Πήγε πρόσφατα ο Σάκης σινεμά με μια συνεργάτη και έγραψαν μαζί κριτική ή μάλλον σχόλια. Άρεσε η ιδέα σε σας, γλυκάθηκε ο Τάκης και σκέφτηκε να στείλει και μένα – αλλά με ποιον να συνεννοηθώ; Ο Σάκης 11 χρονών έστειλε 13 σελίδες γράμμα στον Κισλόφσκι για την τριλογία των χρωμάτων με παρατηρήσεις για τα σεναριακά κενά και τις σκηνοθετικές αστοχίες, και μάλιστα ο Κισλόφσκι απάντησε απολογούμενος.
Ο Πετιμεζάς βλέπει θέατρο και εγώ από το 2000 – που δούλευα σαν τεχνικός σκηνής στο θέατρο Ιλίσια και αναγκάστηκα να δω 300 φορές τη Μιμή Ντενίση – όταν ζυγώνω στα 100 μέτρα σε θέατρο παθαίνω αναφυλαξία. Με τον Τάκη δε πάω γιατί ανάμεσα σε Πρωτομαγιά και πανελλαδική – πανεργατική απεργία δε θέλω κολλητιλίκια με τους πλουτοκράτορες. Την Στέλλα δεν τη μπορώ γιατί την τελευταία φορά που είδαμε μαζί ταινία όταν τέλειωσε σχολίαζε με τις φίλες της το κωλαράκι του πρωταγωνιστή και στην κριτική της έγραψε για την αποδόμηση του υπερεγώ στην αέναη πάλη του είναι και του γίγνεσθαι.
Υπάρχει βέβαια ο φωτεινός παντογνώστης του splatter, του κανιβαλισμού και της σεξουαλικής διαστροφής JUNKMAN αλλά είμαι πολύ μικρός για να σταθώ δίπλα του, θα αισθάνομαι σαν ρουβίτσα που ανεβαίνει στη σκηνή με τον Σάκη, δε θα ξέρω αν πρέπει να του μιλήσω ή να του ζητήσω να υπογράψει στα πατσοκοίλια μου. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν τα ξέρω και ντρέπομαι με τους ξένους.
Αποφάσισε λοιπόν ο Σάκης να με στείλει με την Στέλλα (αφεντικό είναι, ό,τι θέλει κάνει). Καλά, θα πάμε, τι θα δούμε όμως; Πρότεινα, ο αφελής, στη Στέλλα να πάμε να δούμε τον Βιν Ντίζελ. Από την εικοσάλεπτη απάντησή της θυμάμαι μόνο τις λέξεις: υποκουλτούρα, ετερογενής, διαθλαστικός, αντιμεταβίβαση και τον οργισμένο επίλογο “κατάλαβες θλιβερό υποκείμενο;”, εγώ δε κατάλαβα αλλά και τι να πω ο δόλιος; Αυτή πρότεινε ένα κινέζικο αριστούργημα, εγώ άκουσα κινέζικο αριστούργημα και μου’ φυγαν 42 τσιμπούρια από τα μούσια. Τελικά με τα πολλά καταλήξαμε στην Ακροβάτιδα της Μαδρίτης. Η Στέλλα ψάρωσε από τον Ισπανικό Εμφύλιο και εγώ ψάρωσα από το σεξ και τη βία του τρέιλερ.
Υπόθεση: Ο γιος ενός επιστρατευμένου – από το δημοκρατικό στρατό – παλιάτσου που πάλεψε με όλες τις δυνάμεις του το φασισμό, αποφασίζει να γίνει παλιάτσος και αυτός, και μάλιστα θλιμμένος. Στο τσίρκο που προσλαμβάνεται συναντά τον χαρούμενο και εξαιρετικά βίαιο αρχιπαλιάτσο, ερωτεύεται την ακροβάτιδα και επαναστατεί ενάντια στην καταπίεση του αρχιπαλιάτσου, η οργή του τον οδηγεί στην ταπείνωση, την αποκτήνωση και τελικά στην αιχμαλωσία από πρώην στρατιωτικό που έχει μεταβληθεί σε μεγαλοαστό, η δεύτερη αιχμαλωσία τον ωθεί στην παράνοια και την τελική σύγκρουση.
Έτσι για την αποκατάσταση της αλήθειας και της πραγματικότητας, να σημειωθεί πως ο γνήσιος τίτλος της ταινίας στα Ισπανικά είναι Balada Triste de Trompeta.
