Οι περισσότεροι, όσον αφορά τον ισπανικό κινηματογράφο έχουμε μείνει στον Αλμοδόβαρ (ο οποίος στην Ισπανία λαμβάνει την ίδια αντιμετώπιση με τον Αγγελόπουλο στην Ελλάδα), τον Αμενάμπαρ (που χολυγουντιανίζει τελευταία) και τον Λαβύρινθο του Πάνα (παρόλο που ο σκηνοθέτης του, Γκιγιέρμο δελ Τόρο είναι Μεξικανός). Μην αγχώνεστε· και εγώ μέχρι να έρθω Ισπανία εκεί είχα μείνει (με μόνες εξαιρέσεις κάποιες ταινίες στο ΦΚΘ). Αλλά εδώ ανακάλυψα ένα ολόκληρο ρεύμα. Φρέσκο, πολιτικοποιημένο, διαφορετικό, που έχει κάτι να πει. Για να το δούμε λοιπόν…
Ακόμα και η Βροχή (También la lluvia)
Ο Sebastian (Gael García Bernal) είναι ένας νεαρός σκηνοθέτης που θέλει να γυρίσει ένα φιλμ για τη γενοκτονία των Ιθαγενών στη Αμερική από τους Ισπανούς κατακτητές. Ο Costa διευθύνει την παραγωγή και λόγω χαμηλού μπάτζετ πηγαίνουν στη Βολιβία, τόσο για τα παρθένα τοπία, όσο και για το ότι μπορούν να μισθώσουν ντόπιους για να παίξουν στο φιλμ με μισθό 2 δολάρια τη μέρα.
Κάπως έτσι προσλαμβάνουν τον Daniel για το ρόλο του αντάρτη ιθαγενή Hatuey. Ο Daniel όμως, είναι και στην πραγματικότητα επαναστάτης, αφού πρωτοστατεί στις συγκρούσεις του βολιβιανού λαού ενάντια στο κράτος και την αστυνομία για το νερό. Ο Sebastian και ο Costa φοβούνται ότι αυτό θα θέσει σε κίνδυνο την ταινία τους…
Ουσιαστικά η δράση κινείται σε 3 επίπεδα:
Από τη μία βλέπουμε σκηνές από το φιλμ σχετικά με την κολομβιανή εποχή στο “Νέο Κόσμο”, τη σφαγή των Ινδιάνων, την εκμετάλλευσή τους από τους λευκούς και το αντάρτικο που ξεσπά εναντίον αυτής της κατάστασης. Και όλα αυτά για το χρυσό. Σκληρό, βίαιο και αληθινό. Τα περισσότερα γεγονότα από αυτά που περιγράφονται είναι βασισμένα σε αληθινά στοιχεία και μαρτυρίες. Ο Hatuey φωνάζει στους κατακτητές “Αν έτσι είναι ο παράδεισός σας εγώ προτιμώ τις φωτιές της Κόλασης”.
Από την άλλη, βλέπουμε να ξετυλίγεται μπροστά μας το χρονικό του Πολέμου του Νερού στη Βολιβία. Το 2000 ψηφίστηκε νόμος που απαγόρευε στους ντόπιους να συλλέγουν το νερό της βροχής, γιατί έτσι έσπαγε το μονοπώλιο της ιδιωτικής εταιρίας που το παρείχε.
Με εξευτελιστικούς μισθούς (άλλωστε όλα αυτά γίνονταν τις χρυσές μέρες της Παγκόσμιας Τράπεζας στη χώρα) τύπου 2 δολαρίων τη μέρα, μια οικογένεια δε μπορούσε να πληρώνει 3 δολάρια για το νερό. Κι έτσι ο κόσμος ξεσηκώθηκε… Η κατάσταση ήταν τεταμένη μέχρι το 2003 και μέχρι να αναλάβει την ηγεσία ο Έβο Μοράλες και να γίνει ο πρώτος ιθαγενής Πρόεδρος της χώρας.
