Η Λιβερία είναι ανεξάρτητο κράτος της Δυτικής Αφρικής στις ακτές του Ατλαντικού. Συνορεύει βορειοδυτικά με τη Σιέρα Λεόνε, βόρεια με τη Γουινέα, ανατολικά με την Ακτή Ελεφαντοστού, ενώ νότια και δυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό.
Η Λιβερία έχει συνολική έκταση 99.067 τ. χλμ. και κατέχει την 108η παγκόσμια θέση. Συγκριτικά με άλλες χώρες, η έκταση της Λιβερίας είναι περίπου ίση με αυτήν της Νότιας Κορέας και διπλάσια από αυτήν της Σλοβακίας.
Σύμφωνα με στοιχεία του 2002 ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 3.288.198 κατοίκους, κατατάσσοντας τη Λιβερία στην 127η θέση στον κόσμο. Σε σχέση με την έκταση ο πληθυσμός της χώρας είναι μικρός, με αποτέλεσμα η Λιβερία να είναι μία μάλλον αραιοκατοικημένη χώρα. Το 2002 η πυκνότητα πληθυσμού έφτανε τους 33,19 κατοίκους ανά τ. χλμ.
Γεωγραφία της Λιβερίας
Μορφολογία εδάφους
Το ανάγλυφο της χώρας μπορεί να χωριστεί σε τρεις φυσιογραφικές περιοχές: την παράκτια ζώνη, την κεντρική πεδινή περιοχή και τη βόρεια ορεινή. Η παράκτια ζώνη έχει συνολικό μήκος 560 περίπου χλμ. και το μέγιστο πλάτος της φτάνει τα 40 χλμ. Είναι επίπεδη και αμμώδης, ενώ σε μερικά σημεία της σχηματίζονται μικρές λιμνοθάλασσες και έλη.
Προχωρώντας προς το εσωτερικό το υψόμετρο βαθμιαία αυξάνεται και σχηματίζει στο κέντρο της χώρας μια πεδιάδα, η οποία έχει μέσο υψόμετρο 450 μ. και περιοδικά διακόπτεται από λόφους που σπάνια ξεπερνούν τα 600 μ. (όρη Μπιε, Μπόμι, Κπο, Γκίμπι, Ζούα, Τιένπο, οροσειρές Μπονγκ και Πούτου). Βορειότερα ακόμη οι εδαφικές εξάρσεις γίνονται εντονότερες: όρη Γουολογκίσι (κορυφή Γουτίβι 1.381 μ. ), όρη Γουανιγκίσι. Κοντά στα σύνορα της Λιβερίας με τη Γουινέα και την Ακτή Ελεφαντοστού, υψώνεται το όρος Νίμπα, του οποίου η κορυφή φτάνει τα 1.752 μ. και αποτελεί το ψηλότερο σημείο της χώρας.
Υδρογραφία
Οι άφθονες βροχοπτώσεις και η κλίση του εδάφους από ΒΑ προς ΝΔ έχουν ως αποτέλεσμα η χώρα να διαρρέεται από πολλούς ποταμούς, οι οποίοι πηγάζουν από την ορεινή περιοχή κατά μήκος των συνόρων με τη Γουινέα και εκβάλλουν στον Ατλαντικό. Οι περισσότεροι από τους ποταμούς ρέουν παράλληλα ο ένας με τον άλλο και λόγω του ομαλού ανάγλυφου είναι πλωτοί σε απόσταση αρκετών χιλιομέτρων από τις εκβολές τους.
Από βορρά προς νότο οι σπουδαιότεροι από αυτούς ο Μόρο, ο οποίος αποτελεί το φυσικό σύνορο της χώρας με τη Σιέρα Λεόνε, ο Μάνο, ο Λόφα, ο Σεντ Πολ, ο Σεντ Τζον με τους παραποτάμους του Μάνι και Για, ο Σέστος (Σες), ο Σένκουεν και οι παραπόταμοί του Τζούμπο και Μπούτο, ο Σίνοε, ο Ντούγκμπε, ο Γκραντ Σες, ο Ντουόμπε και τέλος ο Καβάλα ή Καβάλι, ο οποίος για αρκετά χιλιόμετρα αποτελεί το φυσικό σύνορο της Λιβερίας με την Ακτή Ελεφαντοστού.
Κοντά στις εκβολές τους πολλοί από τους παραπάνω ποταμούς σχηματίζουν λιμνοθάλασσες ή έλη, οι οποίες δεν κατακλύζονται από τα νερά του Ατλαντικού, καθώς προστατεύονται από υψηλές αμμοθίνες. Μεγαλύτερη από όλες τις λιμνοθάλασσες είναι η Πίσο, στις βορειοδυτικές ακτές της χώρας.
Ακτογραφία
Οι ακτές της χώρας στον Ατλαντικό είναι γενικά ομαλές και δεν παρουσιάζουν αξιόλογο διαμελισμό. Η ακτογραμμή έχει συνολικό μήκος 560 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Μόρο στο βορρά έως τις εκβολές του ποταμού Καβάλα στο νότο. Από βορρά προς νότο σχηματίζονται τα ακρωτήρια Ρόμπερτσπορτ, Μεσουράντο, Μπλούμπαρ και Πάλμας.
