Σουηδοί επιστήμονες αμφισβητούν την παραδοσιακά αποδεκτή άποψη ότι η θέαση φαντασμάτων οφείλεται σε υπερβολική ηλεκτρική δραστηριότητα στον ανθρώπινο εγκέφαλο.
Αν η ευρέως αποδεκτή θεωρία, ότι οι μεταφυσικές εμπειρίες οφείλονται σε ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο, αποδειχθεί ένα επιστημονικό σφάλμα, τότε ποια είναι η πηγή αυτών των φαινομένων;
Παλιότερες μελέτες που υποδεικνύουν ότι η διέγερση του εγκεφάλου μέσω μαγνητικών δυνάμεων επιφέρει πνευματικές εμπειρίες επανεξετάζονται από ερευνητές, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να επαναλάβουν τα βασικά αποτελέσματα.
Όπως σχολιάζει το δημοσίευμα του ηλεκτρονικού χώρου του επιστημονικού περιοδικού Nature, αν τελικά η παραδοσιακή θεωρία καταρρεύσει, οι επιστήμονες θα απομείνουν να μάχονται προκειμένου να εξηγήσουν πως παράγονται αυτού του είδους οι σκέψεις και οι αισθήσεις.
Στο παρελθόν, οι εμπειρίες θρησκευτικής φύσης, όπως και οι αποκαλούμενες «εξωσωματικές», είναι αποτέλεσμα μιας ηλεκτρικής εκκένωσης στον εγκέφαλο, βιώνονται δηλαδή όταν υπάρχει υπερβολική ηλεκτρική δραστηριότητα.
Στη δεκαετία του 1980, ο Michael Persinger, του πανεπιστημίου Laurentian στον Καναδά και ειδικευμένος στη νεύρο-επιστήμη, άρχισε να εξερευνά αυτή την ιδέα διεξάγοντας μια σειρά πειραμάτων.
Οι εθελοντές φορούν ειδικά κράνη, τα οποία «στόχευαν» με ελαφρά μαγνητικά πεδία τον κροταφικό λοβό. Ο Persinger ανακάλυψε ότι αυτή η μαγνητική διέγερση προκαλούσε στο 80% των συμμετεχόντων μια ανεξήγητη αίσθηση ότι υπήρχε κάποια «παρουσία» στο δωμάτιο.
Ο Persinger θεώρησε ότι ο μαγνητισμός προκαλεί έξαρση της ηλεκτρικής δραστηριότητας στον κροταφικό λοβό και συνέδεσε το φαινόμενο αυτό με τη βίωση πνευματικών εμπειριών.
Η επιστήμη που τυφλώνει
Μια ομάδα Σουηδών επιστημόνων όμως, που προσπαθεί να επαναλάβει τα πειράματα του Καναδού ερευνητή, αποφάσισε να διαφοροποιήσει σε ένα και μόνο –αλλά κατά τα φαινόμενα καίριο- σημείο: προτού διεξάγουν το πείραμα σιγουρεύτηκαν ότι κανένας –ούτε οι εθελοντές, ούτε εκείνοι από τους πειραματιζόμενους που έρχονταν σε επαφή με τους εθελοντές- δεν γνώριζε ποια άτομα θα υποστούν τη διέγερση από το μαγνητικό πεδίο. Με άλλα λόγια εξασφάλισαν αυτό που αποκαλείται «double-blind protocol» (σε ελεύθερη μετάφραση: συνθήκη διπλής «τύφλωσης» ή διπλής άγνοιας).
Χωρίς αυτή τη δικλείδα ασφαλείας, «οι άνθρωποι που συμμετείχαν στο πείραμα και που ανήκουν στην κατηγορία των εξαιρετικά ευεπηρέαστων θα μπορούσαν να αντιληφθούν από νύξεις των πειραματιζόμενων (ότι εκείνοι θα δέχονταν τη μαγνητική διέγερση) και θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν αυτού του είδους τις (μεταφυσικές) εμπειρίες», εξηγεί ο Pehr Granqvist του πανεπιστημίου της Ουψάλα και επικεφαλής της έρευνας.
Πέρα από τη «συνθήκη διπλής άγνοιας», ο Granqvist τόνισε ότι οι συνθήκες στις οποίες διεξήχθη η νέα σειρά πειραμάτων αντικατοπτρίζουν εκείνες των πειραμάτων του παρελθόντος.
Αυτός και οι συνεργάτες του εξέτασαν συνολικά 89 άτομα, 43 από τα οποία δέχτηκαν τη μαγνητική διέγερση, και στη συνέχεια ζήτησαν από όλους να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια σχετικά με τις εμπειρίες που βιώσαν κατά τη διάρκεια του πειράματος. Οι ερευνητές τελικά δημοσίευσαν τα αποτελέσματα στο διαδίκτυο (Neuroscience Letters).
Ισχυρά πνεύματα
Αντίθετα με τα συμπεράσματα του Persinger και άλλων, η ομάδα ανακάλυψε ότι τα μαγνητικά πεδία δεν έχουν ευδιάκριτα αποτελέσματα.
Από τους τρεις συμμετέχοντες στη σουηδική έρευνα που ανέφερε ότι είχαν ισχυρή πνευματική εμπειρία κατά τη διάρκεια του πειράματος, οι δύο ανήκαν στην «ομάδα ελέγχου», δεν δέχτηκαν δηλαδή ποτέ την επίδραση των μαγνητικών δυνάμεων.
Το ίδιο ισχύει και για 11 από τους 22 που ανέφεραν ότι βίωσαν κάποια ανεπαίσθητη εμπειρία.
Από την πλευρά του ο Granqvist αναγνωρίζει ότι το σύνολο των πνευματικών εμπειριών είναι αρκετά μεγάλο, όμως προσθέτει ότι αντιστοιχεί στο σύνολο που διέκρινε ο Persinger στις δικές του «ομάδες ελέγχου».
Από την άλλη μεριά, ο Persinger, όμως αμφισβητεί τις δηλώσεις των Σουηδών ότι αντέγραψαν με ακρίβεια τις συνθήκες υπό τις οποίες διεξήχθη η δική του εργασία. «Δεν τις αντέγραψαν, δεν πλησίασαν καν» τονίζει ο Καναδός.
Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η σουηδική ομάδα δεν εξέθεσε τους εθελοντές στα μαγνητικά πεδία για χρονικό διάστημα αρκετά μεγάλο ώστε να παραχθούν τα «μεταφυσικά» αποτελέσματα.
Επιπλέον τονίζει ότι η συνθήκη της «διπλής άγνοιας» τηρήθηκε και σε μέρος των δικών του πειραμάτων. Όπως εξηγεί, αν και οι πειραματιζόμενοι γνώριζαν ποια άτομα επρόκειτο να υποστούν την επίδραση των μαγνητικών πεδίων, ωστόσο αγνοούσαν το είδος των αποτελεσμάτων που περίμεναν οι ερευνητές να προκληθούν.
Οι Σουηδοί επιστήμονες δηλώνουν άγνοια για τη φύση του νευρολογικού μηχανισμού που γεννά τις πνευματικές εμπειρίες. Πάντως, χρησιμοποιώντας τεστ προσωπικότητας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που είναι πνευματικά προσανατολισμένοι προς λιγότερο «ορθόδοξες» θρησκευτικές θεωρήσεις έχουν περισσότερες πιθανότητες να νιώσουν μια υπερφυσική παρουσία. Το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με τα συμπεράσματα τους, και για τους ανθρώπους που επηρεάζονται ευκολότερα.