Το 1970 η πένα του Αλέκου Σακελλάριου καταπιάνεται για άλλη μία φορά με αγαπημένα θέματα του ελληνικού κινηματογράφου, όπως είναι η αξιοπρεπής φτώχεια, η αυταπάρνηση της μάνας και φυσικά η ευτυχία που διασφαλίζεται μέσα από τον, αδιάφορο πως, αποκτημένο πλούτο! Α ναι! Και από την αγάπη. Δεν κάνουμε λόγο φυσικά για μία δραματική παραγωγή, αλλά για μία κωμωδία που είναι αγαπητή, κυρίως χάρη στην πρωταγωνίστριά της,την σοφιστικέ Ρένα Βλαχοπούλου, παρ` όλο που “κολυμπάει” στην υπεραπλούστευση.
Η υπόθεση της ταινίας, λίγο πολύ γνωστή σε όλους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ελεύθερη προσαρμογή του θέματος της ταινίας «η Κόμισσα και ο γκάνγκστερ» του Frank Capra. Μία φτωχή καθαρίστρια ενός μεγάλου ξενοδοχείου, η Κυρά-Λένη, δουλεύει σκληρά για να μη λείψει τίποτα στην κόρη της Κάθριν που σπουδάζει στο εξωτερικό. Της κρύβει το γεγονός πως εργάζεται ως καθαρίστρια γι αυτό και αναγκάζεται να δεχτεί τη βοήθεια του πλούσιου ένοικου του ξενοδοχείου, του Στέφανου Κριεζή και να παραστήσει την πλούσια, όταν η κόρη της της γράφει πως έρχεται στην Ελλάδα για να της γνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της.
Και εκεί αρχίζουν τα μπερδέματα αφού η Κάθριν έρχεται στην Ελλάδα έχοντας ενστερνιστεί την ιδεολογία των παιδιών των λουλουδιών, ενώ ο αρραβωνιαστικός της, ο Τζέρι, αποδεικνύεται καρικατούρα των χίπις, τη στιγμή που ο πατέρας του, ο Μίστερ Πιτ, μοιάζει γοητευμένος από την κυρά-Λένη. Μέσα σε όλα αυτά, η φτωχή βιοπαλαίστρια -που το παίζει πια «μεγάλη κυρία» -έχει να αντιμετωπίσει και τον πόθο του Στέφανου Κριεζή προς την κόρη της που ζωντανεύει επικίνδυνα από την πρώτη στιγμή που την βλέπει!
Η μουσική αυτή κωμωδία διαφέρει αρκετά από τα υπόλοιπα μιούζικαλ της Φίνος Φιλμ. Τα τραγούδια που υπάρχουν στην ταινία δεν δένουν ακριβώς με την πλοκή της, ούτε βοηθούν την υπόθεση να εξελιχθεί. Μοιάζουν με βίντεοκλιπ που μπαίνουν κατά διαστήματα και που χωρίς να είναι άσχετα με τα τεκταινόμενα, θα μπορούσαν και να έχουν αποφευχθεί χωρίς να υπάρχει κανένα πρόβλημα. Παρά τα κωμικά περιστατικά και τις πραγματικά απολαυστικές ερμηνείες, πολλές φορές στη διάρκεια της παραγωγής μοιάζουν να υπάρχουν σκετς που δεν βοηθούν στην εξέλιξη της υπόθεσης, ενώ η ίδια η πλοκή παρουσιάζεται αρκετά χαλαρή, σημάδι μίας αλλαγής που έχει ήδη ξεκινήσει στον ελληνικό κινηματογράφο. Κλασικό παράδειγμα είναι η σκηνή με την Κυρά-Λένη που εξουδετερώνει ένα αεροπειρατή και που στην πραγματικότητα μοιάζει να είναι μία περιττή πληροφορία στο θεματικό άξονα της ταινίας.
Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αδυναμία άλλωστε του εν λόγω φιλμ, αφού οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι στο σύνολό τους πολύ καλές. Ξεκινώντας φυσικά από την πολυτάλαντη Ρένα Βλαχοπούλου που μεταμορφώνεται με άνεση από φτωχή καθαρίστρια σε πλούσια κυρία της υψηλής κοινωνίας, την ίδια στιγμή που είναι μητέρα πάνω από όλα αλλά εμφανίζει και την ανάγκη της να συμμετέχει ξανά στο παιχνίδι του έρωτα. Μοναδική τραγουδίστρια χαρίζει στο κοινό ένα από τα ωραιότερά της τραγούδια- κι αυτό γραμμένο για την ταινία- το «η ζωή αρχίζει στα σαράντα», ενώ παρουσιάζει και τις χορευτικές της ικανότητες για μία ακόμα φορά. Στη σεκάνς που παριστάνει τη χίπισσα, ο χορός της με τον Μεταξόπουλο προκαλεί σπαρταριστά γέλια, ενώ της αφήνει όπως ομολογεί η ίδια χρόνια αργότερα αρκετούς μώλωπες στο σώμα εξαιτίας των «επικίνδυνων» χορευτικών φιγούρων.
Ο Ανδρέας Μπάρκουλης στο ρόλο του πλούσιου Στέφανου Κριεζή αποκαλύπτει το κωμικό του ταλέντο σε ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι, ενώ η γλυκύτατη Νόρα Βαλσάμη στο ρόλο της Κάθριν επιδεικνύει χαριτωμένα την αφέλεια της νεανικής της ηλικίας, η οποία βάζει τους γύρω της σε μπελάδες. Γοητευτικός και ο Γιάννης Μιχαλόπουλος στο ρόλο του Μίστερ Πιτ και συμπαθής στη μεταμφίεσή του ως χίπις στα Μάταλα.
Εκείνος όμως που ξεχωρίσει για την εμφάνισή του στην παραγωγή και που κατορθώνει να σηκώνει πάνω στους ώμους του ένα μέρος της επιτυχίας της ταινίας, δεν είναι άλλος από τον Βασίλη Τσιβιλίκα στο ρόλο του Τζέρι, του παιδιού των λουλουδιών. Ψηλός, αδύνατος, με μακριά μαλλιά, κοντά παντελόνια, σάλια, πέδιλα και κουδούνια στο λαιμό, είναι ίσως η πιο αστεία φιγούρα «επαναστάτη» που έχει παρουσιάσει ποτέ η μεγάλη οθόνη στην Ελλάδα και όχι μόνο. Ο τρόπος που κινείται, ο τρόπος που αρθρώνει τις λίγες σχετικά ατάκες του, φανερώνει πως ένα μεγάλο κωμικό ταλέντο έχει βρει το δρόμο του για την επιτυχία. Ο Τζέρι του είναι απλά ανεπανάληπτος!
« Η Θεία μου η Χίπισσα» δεν έχει να στηριχτεί πάνω στο σφιχτοδεμένο σενάριό της, ούτε στις εύστοχες ατάκες. Παρουσιάζει με αστείο και μάλλον απλοϊκό τρόπο μία «επαναστατημένη» εποχή, χαρίζοντας στο κοινό μερικές από τις μεγαλύτερες αλήθειες που έχουν ειπωθεί ποτέ στον κινηματογράφο. Παρά την κωμική της υπόσταση, όταν η βιοπαλαίστρια μητέρα ειρωνεύεται την κόρη της για τις επαναστατικές της απόψεις, στα λόγια της φαίνεται η αγωνία όλων των γονιών του κόσμου για την τύχη των παιδιών τους.