Κλίμα
Η Λιβερία βρίσκεται πολύ κοντά στον Ισημερινό και έχει κλίμα τροπικό ισημερινό, με υψηλές θερμοκρασίες σε όλη τη διάρκεια του χρόνου (γύρω στους 28°C). Διακρίνονται δύο εποχές: μια υγρή, από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, και μία ξερή, από τον Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο. Στη διάρκεια του Δεκεμβρίου πνέει ο ξερός άνεμος “χαρματάν” από τη Σαχάρα μεταφέροντας μεγάλες ποσότητες άμμου προς τις ακτές. Το μέσο ύψος βροχής ποικίλλει και από 1.778 χιλιοστά στο εσωτερικό της χώρας αυξάνεται στα 5.080 χιλιοστά στις παράκτιες περιοχές.
Χλωρίδα και πανίδα
Οι άφθονες βροχοπτώσεις και το θερμό κλίμα ευνοούν την ανάπτυξη τροπικών δασών. Το 1993 υπολογίστηκε πως το 18% της συνολικής έκτασης της χώρας καλυπτόταν από τροπικά δάση βροχής, τα οποία στις παράκτιες και στις λιγότερο υγρές περιοχές παραχωρούν τη θέση τους στη δενδρώδη σαβάνα.
Παρόλο που ο δασικός πλούτος της χώρας προστατευόταν για μεγάλο διάστημα, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια συνεχιζόμενη καταστροφή του από μικροϊδιοκτήτες γεωργούς, οι οποίοι προχωρούν σε αποψιλώσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη καλλιεργήσιμη γη.
Ανάλογα πλούσια με τη χλωρίδα είναι και η πανίδα της χώρας, η οποία περιλαμβάνει περίπου 372 είδη πτηνών, 62 ερπετών και 193 θηλαστικών, ανάμεσά τους ελέφαντες, αντιλόπες, λεοπαρδάλεις και πιθήκους. Τα ποτάμια και οι λίμνες της χώρας είναι πλούσια σε ψάρια, κροκόδειλους και διάφορα άλλα είδη αμφίβιων.
Ωστόσο ο εμφύλιος πόλεμος (από το 1989) και η επακόλουθη αστάθεια που επικρατεί στη χώρα έχουν επιτείνει την περιβαλλοντολογική καταστροφή και έχουν παρεμποδίσει τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της λαθροθηρίας, με αποτέλεσμα αρκετά είδη άγριας ζωής να κινδυνεύουν άμεσα με εξαφάνιση.
Η οικονομία της Λιβερίας
Η Λιβερία γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου, κυρίως λόγω της ανακάλυψης πλούσιων κοιτασμάτων σιδηρομεταλλεύματος και της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, η οποία ενεθάρρυνε την επένδυση ξένων κεφαλαίων, κυρίως αμερικανικών.
Ο εμφύλιος όμως πόλεμος που ξέσπασε το 1989 και η αδυναμία των μετέπειτα κυβερνήσεων να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο στο εσωτερικό της χώρας, είχε ως αποτέλεσμα η οικονομία της Λιβερίας να γνωρίσει τα τελευταία χρόνια σημαντική κάμψη, η οποία ενισχύθηκε και από την αύξηση της τιμής των υγρών καυσίμων και την παγκόσμια οικονομική ύφεση.
Η υποδομή της χώρας, κυρίως γύρω από την πρωτεύουσα Μονρόβια, υπέστη μεγάλες καταστροφές στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου και πολλά από τα προγράμματα που κατάρτισε η κυβέρνηση για την ανάπτυξη και των άλλων τομέων, εκτός από τον πρωτογενή, σταμάτησαν.
Το 1993 τα κυβερνητικά έσοδα περιορίστηκαν και προέρχονταν κατά κύριο λόγο από τις φορολογικές διευκολύνσεις που παρείχε η Λιβερία στους ξένους εφοπλιστές. Η κυβέρνηση ενθαρρύνει τις ξένες ιδιωτικές επενδύσεις, ενώ σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας παίζει και η διεθνής οικονομική βοήθεια, με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους διεθνείς οργανισμούς.
Σε επίπεδο αριθμών, το 2001 η χώρα εμφάνισε Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ύψους 3,6 δισ. δολαρίων και κατά κεφαλή Α.Ε.Π. 1.100 δολαρίων. Τα ποσοστά του πληθωρισμού και της ανεργίας (70% το 2001) κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ το δημόσιο εξωτερικό χρέος της χώρας έφτασε το 2000 τα 2,1 δισ. δολάρια. Επίσημη νομισματική μονάδα της χώρας είναι το λιβεριανό δολάριο (LRD), του οποίου η ισοτιμία με το δολάριο ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2001 ήταν 1 δολάριο ΗΠΑ προς 46,04 LRD.
Γεωργία, Υλοτομία, Αλιεία, Κτηνοτροφία
Το 2001 ο ευρύτερος πρωτογενής τομέας μετείχε με ποσοστό 60% στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και το ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνταν σ` αυτόν άγγιζε το 70%. Παρόλο που καλλιεργείται ένα μικρό ποσοστό του εθνικού χώρου (περίπου το 4%), η γεωργία κατά κύριο λόγο διεξάγεται με σύγχρονες μεθόδους και η παραγωγή της ελέγχεται από μεγάλες ξένες εταιρείες.
