Αν όλα πήγαιναν όπως τα φανταζόταν ο γράφων πριν πιάσει στα χέρια του το LEGO Star Wars 3: The Clone Wars, το review θα ξεκινούσε με τη φράση «μα πάλι δεν βάλανε voice bubbles;», θα συνέχιζε με τις μικρές πινελιές που φρεσκάρουν το gameplay ενός action/ platform και θα τελείωνε με το πόσο διασκέδασε για άλλη μια φορά μια από τις πιο πετυχημένες marketing ιδέες των τελευταίων ετών. Δυστυχώς, θα πρέπει να ασχοληθούμε με λιγότερο ευχάριστα θέματα.
Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν τα παιχνίδια LEGO. Ξεκίνησαν με το LEGO Racer, έγιναν διάσημα με το πρώτο πανέξυπνο LEGO Star Wars και συνέχισαν με το ακόμα καλύτερο LEGO Star Wars 2, πέρασαν με όλο και λιγότερο γκελ στα settings του Indiana Jones, του Batman και του Harry Potter και, πριν μεταπηδήσουν σε αυτό του Pirates of the Caribbean (αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε τι παραπάνω μπορούν να προσφέρουν σε ένα ήδη παρωδιακό franchise) επιστρέφουν στα γνωστά εδάφη με ένα παιχνίδι βασισμένο στην animated series “The Clone Wars”, που αφηγείται τα γεγονότα ανάμεσα στο Episode 2 και το Episode 3.
Το gameplay είναι απαράλλαχτο -ο παίκτης απολαμβάνει solo ή co-op δράση στον ίδιο υπολογιστή μέσα σε πίστες από τουβλάκια LEGO, αντιμετωπίζει χαριτωμένους κακούληδες, αλλάζει το χαρακτήρα που χειρίζεται ανάλογα με τους γρίφους που συναντά, μαζεύει άπειρα καρφάκια LEGO και αντικείμενα που συμπληρώνουν μοντέλα στο κεντρικό hub, παίζει τις ίδιες πίστες μετά μανίας με όλους τους χαρακτήρες μέχρι να βρει όλα τα μυστικά, Easter eggs και specials, ξεκλειδώνει ανθρωπάκια, mini games και οχήματα Lego και λύνεται στα γέλια με το παιδικό, πειραχτικό χιούμορ της σειράς.
Το χιούμορ αυτό είναι και από τους βασικούς λόγους να ασχοληθεί κανείς με τα LEGO Star Wars και στο τρίτο μέρος είναι το ίδιο ανάλαφρο και πηγαίο όπως τα προηγούμενα, και ειδικά το πρώτο παιχνίδι.
Το κεντρικό hub είναι αχανές και δίνει πρόσβαση σε διάφορα mini games, όπως διαστημικές μάχες ή εξάσκηση με κανόνια laser.Στην αλληλεπίδραση υπάρχει πλέον η δυνατότητα να κινήσει ο παίκτης με τη Δύναμη κάποια αντικείμενα ελεύθερα και να τραβήξει με γάντζους κάποια άλλα, ενώ μπορεί να κόψει ή να σκαρφαλώσει τοίχους με το φωτόσπαθο. Υπάρχει επίσης lightsaber throw, ενώ οι Clone Commanders μπορούν να δώσουν εντολές για κίνηση και στόχευση σε Clone Troopers. Στο co-op, οι δύο παίκτες δεν περιορίζουν πια ο ένας τον άλλο μα όταν απομακρυνθούν η οθόνη χωρίζει κάθετα, κάτι που αξιοποιείται και σε παράλληλες διαδρομές.
Στο level design, όταν πρόκειται για αναπαράσταση μεγάλης σεναριακής μάχης, ο παίκτης μπορεί να κατασκευάσει μικρές βάσεις πληρώνοντας με τα LEGO studs που μαζεύει. Οι βάσεις αποτελούνται από μια πηγή ενέργειας και slots όπου αγοράζονται τα κτίρια (κανόνια, στρατώνες κλπ). Αυτό συμβαίνει επειδή, σε αντίθεση με το παρελθόν, μάχες όπως στο Hoth ή το Geonosis αναπαρίστανται σα μάχες ανάμεσα σε δύο στρατούς και όχι σαν ξεχωριστά επεισόδια.
Ο παίκτης πρέπει να καταστρέψει τα κτίρια του αντιπάλου αξιοποιώντας το φωτόσπαθο (ή blaster rifle) του, να χειριστεί ή να καταλάβει κανόνια και οχήματα επειδή κάποια κτίρια δεν παθαίνουν ζημιά από απλά όπλα και να δώσει εντολές στις διμοιρίες των Clone Troopers για να επιτεθούν όπου χρειάζεται. Όλα αυτά μοιάζουν αρκετά μα δεν είναι. Κάθε άλλο.