Τώρα για να σας πουλήσω μούρη και κινηματογραφικό πνεύμα θα έπρεπε να γράψω πόσο καταπληκτική ταινία παρακολούθησα και πόσο μικρόνοες είναι ο Τάκης και η Στέλλα που δεν έπιασαν το νόημα (έτσι είναι στους κριτικούς κύκλους, όταν οι άλλοι βρίζουν εσύ πρέπει να εκθειάζεις, και το αντίστροφο) δυστυχώς όμως δε μπορώ να το κάνω γιατί εν πολλοίς έχουν δίκιο. Παρολαυτά δε μπορώ παρά να διαφοροποιηθώ σε δύο σημεία:
1) Το ζήτημα της αλληγορίας και τη θέση τους ότι το πλαίσιο είναι προσχηματικό για την έκρηξη βίας. Αν υποστήριζα πως είναι καθαρά αλληγορική ταινία θα’ πρεπε να αντιστοιχίσω κάθε κινηματογραφικό στοιχείο με κάποιο κοινωνικό στοιχείο, πράγμα που δε μπορώ να κάνω (είναι προφανές πως μπορεί να γίνει μία αντιστοίχιση του τύπου ακροβάτιδα – Ισπανία, βίαιος παλιάτσος – φρανκισμός, λυπημένος παλιάτσος – ηττημένη πλευρά). Κατ’ εμέ όμως η ταινία έχει πολλά περισσότερα στοιχεία για τη μεταπολεμική Ισπανία.
Όταν παραδείγματος χάριν, αμφότεροι οι παλιάτσοι ακροβολίζονται συνεχώς γύρω από την ηρωίδα στις ακραίες καταστάσεις της απόλυτης στοργής και της απόλυτης βίας ή όταν ο θλιμμένος παλιάτσος εξηγεί ότι έγινε παλιάτσος για να μην αρχίσει να σκοτώνει και ο χαρούμενος παλιάτσος ομολογεί πως και αυτός έγινε παλιάτσος για τον ίδιο λόγο δε μπορείς παρά να προβληματιστείς για την ανθρώπινη φύση ή όταν ο παρασκηνιακά δρών συνταγματάρχης σχεδιάζει το θάνατο του πρωθυπουργού και ο πρωθυπουργός εκτελείται μετά το θάνατο του, δε μπορείς παρά να αναλογιστείς το ισπανικό παρακράτος.
2) Η ταινία δεν είναι τόσο αιματοβαμμένη όσο την παρουσιάζουν, ενδεικτικά θα τους θυμίσω πως μετά τις αρχικές σκηνές πολέμου, όλοι κι όλοι διαπράτονται 3 φόνοι, 3 ξυλοδαρμοί και 2 συνουσιασμοί. Από το 2003 και εντεύθεν η μόνη ταινία που είχε λιγότερη βία και σεξ ήταν το αριστουργηματικό Η Barbie Πυγολαμπίδα.
Εν τέλει, δε μπορώ να πω πως ήταν τόσο κάκη ταινία και αυτό έχει μία πολύ λογική εξήγηση: τα ‘βαλα κάτω με κομπιουτεράκι, όλες οι ταινίες που έχω δει φτάνουν τα 4 και 13/17 αστέρια στην κλίμακα POULAK (8/13 είναι η μεγαλύτερη βαθμολογία που έχει δώσει) τι μου ήρθε λοιπόν να παρακολουθήσω κάποια που έχει 5 ολόκληρα; Υπάρχουν όμως πολύ ενοχλητικά στοιχεία.
Ενοχλητική η συρραφή σκηνών (η αρχή μοιάζει με τη διάσωση του στρ. Ράιαν, η αιχμαλωσία του από τον πλούσιο παραπέμπει στο Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα και πολλές ακόμα που τώρα δε θυμάμαι), ενοχλητική η πολιτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα σε φασίστες και δημοκρατικούς, ενοχλητική η απουσία ταξικών ή πολιτικών αναφορών.
Αντί επιλόγου μία καθυστερημένη συγγνώμη -άσχετη με την ταινία- που ισχύει προκαταβολικά και για το μέλλον: υπάρχουν δυο φίλοι που έστειλαν κάποια σχόλια σε προηγούμενη κριτική, είχα όλη την καλή διάθεση να απαντήσω αλλά – επειδή δεν έχω λογαριασμό στο facebook – δε μπορώ να το κάνω για τεχνικούς λόγους. Ζητώ μία συγγνώμη από σας και μία ακόμη γραμματέα από τον Δηράκη για να ασχολείται με τις δημόσιες σχέσεις μου.
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ της ταινίας Η τελευταία ακροβάτις της Μαδρίτης (The Last Circus) που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 2010: