Σύνοψη βιβλίου: : Κοίτα ποιος ήρθε πάλι
Είδος: Σάτιρα, Χιούμορ
Εταιρεία: Κλειδάριθμος
Συγγραφέας: Timur Vermes
Θετικά: 1) Πανέξυπνο λογοτεχνικό τέχνασμα που φανερώνει την άρνηση της μοντέρνας Ευρώπης να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν στην άνοδο του φασισμού (με αναπόφευκτο αποτέλεσμα να την υποστεί ξανά). // 2) Πολιτική σάτιρα (με το βαμβάκι) της σύγχρονης Γερμανίας. // 3) Ο Vermes, χωρίς να αλλάξει και πολλά στα ίδια τα λόγια του Χίτλερ, τα κάνει επικίνδυνα επίκαιρα.
Αρνητικά: Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι αυτούσια τα λόγια του Χίτλερ από τα διάφορα κείμενα που ο ίδιος συνέγραψε. Η παρουσία του Vermes είναι μικρή και αδύναμη λογοτεχνικά
Η αξιολόγηση μου: 3.5 / 5 – Καλό
Μάλλον έχετε ακούσει να το λέει πολύς κόσμος τα τελευταία χρόνια: “Δεν μπορεί να υπάρξει κι άλλος Χίτλερ“, “οι λαοί είναι πιο ώριμοι πια, δε γίνεται να χειραγωγηθούν από έναν άνθρωπο“, “τώρα ξέρουμε, η Ιστορία μας έχει διδάξει κάποια πράγματα”. Κι ίσως έχει πάρει το αυτί σας κάποιους να φιλοσοφούν και να καταλήγουν σε συμπεράσματα όπως: “στην εποχή της Πληροφορίας δεν μπορεί να υπάρξει μια μηχανή προπαγάνδας που θα την ελέγξει τόσο απόλυτα (την πληροφορία) όπως έκανε ο ναζισμός του Χίτλερ και οι λαοί δεν είναι δυνατό να υποστούν αυτή τη μαζική παράκρουση την οποία υπέστη κάποτε ο Γερμανικός λαός”.
Ναι. ΟΚ. Εντάξει. Ας κάνουμε μια βόλτα τώρα στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, κι ύστερα να πάμε κι ανατολικότερα και -για να μην τρέχουμε μακριά μέρες που είναι- ας κάνουμε και μία τσάρκα στην Ελλάδα, το λίκνο του πολιτισμού και της δημοκρατίας. Πήρατε μια γεύση ναζιστικών ιδεών; Άντε τώρα να τα ερμηνέψετε…
Ο Vermes ξεκινάει αποκαλύπτοντας το παράδοξό του στις πρώτες σειρές του βιβλίου: είναι καλοκαίρι του 2011 και ο Χίτλερ “ξυπνάει” σε ένα οικόπεδο, δεκαετίες μετά την αυτοκτονία του, σα να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από πάνω του. Η Γερμανία, όμως, έχει αλλάξει. Δεν είναι η χώρα που φαντασιωνόταν κάποτε και παρότι δεν έχει καμία εξήγηση για το πώς βρέθηκε στο μέρος που βρέθηκε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή (κι η αλήθεια είναι πως δεν ενδιαφέρει ούτε το συγγραφέα, αλλά ούτε τον αναγνώστη), είναι αποφασισμένος να ολοκληρώσει τα σχέδια που άφησε μισοτελειωμένα το 1945, τη χρονιά που οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στο Βερολίνο και το ισοπέδωσαν.