Η γεωργική παραγωγή γενικά δεν καλύπτει τις εγχώριες ανάγκες και πολλά αγροτικά προϊόντα εισάγονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 25% του ρυζιού που καταναλώνεται προέρχεται από άλλες χώρες. Τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα είναι καφές και κακάο, που προορίζονται κυρίως για εξαγωγή, ενώ οι γλυκοπατάτες, το ζαχαροκάλαμο, το φοινικέλαιο, το καλαμπόκι, η κασάβα, το ρύζι, τα εσπεριδοειδή, τα λαχανικά και αρκετά είδη τροπικών φρούτων προορίζονται για εσωτερική κατανάλωση. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω του εμφύλιου πολέμου, παρατηρήθηκαν σημαντικές ελλείψεις σε τρόφιμα.
Παρόλο που η κτηνοτροφία διεξάγεται στο 59% της συνολικής έκτασης της χώρας, η ανάπτυξή της περιορίζεται σημαντικά από τη μύγα τσε-τσε.
Σημαντική ανάπτυξη παρουσιάζει η αλιεία, η οποία διεξάγεται στα ποτάμια και τις λίμνες της χώρας, καθώς και κατά μήκος των ακτών.
Ιδιαίτερα πλούσιος είναι και ο δασικός πλούτος της χώρας. Τα δάση, τα οποία παλαιότερα κάλυπταν το 1/3 της συνολικής έκτασης. Αποτελούνται από καουτσουκόδεντρα, κοκκοφοίνικες, κέδρους και άλλα τροπικά δέντρα, από τα οποία προέρχονται τουλάχιστον 26 διαφορετικά είδη ξυλείας άριστης ποιότητας, όπως μαόνι, κόκκινο σιδηρόξυλο και “κάμγουντ”.
Η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου, η οποία άρχισε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με την κατασκευή πριονιστηρίων και εργοστασίων επεξεργασίας ξύλου, ανακόπηκε ύστερα από την πτώση των διεθνών τιμών ξυλείας και του εμφύλιου πολέμου που ξέσπασε το 1989 και οδήγησε στην καταστροφή μεγάλου μέρους του δασικού πλούτου. Το μεγαλύτερο μέρος της δασικής παραγωγής κατευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού.
Ορυκτός πλούτος
Η Λιβερία διαθέτει πλούσια κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες παραγωγούς χώρες του είδους αυτού στον κόσμο. Η εξόρυξη σιδηρομεταλλεύματος άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και σταδιακά αποτέλεσε τον κυριότερο κλάδο της οικονομίας της χώρας, αντικαθιστώντας την παραγωγή σε καουτσούκ.
Άλλα σημαντικά προϊόντα του υπεδάφους είναι τα διαμάντια, ο χρυσός, ο μαγνητίτης και τέλος ο αιματίτης, τα κοιτάσματα του οποίου στους λόφους Μπόμι θεωρούνται από τα πλουσιότερα του κόσμου. Από το 1981 διεξάγονται έρευνες για τον εντοπισμό πετρελαίου, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα.
Το 2000 η συνολική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε τα 450 εκατ. κιλοβατώρες και προήλθε από θερμοηλεκτρικά εργοστάσια.
Βιομηχανία
Η ανάπτυξη του ευρύτερου δευτερογενούς τομέα διακόπηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω του εμφύλιου πολέμου. Το 2001 το ποσοστό συμμετοχής του στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος έφτανε περίπου το 10%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των εργαζομένων που απασχολούνταν σ` αυτόν μόλις το 8%.
Η βιομηχανική δραστηριότητα περιορίζεται κυρίως στον τομέα μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων και επεξεργασίας σιδηρομεταλλεύματος και καουτσούκ. Μεγάλο εμπόδιο στην εκβιομηχάνιση της χώρας αποτελεί το μικρό επενδυτικό ενδιαφέρον, η έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού και η περιορισμένη εσωτερική αγορά. Εκτός από ένα διυλιστήριο και μια τσιμεντοβιομηχανία, λειτουργούν μικρές μονάδες παραγωγής τροφίμων και δομικών υλικών, υφαντουργίες, επιπλοποιίες και εργοστάσια παραγωγής φοινικέλαιου.
Εμπόριο
Το 2001 ο ευρύτερος τριτογενής τομέας μετείχε κατά 30% στο σχηματισμό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και απασχολούσε το 22% του ενεργού πληθυσμού. Η χρηματοοικονομική δραστηριότητα είναι σημαντική και ελέγχεται από την Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η οποία έχει και την ευθύνη έκδοσης του εθνικού νομίσματος. Μέχρι το 1990 το εξωτερικό εμπόριο της χώρας εμφάνιζε ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο, από το 1990 όμως και έπειτα, λόγω του εμφύλιου πολέμου και της συνακόλουθης πολιτικής αστάθειας, εμφανίζεται παθητικό.