Τα αρνητικά εντοπίζονται από το ξεκίνημα. Δεν έχει γίνει καμιά απόπειρα να βελτιωθεί ο χειρισμός ή η κάμερα. Η κίνηση γίνεται με βάση την κάμερα και όχι το πού κοιτάει ο χαρακτήρας, με ό,τι πρόβλημα αυτό συνεπάγεται. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στο split screen, όπου το LEGO ανθρωπάκι πολλές φορές θα βρεθεί στην άκρη της οθόνης ή κρυμμένο, δυσκολεύοντας αναίτια τον έλεγχο. Μετά από τόσα LEGO games, τέτοια σφάλματα είναι απλά αδικαιολόγητα. Το κυριότερο αρνητικό όμως είναι, παραδόξως, ένα από τα δυνατότερα σημεία των παλιότερων τίτλων: ο σχεδιασμός των επιπέδων. Είναι βαρετό, επαναλαμβανόμενο και χωρίς την παραμικρή έμπνευση.
Οι αλλαγές στις μεγάλες μάχες τις έχουν μετατρέψει σε μια χαώδη μάζα από ρομπότ, οχήματα και κτίρια που δεν είναι ξεκάθαρο το πού είναι και τι κάνει ο παίκτης και εκτός αυτού είναι όλες απολύτως ίδιες μεταξύ τους χωρίς παραλλαγές. Ούτε λόγος να γίνεται για σχεδιασμό ή ποικιλία προφανώς. Η ιδέα των slots είναι εντελώς εκτός φιλοσοφίας του franchise και απλά δε δένει καθόλου με το παιχνίδι.
Το ότι μόνο στο πρώτο κεφάλαιο υπάρχουν τέσσερεις συνεχόμενες τέτοιες πίστες, χωρίς διάλειμμα ή αλλαγή ρυθμού, χειροτερεύει την κατάσταση. Πηγαίνοντας σε κλειστούς χώρους τα πράγματα είναι επίσης χειρότερα από παλιά. Από τους καλοσχεδιασμένους γρίφους και τη συνεχή εναλλαγή στα LEGO Star Wars 1 και 2, εδώ έχουμε να κάνουμε με ομοιόμορφους διαδρόμους όπου γίνονται τα ίδια και τα ίδια, με ελάχιστη δυνατότητα συνδυασμών και φαντασίας. Η αλληλεπίδραση είναι απλοϊκή και διαρκώς επαναλαμβανόμενη (πόσα κιβώτια να ανατινάξεις και πόσους γάντζους να τραβήξεις μέχρι να αγανακτήσεις;) ενώ δεν υπάρχει καν η ψευδαίσθηση μη γραμμικότητας.
Ο εσωτερικός διάκοσμος πάσχει από αφόρητη έλλειψη πρωτοτυπίας. Δεν υπάρχουν οι μικρές λεπτομέρειες όπου ο παίκτης χάζευε και χαμογελούσε, ή οι μικρο-κατασκευές που ξεκούραζαν το μάτι όπως τα διάφορα droids ή μηχανήματα που κατέστρεφε ο παίκτης και τα ξαναέφτιαχνε. Οι εξαιρέσεις είναι τόσο λίγες που φαίνονται αμέσως.
Στον τομέα των γραφικών και του ήχου η κατάσταση είναι, ευτυχώς, στο γνωστό επίπεδο της σειράς. Τα cutscenes είναι ευρηματικά και πολύ ευχάριστα ενώ μέσα στο παιχνίδι δεν υπάρχει κάποια διαφορά από παλιότερα. Το μόνο που θα μπορούσε να υπάρχει είναι λίγη περισσότερη προσοχή στις αιχμές των αντικειμένων, αλλά ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για τουβλάκια LEGO.
Σε ορισμένες περιπτώσεις πάντως είναι υπερβολικά εμφανείς, κάτι που κουράζει το μάτι. Το animation είναι και αυτό πλούσιο και πολύ ταιριαστό. Κάθε φιγούρα έχει τις δικές της κινήσεις και υπάρχουν και αρκετές λεπτομέρειες όπως φακοί στους ώμους των Clone Troopers που φωτίζουν το χώρο. Voice overs δεν υπάρχουν (ούτε voice bubbles), αλλά η μουσική και τα ηχητικά εφέ είναι γνήσια… Star Wars. Ο χειρισμός δε δημιουργεί κανένα πρόβλημα, με εξαίρεση την κίνηση και την κάμερα.
Σε αντίθεση με τους προηγούμενους τίτλους, το LEGO Star Wars 3: The Clone Wars είναι ένα μέτριο παιχνίδι χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Οι αλλαγές είναι ή άσχημα υλοποιημένες ή όχι αρκετές για να δώσουν φρεσκάδα σε μια σειρά που έχει περάσει από πολύ άρμεγμα και το τελικό αποτέλεσμα θυμίζει συσκευασμένο φαγητό (αν και τα voice bubbles θα ήταν μια κάποια λύση). Από εκεί και πέρα, υπάρχει υλικό εκτός ταινιών για να στηριχτεί ένα τέταρτο μέρος, μα για τους αμύητους δε θα υπάρχει η σεναριακή συνάφεια της εξαλογίας. Ως έχει, το The Clone Wars συστήνεται στους φανατικούς της σειράς και σε όσους θέλουν μια εικόνα της τηλεοπτικής σειράς.