόσο ελάχιστα εκτιμούμε το καλό φαγητό στην Ελλάδα. Οι Ιταλοί, λόγου χάρη, ποτέ δεν θα αποκαλούσαν απαξιωτικά κάποιον «μάγειρα». Στο λεξιλόγιο τους υπάρχει η έκφραση «il gran cuoco», δηλαδή «ο μεγάλος μάγειρας», η οποία χρησιμοποιείται συμβολικά αλλά καθόλου απαξιωτικά· θα έλεγα ότι τη χρησιμοποιούν με τον αντίθετο ακριβώς τρόπο, δηλαδή για να καταδείξουν ικανότητες.
Σπανίως τη χρησιμοποιούν, άλλωστε, στο ποδόσφαιρο –θα έλεγα ότι περισσότερο αυτή χαρακτηρίζει πολιτικούς που ήξεραν την τέχνη της σύνθεσης και της μακιαβελικής μηχανορραφίας. Ο Giulio Andreotti, για παράδειγμα, χαρακτηρίστηκε πολλές φορές έτσι. Ο «gran cuoco» πρέπει να μην κινείται στο προσκήνιο, να βλέπεις το αποτέλεσμα της δουλειάς του, όχι όμως και τον τρόπο του, να μην χρειάζεται πολύ χρόνο για να δημιουργήσει το αριστούργημά του, αλλά και να μην μοιράζεται με κανέναν τη συνταγή του.
Ο προπονητής είναι πάντα στην πρώτη γραμμή, δεν έχει κανένα πρόβλημα να μοιραστεί τα μυστικά του, αρκεί να σε πείσει ότι κάνει μια δουλειά, και συνήθως έχει συνεχώς απαιτήσεις. Τι διάβολο «μάγειρας» μπορεί να είναι κάποιος με τέτοια συμπεριφορά;
Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός «μάγειρας» υιοθετήθηκε απλώς για να καταδείξει ότι ένας προπονητής δεν έχει σουλούπι και χαρακτηριστικά προπονητή και άρα δεν μπορεί να είναι προπονητής. Στη φαντασίωση του Ελληνα ο μάγειρας είναι πάντα κοιλαράς, αργοκίνητος, λαίμαργος και καλούλης, αλλά άλλο οι φαντασιώσεις και άλλο η πραγματικότητα. Ο Σκαρμούτσος δεν έχει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά· αντίθετα, θα έλεγα ότι πολλοί προπονητές θα ήθελαν να έχουν το παράστημα και τη μαγκιά του.
Αδόκιμη βρίσκω την έκφραση «τα έκανε σαλάτα», την οποία συχνά χρησιμοποιώ λόγω βιασύνης και εγώ για να περιγράψω ένα χαμένο ματς, μια κακή βραδιά ενός αθλητή…
Επίσης αδόκιμη βρίσκω την έκφραση «τα έκανε σαλάτα», την οποία συχνά χρησιμοποιώ λόγω βιασύνης και εγώ για να περιγράψω ένα χαμένο ματς, μια κακή βραδιά ενός αθλητή ή μια μικρή αθλητική καταστροφή από αυτές που εύκολα συμβαίνουν και δύσκολα ξεπερνιούνται. Και η χρήση αυτού του όρου δείχνει ότι δεν ξέρουμε να τρώμε και δεν ξέρουμε να εκτιμούμε κάτι τόσο εξαιρετικό όσο η σαλάτα. Κατά βάση πιστεύουμε πως είναι κάτι εύκολο, ότι αρκεί π.χ. να ανακατεύεις χορταρικά για να προκύψει κάτι που ακόμα κι αν δεν σε εντυπωσιάζει στην όψη, μπορεί να έχει μια γεύση της προκοπής.
Ως εκ τούτου η αναφορά σε σαλάτες, όταν μιλάμε για αθλητικά, είναι μια προσπάθεια περιγραφής πράξεων χωρίς σειρά, στις οποίες το τυχαίο και το άτεχνο παίζουν καθοριστικό ρόλο και συνήθως γίνονται αιτία αποτυχιών. Εχουν καμιά σχέση αυτά με τη σαλάτα; Απολύτως καμία. Οποιος από φαγητό γνωρίζει, καταλαβαίνει πως στη σαλάτα δεν υπάρχει τίποτα το τυχαίο και τίποτα το κακώς καμωμένο: από όλα τα πιάτα είναι αυτό που στηρίζεται στη μεγαλύτερη δυνατή γνώση των γεύσεων και επιτρέπει τους λιγότερους δυνατούς αυτοσχεδιασμούς.
Σαλάτα δεν είναι μόνο η «ρόκα – παρμεζάνα», που ο πτωχευμένος πλέον νεοελληνικός νεοπλουτισμός επέβαλε επί μία δεκαετία σε κάθε τραπέζι, τσαλαπατώντας βάναυσα τις γεύσεις που ακολουθούσαν. Σαλάτα είναι η σωστή αναλογία λάχανου, καρότου, λεμονιού και λαδιού, η ντομάτα κομμένη όπως πρέπει ώστε να κρατά τη γεύση του νερού της, η καυτερή πιπεριά μέσα στο μαρούλι και το φρέσκο κρεμμύδι. Η ανάμνηση της δροσιστικής απόλαυσης μιας καλής σαλάτας επιβάλλει η χρήση του όρου να γίνεται με ευλάβεια.
Δεν χρειάζεται ούτε καν να αναφερθώ στην άστοχη χρήση του όρου «ψαράς», όταν χαρακτηρίζεται έτσι ο πρωτάρης. Οποιος απλώς έχει ρίξει ένα παραγάδι –και δεν μιλάω για δίχτυα– όταν και εφόσον το ακούει, ντρέπεται…