Το 2000 οι εισαγωγές της χώρας έφτασαν σε αξία τα 170 εκατ. δολάρια, ενώ οι εξαγωγές μόλις τα 55 εκατ. δολάρια. Την ίδια χρονιά το 29,1% και 20,6% των εισαγωγών προήλθε από τη Γαλλία και τη Νότια Κορέα αντίστοιχα, ενώ το 38,5% και 17,6% των εξαγωγών απορροφήθηκε από το Βέλγιο και τη Γερμανία. Άλλοι σημαντικοί εμπορικοί εταίροι της χώρας είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ε.Ε. και οι χώρες της Δυτικοαφρικανικής Οικονομικής Ένωσης. Εισάγονται κυρίως καύσιμα, χημικά, μηχανήματα, μεταφορικό υλικό, είδη προηγμένης τεχνολογίας, ρύζι και τρόφιμα, ενώ εξάγονται σιδηρομετάλλευμα, ξυλεία, καουτσούκ, κακάο, καφές και διαμάντια.
Μεταφορές και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο
Το οδικό δίκτυο της χώρας, συνολικού μήκους 10.600 χλμ., υπέστη σοβαρές καταστροφές στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Σήμερα υπάρχουν δύο μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, οι οποίοι συνδέουν την πρωτεύουσα Μονρόβια με την πόλη Κακάτα στο βορρά και το λιμάνι Μπιουκάναν στα νοτιοανατολικά. Το 2001 το συνολικό μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου έφτανε τα 490 χλμ. και κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά σιδηρομεταλλεύματος από τις περιοχές εξόρυξης στα λιμάνια εξαγωγής.
Υπάρχουν τέσσερα αεροδρόμια για προγραμματισμένες πτήσεις, μεγαλύτερο από τα οποία είναι το διεθνές αεροδρόμιο “Ρόμπερτς”, ανατολικά της Μονρόβια. Τα τρία σημαντικότερα λιμάνια της χώρας είναι αυτά της Μονρόβια, της Γκρίνβιλ και της Μπιουκάναν. Το τελευταίο, που είναι και το μεγαλύτερο, ύστερα από μια διακοπή τριών χρόνων εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, επαναλειτούργησε στα μέσα του 1993.
Η Λιβερία, λόγω της “ανοιχτής” οικονομικής πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, των διευκολύνσεων που παρέχει προς το ξένο κεφάλαιο και των χαμηλότερων από κάθε άλλη χώρα φόρων που εισπράττει, διαθέτει θεωρητικά έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους στον κόσμο.
Το 2001 υπολογίστηκε ότι 1.513 πλοία, τα περισσότερα ξένων συμφερόντων, έφεραν τη λιβεριανή σημαία. Ο εμπορικός στόλος της χώρας κατέχει τη 2η παγκόσμια θέση (μετά από αυτόν του Παναμά), ενώ η χωρητικότητά του είναι η τρίτη μεγαλύτερη στον κόσμο (μετά τον Παναμά και την Κίνα).
Το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της χώρας τα τελευταία χρόνια υπέστη σοβαρές καταστροφές, το επίπεδό του παραμένει όμως ικανοποιητικό σε σύγκριση με αυτό των άλλων αφρικανικών χωρών. Τόσο τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όσο και ο Τύπος ελέγχονται από το κράτος.
Το 1997 εξέπεμπαν 7 ραδιοσταθμοί στα FM και 2 στα βραχέα, καθώς και 1 τηλεοπτικό κανάλι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αναλογούσαν μία τηλεόραση σε 47 άτομα, ένα ραδιόφωνο σε 4,16 άτομα και ένα τηλέφωνο σε 490,7 άτομα. Εκδίδονται 8 ημερήσιες και 8 εβδομαδιαίες εφημερίδες, ενώ η μέση ημερήσια κυκλοφορία έφτανε τα 15 φύλλα ανά 1.000 άτομα.
Οι κάτοικοι της Λιβερίας
Δημογραφικά στοιχεία
Από δημογραφική άποψη ο πληθυσμός της Λιβερίας, όπως και των περισσότερων αφρικανικών χωρών, εμφανίζει υψηλά ποσοστά γεννητικότητας και ταχύτατη πληθυσμιακή αύξηση. Συγκεκριμένα, το 2002 τα ποσοστά γεννητικότητας και θνησιμότητας ήταν 4,6% και 1,6% αντίστοιχα και με βάση αυτά το ποσοστό της ετήσιας φυσικής αύξησης του πληθυσμού κινήθηκε στο 1,91% (2002).
Σύμφωνα με στατιστικές μελέτες, ο πληθυσμός της χώρας από 3.288.198 κατοίκους που είναι το 2002 αναμένεται να φτάσει τους 4.540.000 κατοίκους το 2010 και να ξεπεράσει τους 6 εκατ. κατοίκους το 2020.
Το 2002 ο πληθυσμός της Λιβερίας εμφάνιζε την ακόλουθη ηλικιακή σύνθεση: μεγάλο μέρος του (43,3%) αποτελούνταν από παιδιά ηλικίας έως 14 ετών, το 53,2% από άτομα 15 έως 64 ετών, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών ήταν πολύ μικρό και μόλις έφτανε το 3,5%. Το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων και οι συνθήκες υγειονομικής περίθαλψης, οι οποίες επιδεινώθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 λόγω του εμφύλιου πολέμου, τα τελευταία χρόνια άρχισαν να βελτιώνονται.