Έτσι ουσιαστικά έχουμε ένα παραλληλισμό: ποια αποικιοκρατία τελείωσε; ποιος πραγματικά νοιάζεται για τις ανθρώπινες ζωές;
Το τρίτο επίπεδο είναι τα πρόσωπα και πώς ζουν και αντιλαμβάνονται αυτά την κατάσταση. Ο Sebastian θα μπορούσε να συμβολίζει το σύγχρονο “ευαισθητοποιημένο” δυτικό που στηρίζει τις ΜΚΟ. Δεν έχει κακές προθέσεις, θέλει να μάθει τι γίνεται στη χώρα αλλά ουσιαστικά το μυαλό του είναι στην ταινία του και πώς τελικά θα τη γυρίσει. Στον κόσμο του, με λίγα λόγια, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τι παίζεται. Η όλη φάση μου θύμισε μια ατάκα από τον “Τελευταίο των Μοϊκανών”, όπου η λευκή Κόρα μιλά στον υιοθετημένο από ιθαγενείς Ναθάνιελ “Έχετε δίκιο κύριε Πόου. Δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται εδώ πέρα”. Ο Costa, από την άλλη, δείχνει να αλλάζει…
Με το σεναριογράφο του Ken Loach, Paul Laverty και στη μνήμη του Howard Zinn, η ταινία, πέρα από τον παραλληλισμό με την αποικιοκρατία, κάνει και άλλο ένα σχόλιο: πόσο έχει καλυτερεύσει άραγε το επίπεδο ζωής από τότε; Εκείνα τα χρόνια το ενδιαφέρον στρεφόταν στο χρυσό, ενώ πλέον στρέφεται σε κάτι -ακόμα- ευτελές στα μάτια του δυτικού λευκού: το νερό.
Μαύρο Ψωμί (Pa negre)
Βρισκόμαστε σε ένα χωριό της μετεμφυλιακής Ισπανίας και παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας. Ο πατέρας “κόκκινος” άνεργος, η μητέρα σκίζεται στη δουλειά, ο δάσκαλος στο σχολείο μεθύστακας φασίστας. Όμως δε μένουμε εκεί. Βλέπουμε όλο το σύμπαν του παιδιού της φαμίλιας, του Αντρέου και τον κόσμο μέσα από τα μάτια των παιδιών.
Ο μικρός γοητεύεται από τον πατέρα του, τον οποίο έχει πρότυπο. Αυτός θα του κάνει λόγο για ιδανικά, ελευθερία, ηθική αλλά ο ίδιος δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ίσως γιατί και γι’ αυτόν πολλά έχουν ακουστεί. Όταν κατηγορείται για τη δολοφονία ενός αμαξά κι ενός μικρού αγοριού, κρύβεται και ο Αντρέου πηγαίνει να ζήσει με τη γιαγιά του σε ένα σπίτι μόνο με χήρες. Εκεί θα ανακαλύψει ένα άλλο μυστικό που σχετίζεται με τη σεξουαλική ηθική της ξαδέρφης του Νούρια.
Ταυτόχρονα, όταν ο πατέρας του πιάνεται από την αστυνομία, θα δει τη μητέρα του να κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να τον σώσει, κάτι που επίσης θα του φανεί απωθητικό. Αρχίζει να εξερευνά το παρελθόν του χωριού του και από την τρελή του χωριού μαθαίνει αίσχη.
Σαπίλα. Παντού γύρω του. Ο μικρός δεν ξέρει ποιον να εμπιστευτεί, δυσκολεύεται να κατανοήσει τι γίνεται και γιατί και στο τέλος δε μπορεί να ξεχωρίσει το καλό από το κακό. Και όχι μόνο αυτός, αλλά τα περισσότερα παιδιά μετατρέπονται σε μικρά τέρατα λόγω της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της διχόνοιας, που έχει σπείρει ο πόλεμος.
Η μόνη παρέα που πραγματικά νιώθει ότι τον καταλαβαίνει, ένας φθυσικός νεαρός, στον οποίο ο Αντρέου εξομολογείται τα προβλήματά του, ενώ παράλληλα του πηγαίνει φαγητό. Αυτές είναι και οι πιο όμορφες -κατ’ εμέ- σκηνές του φιλμ. Ντυμένες με αιθέρια ambient μουσική και κινηματογραφημένες με μια οπτική παιδική, έρχονται σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο, κάνοντας λόγο για την αθωότητα που χάθηκε.
Μαύρο ψωμί ήταν αυτό που τρώγανε οι Καταλανοί για πολλά χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου. Βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο του Emili Teixidor (κυκλοφορεί και στα ελληνικά με τίτλο “Μαύρο ψωμί” από τις εκδόσεις Καστανιώτη) ο Agustí Villaronga σκηνοθετεί μια ταινία που σε αφήνει χωρίς στομάχι. Με όπλο του τις καταπληκτικές ερμηνείες τόσο ενηλίκων όσο και ανηλίκων μπαίνει μέσα στον πυρήνα της καταλανικής κοινωνίας (που θυμίζει τόσο μα τόσο πολύ την Ελλάδα των αντίστοιχων χρόνων), ξετρυπώνει την ψίχα και την ψυχή της και μας τη σερβίρει στο πιάτο.