Για να σκεφτούμε λιγάκι. Ένας τύπος που είναι σίγουρος πως είναι ο Χίτλερ, λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα που έλεγε και την εποχή που μεσουρανούσε, ένας Χίτλερ που φοράει ακόμα και τη γνωστή του στρατιωτική του στολή και συμπεριφέρεται σαν τρελός — πώς θα του συμπεριφερόταν μια κοινωνία τόσο μοντέρνα και εξελιγμένη, όπως η Γερμανική; Πώς θα τον αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι αυτοί που κουβαλάνε το στίγμα μιας συγγένειας με κάποιον βασανιστή, εκτελεστή ή απλό στρατιώτη που όμως συμμετείχε στις θηριωδίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Όλοι, υποθέτω, θα κάναμε την ίδια λογική σκέψη: οι περισσότεροι θα τον περνούσαν για ένα θλιμμένο ανθρωπάκι που έχει χάσει τα λογικά του, ενώ κάποιοι ίσως θλίβονταν ή εκνευρίζονταν με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Σωστά;
Για να δούμε την άποψη του συγγραφέα για το θέμα.
Η καρικατούρα Χίτλερ, που αδυνατεί να κατανοήσει τα όσα έχουν γίνει, θα μπλεχτεί σε μια σειρά παρεξηγήσεων (καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, στο οποίο ο Χίτλερ είναι αφηγητής, διαβάζουμε τις απόψεις του ηγέτη των Ναζί όπως τις έγραψε ο ίδιος στον “Αγών μου” αλλά και το εξίσου σημαντικό “Letters & Notes – ο Vermes απλά κάνει κάποιες παρεμβολές) που θα τον φέρουν στο κωμικό σόου ενός Εβραίου, θα τον κάνουν εξαιρετικά δημοφιλή στο ίντερνετ και τη νεολαία, θα γίνει ένας από τους ήρωες του YouTube, θα πάρει δική του εκπομπή και θα αναρριχηθεί σιγά σιγά στην εξουσία με έναν πλάγιο τρόπο που ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να φανταστεί.
Μάλιστα, κάποια στιγμή καμαρώνει για τα κατορθώματά του, σκεπτόμενος πως τα κατάφερε χωρίς τους πολύτιμους συντρόφους του που θα είχαν ξεπαστρέψει αρκετούς ενοχλητικούς αντιπάλους μέχρι να μπορέσει να συγκεντρώσει αρκετή δύναμη στα χέρια του.
Αυτό είναι λοιπόν το σενάριο. Μια έξυπνη ιδέα, τα λόγια του Χίτλερ και η ανταπόκριση που θα έβρισκαν, σύμφωνα με το συγγραφέα, στη σύγχρονη Γερμανία.
Το “Κοίτα ποιος ήρθε πάλι“, όμως, δεν είναι ένα βιβλίο για εσωτερική κατανάλωση. Ναι, έχει πολλές αναφορές σε πρόσωπα που σχετίζονται με τη πολιτική της Γερμανίας τα τελευταία 20 χρόνια, και ναι, πολλά αστεία δεν θα τα πιάσει το ελληνικό κοινό (αν και η μεταφρασμένη έκδοση έχει πάνω από εκατό παραπομπές ώστε να διευκολύνει τον αναγνώστη), όμως το θέμα παραμένει οικουμενικό.
Και, αν θέλετε, εμάς εδώ, στην ηλιόλουστη γωνιά της Ευρώπης (μπορώ να πω κι άλλα κλισέ), πρέπει να μας αφορά λίγο περισσότερο. Όταν ένα σκυφτό καλλικατζαράκι με την ευφράδεια καμήλας, ένας τυπάς τίγκα στην ορμόνη και ένας συρφετός που θα έβρισκε άνετα δουλειά στις εκπομπές της Αννίτας Πάνια, καταφέρνει να συγκεντρώνει έναν μεγάλο αριθμό ψήφων και να μπαίνει στη βουλή, κάτι πάει πολύ στραβά με τον τόπο μας — well, δε μας φταίει σε τίποτα ο τόπος μας… κάτι πάει πολύ στραβά με τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Πιθανότατα είναι εκείνοι που λίγα χρόνια πριν θα έλεγαν: “η Ελλάδα έχει υποφέρει τόσα από το Ναζισμό, δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσουν τέτοιες απόψεις στην κοιτίδα της δημοκρατίας”.
Ε, λοιπόν, σας έχω νέα… κοίτα ποιος ήρθε πάλι.