Παρ` όλα αυτά παραμένουν σε χαμηλό ακόμη επίπεδο, γεγονός που αντανακλάται στο πολύ υψηλό ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας (13,02% το 2002) και στο χαμηλό μέσο όρο ζωής, ο οποίος το 2002 έφτανε τα 51,8 χρόνια (με τις γυναίκες να ζουν 53,33 χρόνια και τους άνδρες μόλις 50,33). Όσον αφορά την κατανομή του πληθυσμού, το 55,1% των κατοίκων ζει στις αγροτικές περιοχές και το υπόλοιπο 44,9% στις πόλεις (1995). Περισσότερο πυκνοκατοικημένη είναι η παράκτια ζώνη, στην οποία βρίσκονται και τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας.
Σύνθεση πληθυσμού
Η πλειονότητα του πληθυσμού (το 95%) αποτελείται από γηγενείς μαύρους, οι οποίοι συγκροτούν ένα μεγάλο αριθμό εθνοτικών ομάδων, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι Κπελέ, Γκόλα, Κίσι, Βάι, Γκίο, Κρου, Μπάσα, Κραν, Μαντέ, Ντε Γκρέμπο, Μάνο, Λόρμα και Ντέι. Το 2,5% του πληθυσμού αποτελείται από μαύρους αμερικανικής καταγωγής, απογόνους σκλάβων από τις ΗΠΑ, οι οποίοι είναι γνωστοί ως Αμερικανολιβεριανοί και μετανάστευσαν στη χώρα κυρίως κατά το διάστημα 1820-1865.
Θρησκεία
Καμία θρησκεία δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη ως θρησκεία του κράτους. Το 40% του πληθυσμού πιστεύει σε διάφορες ανιμιστικές θρησκείες. Οι μουσουλμάνοι – στην πλειονότητά τους σουνίτες – αποτελούν το 20% περίπου του πληθυσμού. Το υπόλοιπο 40% είναι χριστιανοί, κυρίως προτεστάντες, υπάρχουν όμως και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί.
Γλώσσα
Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η αγγλική, η οποία όμως ομιλείται μόνο από το 20% περίπου του πληθυσμού και χρησιμεύει κυρίως ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ των αλλόγλωσσων φυλών. Το υπόλοιπο 80% των κατοίκων μιλούν δεκάδες τοπικές αφρικανικές διαλέκτους, οι οποίες κατατάσσονται σε τρεις γλωσσικές ομάδες: κρου, μαντέ και Δυτικού Ατλαντικού.
Στην ομάδα κρου συγκαταλέγονται οι φυλές Κρου, Μπάσα και Ντε Γκρέμπο που κατοικούν στις ακτές και οι φυλές Κραν Παντέντου, Σικόν και άλλες που κατοικούν στην ενδοχώρα και στα νότια. Η ομάδα μαντέ περιλαμβάνει φυλές οι οποίες κατοικούν κυρίως στις βόρειες και κεντρικές περιοχές της χώρας και τέλος η γλωσσική ομάδα του Δυτικού Ατλαντικού περιλαμβάνει τις φυλές Κίσι και Γκόλα που κατοικούν στο βορρά.
Πολιτειακή και κοινωνική οργάνωση
Πολίτευμα – συνταγματικοί θεσμοί
Η επίσημη ονομασία της χώρας είναι Δημοκρατία της Λιβερίας. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το οποίο θεσπίστηκε στις 6 Ιανουαρίου 1986 και αναθεωρήθηκε το 1988, το πολίτευμα της χώρας είναι προεδρική δημοκρατία. Αρχηγός του κράτους είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται κάθε έξι χρόνια με καθολική ψηφοφορία και ασκεί και τα καθήκοντα του πρωθυπουργού. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο, το οποίο αποτελείται από δύο νομοθετικά σώματα: την 64μελή Βουλή των Αντιπροσώπων και τη 26μελή Γερουσία.
Ο εμφύλιος πόλεμος που ξέσπασε το 1989 κατέλυσε την κεντρική δομή της κυβέρνησης. Το 1995 ιδρύθηκε το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά η συμφωνία ίδρυσής του γρήγορα παραβιάστηκε. Σήμερα η χώρα διέρχεται μια περίοδο μετάβασης στη δημοκρατική ομαλότητα. Τον Αύγουστο του 1996 πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας ορίστηκε η Ρουθ Πέρι, η οποία ανάγγειλε συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στην κυβέρνηση και τις αντικυβερνητικές δυνάμεις. Ισχύει πολυκομματικό σύστημα εκλογής και δικαίωμα ψήφου έχουν όλοι οι πολίτες της χώρας που είναι άνω των 18 ετών.
Η Λιβερία αποτελεί μέλος του ΟΗΕ, του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, της Αφρικανικής Τράπεζας Ανάπτυξης και άλλων διεθνών οργανισμών.
Υγεία και πρόνοια
Η κρατική πρόνοια που παρέχεται είναι ελλιπής και δεν καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού. Η κυβέρνηση προωθεί προγράμματα φθηνής εργατικής κατοικίας για τους εργαζομένους και παρέχει επιδόματα σε περιπτώσεις αναπηρίας και εγκυμοσύνης, γενικά όμως οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις μεγάλες ανάμεσα στους κατοίκους των παράκτιων περιοχών, όπου οι συνθήκες ζωής είναι καλύτερες, και εκείνους της ενδοχώρας.
