Άρθρο άποψης του Γιώργου Δεληγιάννη.
Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει στον όροφο όπου στεγάζεται η υπηρεσία του ΕΦΚΑ. Ο κόσμος για άλλη μια φορά είναι πάρα πολύς, οι ουρές παντού μεγάλες. Στο Πρωτόκολλο, στις θεωρήσεις βιβλιαρίων, στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή (ακούγεται πολύ σπουδαίο αλλά είναι απλά ένα άθλιο IBM κουτί), στις Παροχές Ασθενείας… παντού.
Όποτε έρχομαι τον τελευταίο καιρό, ο ίδιος κόσμος. Σήμερα όμως είπα θα στηθώ στην σειρά. Δεν γίνεται πάντα να λέω άλλη φορά που δεν θα έχει κόσμο, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση. Στήνομαι λοιπόν στη σειρά. Για τον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή. Ευχόμενος να μην “πέσει” όπως αρκετές φορές στο παρελθόν.
Ο κύριος πίσω μου σιγά σιγά την κάνει προς το πλάι, κοιτάζοντας δήθεν τις αναρτημένες καταστάσεις των συνεργαζόμενων γιατρών στον τοίχο. Σιγά σιγά όμως, έρχεται δίπλα μου, και σιγά σιγά μπαίνει με ύπουλο τρόπο μπροστά μου. Έχω αποφασίσει σήμερα να μην χαλάσω τη μέρα μου, για αυτό και ευγενικά του λέω ότι ήταν πίσω μου. “Εντάξει ρε παλικάρι, σιγά μη σου φάμε τη θέση, αν θες να ξέρεις μπροστά σου ήμουν όταν ήρθες αλλά πετάχτηκα στο πρωτόκολλο”. Κλασσικά. “Ορίστε, πέρνα μπροστά!” Να του έχω κι υποχρέωση. Οι άλλοι κουνάνε το κεφάλι τους με νόημα και χαμογελάνε.
Τέλος πάντων. Περιμένουμε. Μπροστά μας, ταμπέλες που γράφουν “απαγορεύεται το κάπνισμα”. Απορώ γιατί. Αφού η πλειοψηφία των υπαλλήλων είναι καπνίζοντες. Και οι καπνίζοντες υπάλληλοι καπνίζουν. Προφανώς μόνο για τους απ’ έξω από το γκισέ ισχύουν οι ταμπέλες.
Τέλος πάντων. Περιμένουμε. Κάποια στιγμή φτάνω να είμαι ο επόμενος. Ο υπάλληλος που είναι να με εξυπηρετήσει, σηκώνεται, με το τσιγάρο στο χέρι προς άγνωστη κατεύθυνση. Προσπαθώ να φανώ λογικός και να υποθέσω ότι ίσως πάει προς νερού του ο άνθρωπος, πράγμα απολύτως κατανοητό. Όχι. Δεν πήγε προς νερού του. Απλά πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταγε κάπου έξω μέχρι να τελειώσει το τσιγάρο του. Με ψυχραιμία σκέπτομαι ότι χρειάζεται κι αυτός ο κακομοίρης ένα διάλλειμα. Δεν έχουν την ίδια άποψη οι από πίσω μου, οι οποίοι τον στολίζουν κανονικά, και τι δεν του λένε. Όλοι έχουμε δίκιο.
Κάποια στιγμή, το τσιγάρο τελειώνει και ο υπάλληλος έρχεται στη θέση του. Προς έκπληξή μου με εξυπηρετεί τάχιστα, αλλά πρέπει να πάω να πάρω αριθμό πρωτοκόλλου. Πάω στο πρωτόκολλο. Άλλη ουρά. “Αφού είσαστε 2 κοπέλες, γιατί μόνο η μία εξυπηρετεί;” η ερώτηση της μπροστινής μου κυρίας στην υπάλληλο στον γκισέ. Η υπάλληλος σαν να μην άκουσε. Η κυρία μπροστά μου, αναστέναξε και παράτησε τις προσπάθειες. Παίρνω αριθμό πρωτοκόλλου. Πρέπει να πάρω υπογραφή από την προϊσταμένη. Άλλη ουρά. Η προϊσταμένη μιλάει στο τηλέφωνο και μας παραπέμπει σε διπλανό γραφείο, το οποίο όμως είναι άδειο. Περιμένουμε κανένα τέταρτο μέχρι να εμφανιστεί η υπάλληλος. Όταν επιτέλους ήρθε, κι έφτασε και η δική μου η σειρά, εξετάζοντας τα χαρτιά μου, μου λέει “α, εσείς κύριε πρέπει να πάρετε υπογραφή από την προϊσταμένη, στο γραφείο πίσω σας”. Από εκεί μας έστειλε της λέω. Αφού τσέκαρε την προϊσταμένη ότι ακόμα μιλούσε στο τηλέφωνο, με βαριά καρδιά είναι αλήθεια, μου έβαλε μια τζίφρα και μια σφραγίδα.
Πίσω στον πρώτο υπάλληλο για μια τελική εκτύπωση. Εδώ αρχίζει η πλάκα. Ο υπάλληλος μου είχε πει να πάω και να γυρίσω χωρίς να περιμένω στην ουρά. Μόλις όμως εμφανίστηκα μπροστά μπροστά, αρχίσαν οι περισσότεροι που περιμένανε στην ουρά να με βρίζουν. Με ψυχραιμία μάταια εγώ προσπαθούσα να τους πω ότι είχα ήδη περιμένει στην ουρά και ο υπάλληλος μου είπε να πάω κατευθείαν στο γκισέ. Και τι δεν άκουσα. “κι εμείς τι είμαστε, κορόϊδα;” και τέτοια. Επενέβη ο υπάλληλος και εξήγησε ό,τι τους έλεγα κι εγώ, ηρεμώντας κάπως τα πνεύματα. Οι μουρμούρες όμως συνεχίζονταν.
Τέλος πάντων, κάποια στιγμή έγινε κι αυτό, ξεμπέρδεψα. Για σήμερα όμως. Έπεται συνέχεια. Κουράγιο…