Μέρος Δεύτερο
Το προηγούμενο μέρος αυτής της παρουσίασης του σύγχρονου ισπανικού σινεμά είχε να κάνει με 2 καθαρά πολιτικές ταινίες. Τώρα λέω να χαλαρώσουμε λίγο, να δούμε ένα κοινωνικό φιλμ, μια κωμωδία και μια μαύρη κωμωδία.
Σχέδια για το Αύριο (Planes para mañana)
Η μία γυναίκα καριέρας, ρεαλίστρια και μονοδιάστατη, μένει έγγυος στα 39 χωρίς να το περιμένει. Ο σύντροφός της ούτε μπορεί να το διανοηθεί. Η μάνα της, κλεισμένη σε γηροκομείο της λέει ότι είναι πολύ εγωίστρια για να ενδιαφερθεί για κάποιον άλλο, πέρα από τον εαυτό της. Σ’ αυτήν όμως αρχίζει να αρέσει η ιδέα…
Η άλλη, με άντρα και παιδί, δέχεται τηλεφώνημα από τον έρωτα της ζωής της, ο οποίος επισκέπτεται την πόλη της, τον συναντά και εκείνος της προτείνει να έρθει να ζήσει μαζί του στο Λονδίνο. Κι ενώ στην αρχή η ζυγαριά γέρνει προς την οικογένεια, μετά από σκέψη αρχίζει να μπαλατζάρει…
Η τελευταία, προσφάτως χωρισμένη, σε συναισθηματική κατάρρευση. Ευτυχώς έχει μια κόρη που τη φροντίζει. Όμως, όσο και αν προσπαθεί η μικρή να κρατήσει τη μάνα της μακριά από τον πατέρα της, δε μπορεί να τον εμποδίσει να τη βρει στη δουλειά.
3 γυναίκες που τους δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία, που μπορούν να πάρουν στα χέρια τους τη ζωή τους και να τη βάλουν σε άλλη ρότα. Ακόμα και στην ηλικία των 40-50, την οποία όσοι δεν ξέρουν να ζουν, θεωρούν τελειωμένη. Κι όμως, αυτές γενναίες, αποφασιστικές και αξιοθαύμαστες θα κάνουν το βήμα προς τα μπροστά ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουν..
Τα πάντα περνάνε από το δικό μας χέρι, φαίνεται να μας ψυθυρίζει η σκηνοθέτις Juana Macías. Aπό εμάς εξαρτάται αν θα βολευτούμε ή αν θα πάρουμε ρίσκα. Ακόμα και όταν δεν το σχεδιάζουμε οι ίδιοι, η ζωή η ίδια θα μας δώσει την ευκαιρία να την αλλάξουμε.
Φανταστικές ερμηνείες από τις πρωταγωνίστριες, πολλά συναισθηματικά κρεσέντο αλλά εν τέλει αισιόδοξο φινάλε. Όπως λέει και ένα χαρτάκι κάποιου fortune cookie που διαβάζεται στο φιλμ, «Αυτό που έχω στον κόσμο είναι αυτό που πιστεύω ότι μπορώ να έχω».
Amador
Η Μαρσέλα είναι μια μετανάστρια στην Ισπανία, ερχόμενη από τις Άνδεις. Ζει με το φίλο της από λουλούδια που κλέβουν αυτός και οι συνεργάτες του και μετά τα πωλούν. Τα λεφτά δεν αρκούν όμως. Ούτε καινούργιο ψυγείο δε μπορούν ν’ αγοράσουν όταν τους χαλάει το παλιό. Η Μαρσέλα λοιπόν, αναζητά εργασία. Καταλήγει να φροντίζει έναν ηλικιωμένο κύριο, τον Αμαδόρ, όσο η κόρη του είναι εκτός πόλης με τον άντρα της. Ο Αμαδόρ, συμπαθητικός και καλοσυνάτος, την κάνει να τον συμπαθήσει κατευθείαν. Πεθαίνει όμως αιφνίδια και η Μαρσέλα μένει στη μέση του μήνα χωρίς δουλειά. Πρέπει να πάρει μια απόφαση σοβαρή που θα την αλλάξει για πάντα…
Τον σκηνοθέτη Fernando León de Aranoa μπορεί να τον γνωρίζετε από τις “Δευτέρες με Λιακάδα” που μας είχαν εκπλήξει ευχάριστα πριν από μια 10ετία ή από τις μελαγχολικές “Πρισκίπισσες”. Αυτή τη φορά όμως ξεπερνά τον εαυτό του, φτιάχνοντας ένα φιλμ γλυκόπικρο. Που και σε ξεβολεύει και σε κάνει να χαμογελάς. Η ζωή της πρωταγωνίστριας είναι σκληρή και η απόφαση που καλείται να πάρει θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απάνθρωπη.