Ο εμφύλιος πόλεμος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανέστειλε τις προσπάθειες που κατέβαλλε η κυβέρνηση για τη βελτίωση της παρεχόμενης κρατικής πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης. Το επίπεδο της δημόσιας υγείας παραμένει χαμηλό και σημαντικό μέρος του πληθυσμού υποφέρει από ελονοσία, φυματίωση, λέπρα και άλλα λοιμώδη νοσήματα. Λειτουργούν μερικά νοσοκομεία, παρατηρούνται ωστόσο μεγάλες ελλείψεις σε φάρμακα και ιατρικό προσωπικό και η κατάσταση έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια.
Εκπαίδευση
Σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό νόμο που θεσπίστηκε το 1912, η εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική (από το 1939) για παιδιά ηλικίας 7-16 ετών. Διακρίνεται σε βασική (διαρκεί 6 χρόνια), μέση (τρία χρόνια) και ανώτερη (τρία χρόνια). Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι μεγάλες ελλείψεις σε διδάσκοντες και εκπαιδευτικό υλικό, καθώς και ο εμφύλιος πόλεμος, εμπόδισαν την κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα αναβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Σήμερα η χώρα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αναλφάβητων στον κόσμο (61,7%), ενώ το ποσοστό των παιδιών που παρακολουθούν μαθήματα στο σχολείο είναι πολύ μικρό. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από το μοναδικό πανεπιστήμιο της χώρας, που εδρεύει στη Μονρόβια (λειτουργεί ως πανεπιστήμιο από το 1951), καθώς και από μερικές τεχνικές σχολές και κολέγια.
Δοικητική διαίρεση
Η Λιβερία διαιρείται σε 11 κομητείες και 2 εδαφικά διαμερίσματα. Η διοίκηση κάθε περιοχής ασκείται απευθείας από την κεντρική κυβέρνηση.
Πρωτεύουσα και Πόλεις της Λιβερίας
Πρωτεύουσα και μεγαλύτερο αστικό κέντρο της χώρας είναι η Μονρόβια (425.000 κάτοικοι). Η πόλη ιδρύθηκε το 1822 από μαύρους της Αμερικής, οι οποίοι υπήρξαν απόγονοι Αφρικανών δούλων που μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ την εποχή του δουλεμπορίου.
Η ονομασία της προέρχεται από τον Αμερικανό πρόεδρο Τζέιμς Μονρόε, ο οποίος το 1882 κυβερνούσε τις ΗΠΑ. Είναι χτισμένη στις ακτές του Ατλαντικού, κοντά στις όχθες του ποταμού Σεντ Πολ και είναι γνωστή για το μεγάλο τεχνητό λιμάνι της, το οποίο είναι το μοναδικό ελεύθερο λιμάνι της δυτικής Αφρικής. Στα αξιοθέατά της περιλαμβάνονται το Καπιτώλιο (1958), το Δημαρχείο, το Μέγαρο της Εκτελεστικής Εξουσίας (1964) και ο Ναός της Δικαιοσύνης.
Άλλες αξιόλογες πόλεις της Λιβερίας είναι η Γκμπάρνγκα (30.000 κάτ.), στο κέντρο σχεδόν της χώρας, και τα λιμάνια Μπιουκάναν (24.000 κάτ.) και Χάρπερ στις ακτές του Ατλαντικού.
Πολιτισμός της Λιβερίας
Ο μεγάλος αριθμός εθνοφυλετικών ομάδων που συγκροτεί τον πληθυσμό της χώρας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας μεγάλης ποικιλίας πολιτιστικών παραδόσεων, ανάμεσα στις οποίες εξέχουσα θέση κατέχουν η μουσική και ο χορός.
Η παραδοσιακή μουσική, η οποία είναι ιδιαίτερα ζωντανή στις αγροτικές περιοχές, συνοδεύει όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής, καθώς και τις διάφορες ιεροτελεστίες και εκτελείται από Αφρικανούς μουσικούς με τη συνοδεία τυμπάνων. Τα τελευταία χρόνια στις πόλεις είναι αισθητή και η παρουσία της δυτικής μουσικής. Η διατήρηση των αφρικανικών παραδόσεων ενισχύεται από το κράτος μέσω ειδικών υπηρεσιών όπως το Εθνικό Κέντρο Πολιτισμού.
Ιστορία της Λιβερίας
Μέχρι τον 20ό αιώνα
Η χώρα πρωτοκατοικήθηκε από πληθυσμούς των φυλών Μπέλε, Κπέλε και Κρου, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με την καλλιέργεια της γης και την αλιεία και ήταν οργανωμένοι σε συνομοσπονδίες, υπό την εποπτεία φυλάρχων.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που επισκέφτηκαν τη χώρα ήταν οι Πορτογάλοι το 15ο αιώνα και τους ακολούθησαν αρκετοί Γάλλοι, Ολλανδοί και Άγγλοι έμποροι, εγκαινιάζοντας μια περίοδο ανταγωνισμού μεταξύ τους, με στόχο την κυριαρχία στην περιοχή. Το 1816 ιδρύθηκε η Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού, η οποία το 1822 με αντιπρόσωπο τον Γεχούντι Ασμούν αγόρασε από τους τοπικούς φυλάρχους μεγάλες περιοχές και άρχισε να αντικαθιστά σ` αυτές απελεύθερους Αμερικανούς δούλους.