Όταν φωνάζει στο κορίτσι της «ξυπνήστε μωρέ! Κι εσύ κι όλα τα παιδιά του κόσμου», από τα λόγια της, τα λόγια μίας μητέρας που παλεύει για το μεροκάματο, βγαίνει η πιο πικρή και η πιο μεγάλη αλήθεια. Όποιος δεν έχει γνωρίσει τις δυσκολίες της ζωής δεν έχει το δικαίωμα και δεν μπορεί να κάνει επαναστάσεις, γιατί αυτές του οι επαναστάσεις είναι τόσο κούφιες όσο οι πράξεις του. Κι όταν η ίδια μητέρα, αποκαλύπτει στην κόρη της την αλήθεια για τη φτώχεια στην οποία μεγαλώνει η ίδια για να μη λείψει τίποτα από το παιδί της, το αίσθημα συγκίνησης που βγαίνει από τα λόγια της είναι αν μη τι άλλο ειλικρινέστατο.
Ακόμα και η συμπεριφορά της Κάθριν όταν δηλώνει πως η ίδια δεν μπορεί να ζήσει μέσα στη φτώχεια και πώς άλλο πράγμα είναι τα όσα υποστηρίζει ιδεολογικά κι άλλο πράγμα να ζήσει την ιδεολογία της, φέρνει στην επιφάνεια άλλη μία μεγάλη και πικρή αλήθεια. Είναι άνισος ο αγώνας όταν μένει μόνο στα λόγια. Οι πράξεις είναι τελικά αυτές που μετρούν και μόνο αυτές. Κι αν δεν έχεις τη δύναμη και τη θέληση να κάνεις πράξη αυτό για το οποίο αγωνίζεσαι, τότε ο αγώνας σου αυτός καταλήγει ένα φτηνό ανέκδοτο. Και όλα αυτά αποκαλύπτονται με έναν τρόπο ανάλαφρο, φυσικό, ικανό να προβληματίσει τον σκεπτόμενο θεατή. Μόνο γι αυτό μπορεί να παραβλέψει κανείς τα αρνητικά της παραγωγής και να κοιτάξει πίσω από το μουσικό και εμπορικό κωμικό περιτύλιγμα.
Ο Δημόπουλος στη φωτογραφία για άλλη μία φορά έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, ενώ τα τραγούδια του Μίμη Πλέσσα θεωρούνται ήδη κλασικά. Ένσταση υπάρχει στην επιλογή κάποιων σκηνών που μάλλον καθυστερούν την υπόθεση αντί να την προχωρούν, όπως η παρουσίαση των φορεμάτων στη Ρένα Βλαχοπούλου με τα μοντέλα να λικνίζονται με τη μουσική και μετά να ακολουθεί η ίδια, σκηνή αρκετά μεγάλη που άνετα θα μπορούσε να κοπεί στο μοντάζ. Το τέλος της ταινίας έρχεται ρόδινο για μία ακόμα φορά, με τους πρωταγωνιστές να έχουν βρει τα ταίρια τους και ο πλούτος να τους έχει χτυπήσει την πόρτα για μία καλύτερη ζωή.
Κλείνοντας, παραθέτουμε ένα μικρό διαλογικό απόσπασμα από τη σκηνή που ο Ανδρέας Μπάρκουλης προσπαθεί να πείσει την Κυρά-Λένη να μείνει λίγο ακόμα στο ξενοδοχείο, έτσι ώστε ο ίδιος να κατορθώσει να κατακτήσει την όμορφη Κάθριν.
- ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Αυτές τις δέκα ημέρες γιατί να μη μείνετε εδώ πέρα; Να γνωρίσει κι η Κάθριν την Αθήνα, να της δείξω και τ’ αρχαία!
- ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Τι να της δείξεις;
- ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Τ’ αρχαία!
- ΚΑΘΡΙΝ: Ναι, μάμι, να μου δείξει τα αρχαία!
- ΚΥΡΑ-ΛΕΝΗ: Σώπα, παιδάκι μου, αυτός θα σου δείξει τα αρχαία; Τα νέα θα σου δείξει
- Βαθμολογία: 5/10