Όμως, βλέποντας το μαρτύριό της να ξεδιπλώνεται μπροστά μας, τις ερινύες να την κηνυγούν και να μην την αφήνουν να κοιμηθεί, αλλά και με πόσο σεβασμό κάνει ό,τι κάνει, συμπάσχουμε. Αυτό που προσωπικά με εξέπληξε ήταν η ομοιότητα της ιστορίας με ένα σκηνικό στο “Μεγάλο περίπατο του Πέτρου” της Άλκη Ζέη που είχα διαβάσει μικρούλα. Μόνο που τότε είχαμε κατοχή και πόλεμο, ενώ το φιλμ διαδραματίζεται στην Ισπανία του τώρα. Γίνεται βαριά αλλά ταυτόχρονα τόσο ανθρώπινη, έχει κάτι από τη ματιά του Αλμοδόβαρ.
Ο σκηνοθέτης όμως δε μας αφήνει να μελαγχολήσουμε. Ντύνει το φιλμ με δεκάδες έξυπνες ατάκες, αστεία περιστατικά, μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά και φέρνουν τους πρωταγωνιστές πιο κοντά μας. Οι συζητήσεις δε της Μαρσέλα και του Αμαδόρ είναι σκέτη ποίηση: “Σου αρέσουν τα σύννεφα; Ξέρεις τι έλεγε ένας φίλος που είχα; Ότι ο Θεός τα έφτιαξε για να κρύβεται από πίσω, όταν ντρέπεται για κάτι”.
Primos
Τι θα κάνατε αν η νύφη σας παράταγε λίγο πριν το γάμο; Θα πηγαίνατε κανονικά στην εκκλησία σε περίπτωση που θα εμφανιζόταν; Θα μεθούσατε με τα ξαδέρφια σας και θα καταριόσασταν τα πάντα; Θα ψάχνατε να βρείτε τον εφηβικό σας έρωτα; Ο Ντιέγο, μαζί με τα ξαδέρφια του, το Χουάν και το Μιγέλ, πηγαίνουν στο πανέμορφο Comillas, το χωριό τους για να ξεφύγουν απ’ όλους και εκεί ο κάθε ένας βρίσκει κι από ένα άτομο που θα του αλλάξει τη ζωή…
Και αυτός ο σκηνοθέτης μπορεί κάτι να σας λέει. Λέγεται Dániel Sánchez Arévalo και πριν λίγα χρόνια είχε γυρίσει το “AzulOscuroCasiNegro”. Μετά από αυτό το φιλμ και το επόμενο που έκανε (με τίτλο “Gordos”), αποφάσισε να το ρίξει έξω και να γυρίσει μια feel good ταινία. Ο ίδιος το θυμάται σαν το πιο ευτυχισμένο γύρισμα που έχει κάνει ποτέ του και όχι αδίκως· η ταινία του είναι πραγματικά απολαυστική.
Σαρκαστικό χιούμορ, ατακάρες που δίνουν και παίρνουν, απίστευτες φάτσες συνοδευόμενα από ένα ρομαντισμό τύπου “(500) Days of Summer”. Επιτέλους μια ταινία που σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι αληθινά, χωρίς χοντροκομμένα αστεία και χωρίς τις ανεκδιήγητες φάρσες που μας έχει συνηθίσει το Χόλιγουντ. Και το φλερτ να περιφέρεται στην ατμόσφαιρα, αλλά και στις ζωές των πρωταγωνιστών, με ένα τελείως αληθινό και αφτιασίδωτο τρόπο.
Και εκεί που νομίζεις ότι έχεις βρει τι θα ακολουθήσει, ο Arévalo σου κλείνει το μάτι και κάνει κωλοτούμπες στο σενάριο. Κι εκεί ακόμα που όντως μπορείς να πεις ότι πέτυχαν οι μαντεψιές σου, σε έχει νικήσει πανηγυρικά, αφού μέχρι να φτάσει εκεί σε έχει τρελάνει. Καλοκαιρινή και ανάλαφρη, όμως με χαρακτήρες ολοζώντανους και στόρι ευρυματικό. Δεν ξέρω για εσάς, εμένα πάντως μου έφτιαξε τη μέρα. Ή μάλλον τη νύχτα.