Η πρώτη αποικία δημιουργήθηκε το 1822 στις εκβολές του ποταμού Σεντ Πολ και ονομάστηκε Μονρόβια προς τιμή του Αμερικανού προέδρου Τζέιμς Μονρόε. Αν και οι πρώτοι άποικοι δυσκολεύτηκαν αρχικά λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης και των συγκρούσεών τους με τους ιθαγενείς, γρήγορα επέκτειναν την κυριαρχία τους και σε άλλες περιοχές.
Το 1847 ο αρχικός οικισμός της Μονρόβια απέκτησε Σύνταγμα σύμφωνα με τα βορειοαμερικανικά πρότυπα και τον επόμενο χρόνο η ευρύτερη περιοχή ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη και αναγνωρίστηκε από τις μεγάλες δυνάμεις με την ονομασία Λιβερία (από το λατινικό liber= ελεύθερος).
Το 1867 η ευρύτερη περιοχή του αρχικού οικισμού συγχωνεύτηκε με τον οικισμό Μέριλαντ, ο οποίος ιδρύθηκε το 1833 και η Λιβερία απέκτησε τη σημερινή της μορφή. Τα επόμενα χρόνια η χώρα βίωσε γενικά σε τυπικές συνθήκες δημοκρατίας και παρά την αμερικανική οικονομική βοήθεια, γνώρισε αρκετές εσωτερικές ταραχές, εξαιτίας των έντονων αντιθέσεων μεταξύ του γηγενούς πληθυσμού και των μαύρων από την Αμερική, γνωστών και ως Αμερικανο-λιβεριανών.
Ο 20ός αιώνας
Στις αρχές του 20ού αι. ιδρύθηκαν στη χώρα αρκετές εταιρείες, που προχώρησαν στην άμεση αξιοποίηση των φυσικών της πόρων. Στην εσωτερική πολιτική δεσπόζει ο Γουίλιαμ Τάμπμαν, πρόεδρος της χώρας από τον Ιανουάριο του 1944 μέχρι το 1971, ο οποίος εφάρμοσε πολιτική ενοποίησης και συνέβαλε σημαντικά στη συμφιλίωση με τους λαούς της ενδοχώρας.
Το 1971 ο Τάμπμαν πέθανε και τον διαδέχτηκε ο γιατρός Γουίλιαμ Ρίτσαρντ Τόλμπερτ, ο οποίος διατήρησε φιλικές σχέσεις με τις δυτικές χώρες, ενώ στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής οι προσπάθειες που κατέβαλε για την επίτευξη εθνικής ενότητας και ανάπτυξη της οικονομίας απέτυχαν.
Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια ισχυρή αντιπολίτευση στο εσωτερικό, η οποία προκάλεσε σοβαρές ταραχές και οδήγησε στην ανατροπή και δολοφονία του Τόλμπερτ από στρατιωτικό πραξικόπημα στις 12 Απριλίου 1980. Επικεφαλής του Λαϊκού Συμβουλίου Σωτηρίας, το οποίο αποτελούνταν από υπαξιωματικούς και οπλίτες, και αρχηγός του κράτους ανέλαβε ο επιλοχίας Σάμουελ Ντόου.
Η νέα κυβέρνηση ανέπτυξε φιλικές σχέσεις με τις δυτικές χώρες και την Κίνα, αποσπώντας σημαντικά χρηματικά ποσά για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας, ενώ στο εσωτερικό, λόγω της αυταρχικής της διακυβέρνησης, εκδηλώθηκαν αρκετές συνομωσίες για την ανατροπή της.
Στις 15 Οκτωβρίου 1985, μέσα σε ένα κλίμα έντονων πιέσεων κατά της αντιπολίτευσης, διεξήχθησαν ταυτόχρονα προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές. Στις πρώτες νικητής υπήρξε ο Ντόου, ενώ στις δεύτερες πρώτη δύναμη αναδείχτηκε το νεοσύστατο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα συγκεντρώνοντας τα 2/3 των εδρών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία.
Η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας παρέμενε τεταμένη, ενώ εκδηλώνονταν αλλεπάλληλες απόπειρες δολοφονίας του Ντόου, πρώτα με τον αντισυνταγματάρχη Μόλες Φλανζαματόν και έπειτα με τον υποστράτηγο Τόμας Κιουόνκπα, οι οποίοι τελικά εκτελέστηκαν. Το 1986 οι πιέσεις εναντίον των κομμάτων της αντιπολίτευσης εντάθηκαν και πολλά ηγετικά στελέχη τους συνελήφθησαν.
Τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου το Λιβεριανό Κόμμα της Δράσης, το Κόμμα Ενότητας και το Κόμμα Ενοποίησης της Λιβερίας συγκρότησαν συνασπισμό, ενώ τον Σεπτέμβριο η κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα την ελεύθερη λειτουργία του Ενιαίου Κόμματος του Λαού, το οποίο ήταν το κυριότερο κόμμα της αντιπολίτευσης.
Παρά τη χορήγηση από τις ΗΠΑ οικονομικής βοήθειας ύψους 42 εκατ. δολαρίων το 1986, η οικονομία της Λιβερίας δοκιμάστηκε σκληρά τον επόμενο χρόνο, ύστερα από την άρνηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να χορηγήσει σ` αυτήν νέο δάνειο.
Το 1988 η κυβέρνηση προσπάθησε να κατευνάσει τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, προχωρώντας σε μερικό ανασχηματισμό των οικονομικών υπουργείων, ενώ τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς παραχώρησε απεριόριστες θητείες στον πρόεδρο, καταργώντας το σχετικό άρθρο του Συντάγματος.
Το 1989 ξέσπασε στη χώρα εμφύλιος πόλεμος, ο οποίος έλαβε το χαρακτήρα φυλετικής αντιπαράθεσης και οδήγησε στην ανατροπή του καθεστώτος του Σάμουελ Ντόου και στη δολοφονία του (τον Σεπτέμβριο του 1990). Πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης που σχηματίστηκε ορίστηκε ο Έιμος Σόγερ, ο οποίος υποστηριζόταν από τη ειρηνευτική δύναμη (ECOMOG) της Οικονομικής Κοινότητας των Δυτικοαφρικανικών Κρατών (ECOWAS). Τον Νοέμβριο του 1990 επιτεύχθηκε προσωρινή κατάπαυση του πυρός, γρήγορα όμως συνεχίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος από τις ένοπλες ομάδες που διεκδικούσαν την εξουσία.
Η μεγαλύτερη από αυτές, το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο της Λιβερίας (NPFL), με ηγέτη τον Τσαρλς Τέιλορ, κατόρθωσε να επικρατήσει στις αρχές του 1991 στο μεγαλύτερο τμήμα της υπαίθρου. Τον Οκτώβριο του 1991 υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης, όμως οι αντικυβερνητικές δυνάμεις συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα και η διαμάχη ανάμεσα στο NPFL και την ECOMOG εντάθηκε στα τέλη του 1992. Σε μια προσπάθεια αποτροπής της αιματοχυσίας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε τον Νοέμβριο του 1992 την επιβολή εμπάργκο πώλησης όπλων στη Λιβερία.
Η σημερινή πολιτική κατάσταση
Το 1993 οι αντιμαχόμενες παρατάξεις δέχτηκαν την κήρυξη εκεχειρίας και το ίδιο διάστημα μια ειρηνευτική δύναμη στάλθηκε στη χώρα. Ωστόσο οι αντιμαχόμενες πλευρές απέτυχαν να καταλήξουν σε πολιτική συμφωνία και η κατάσταση στη χώρα παρέμεινε έκρυθμη. Οι συνεχιζόμενες συγκρούσεις ανάγκασαν τον ΟΗΕ και αρκετές δυτικοαφρικανικές χώρες να απειλήσουν τη Λιβερία ότι θα αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη χώρα, αν οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν έρχονταν σε συμφωνία στις 15 Σεπτεμβρίου 1995. Μια νέα κατάπαυση του πυρός υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 1995.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1995 οι ηγέτες των τριών μεγαλύτερων επαναστατικών ομάδων της χώρας (Τσαρλς Τέιλορ του NPFL , Αλχάζι Κρόμαχ του Ενιαίου Δημοκρατικού Απελευθερωτικού Μετώπου της Λιβερίας και Τζορτζ Μπόλεϊ του Λιβεριανού Συμβουλίου Ειρήνης) συναντήθηκαν στη Μονρόβια, μαζί με αντιπροσώπους αρκετών αφρικανικών χωρών, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου της Γκάνα, Τζέρι Ρόουλινγκς. Συγκροτήθηκε ένα μεταβατικό κυβερνητικό σχήμα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, αποτελούμενο από τους ηγέτες των τριών επαναστατικών ομάδων και τρία πολιτικά μέλη και προκηρύχθηκαν εκλογές για το 1996.
Την άνοιξη του 1996 ένα νέο κύμα βίας ξέσπασε στη Μονρόβια και οδήγησε στην υπογραφή μιας καινούριας συμφωνίας ειρήνης τον Αύγουστο του 1996. Η συμφωνία προέβλεπε την ανάληψη από τη Ρουθ Πέρι της θέσης του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, μέχρι τη διενέργεια εκλογών.
Με τον τρόπο αυτό η Πέρι έγινε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος μιας χώρας στην ιστορία της σύγχρονης Αφρικής. Ο εμφύλιος πόλεμος 1989 – 1995 προκάλεσε το θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ενώ ανάγκασε εκατοντάδες χιλιάδες άλλους να εγκαταλείψουν τη Λιβερία και να εγκατασταθούν σε γειτονικές χώρες. Σήμερα η πολιτική κατάσταση στη χώρα εξακολουθεί να παραμένει τεταμένη και αβέβαιο είναι πότε θα επανέλθει η οριστική ειρήνευση στην περιοχή.
Μετά από τις τελευταίες εκλογές του Αυγούστου του 1997 πρόεδρος εκλέχτηκε ο Τσάρλς Γκανκέι Τέιλορ.