Οι οπλές της χτυπούσαν με λύσσα το χώμα. Η κάτασπρη και πανέμορφη φοράδα ένιωθε τα σπιρούνια του αναβάτη της να τσιμπούν ελαφρά τα πλευρά της και τα γκέμια να κατευθύνουν με μαεστρία τον τρελό καλπασμό της. Του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη και δεν θα του χαλούσε κανένα χατίρι. Ήταν χρόνια μαζί, συμπολεμιστές και σύντροφοι. Ήξερε πως την οδηγούσε στον χαμό τους, όμως η ανιδιοτελής σχέση τους γεννήθηκε την ίδια μέρα της γέννησης της, όταν αυτός ήταν το πρώτο χέρι που την τάισε καρότο. Μια φωνή αγαπημένη αντήχησε στα αυτιά της να λέει: «Εμπρός αστραπή μου, πρέπει να σώσουμε την δέσποινα Ευγενία»
Ο σερ Σταύρος πήδηξε από την σέλα της φοράδας του. Βούτηξε την αλαβάστρινη λαβή του σπαθιού του και σε δευτερόλεπτα βρέθηκε να το κραδαίνει στον αέρα φωνάζοντας: «Δέσποινα Ευγενία, εγώ θα σε σώσω από τον κακό δράκο, μην φοβάσαι». Ο κακός δράκος εξαπέλυσε την καυτή του ανάσα εναντίον του σερ Σταύρου όμως εκείνος, σαν να ήταν έτοιμος από χρόνια γι αυτή την στιγμή, απέφυγε την πύρινη λαίλαπα και με μια και μόνο σπαθιά αποκεφάλισε τον κακό δράκο που είχε φυλακισμένη την δεσποσύνη Ευγενία στο κάστρο του. Με μία κλοτσιά έσπασε την πόρτα του κάστρου κι έτρεξε στην αγκαλιά της δεσποσύνης Ευγενίας…
Ξύπνησε με βαρύ πονοκέφαλο. ο σερ Σταύρος έριξε μια ματιά γύρω του… βρισκόταν σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι, φορούσε φτωχικά και σκισμένα ρούχα, αντί της ασημένιας πανοπλίας του. Το λιγοστό φως δεν τον άφηνε να διακρίνει λεπτομέρειες και η ζαλάδα του ήταν μεγάλη. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο του και μια γνώριμη φωνή του είπε: «Καλωσόρισες σερ Σταύρο». Μόλις και μετά βίας αναγνώρισε τον Σερ Κώστα, τρανό ιππότη της στρογγυλής τραπέζης, δάσκαλο πολλών ιπποτών και ξακουστό για τα κατορθώματα του.
«Ζεις σερ Κώστα; Μάθαμε πως σκοτώθηκες σε μία εκστρατεία σου εναντίον των βαρβάρων φαλούχων.»
«Ζω, πέθανα, δεν έχει πολύ σημασία εδώ που είμαστε σερ Σταύρο. Ο χάροντας εδώ παραμένει μια καλή λύση στο πρόβλημα μας, άσε που οι βάρβαροι φαλούχοι είναι μια φιλήσυχη φυλή…» είπε ο σερ Κώστας και από γύρω ακούστηκαν πολλοί ήχοι, γέλια και κλάματα, ανάσες και αναστεναγμοί. Ο σερ Σταύρος σάρωσε με το βλέμμα του τον χώρο… ήταν όλοι εκεί. Όλοι όσοι είχαν χαθεί, ο σερ Μάκης, ο σερ Φώτης ακόμα και ο μικρός αδερφός του, ο σερ Ζάχος που χρόνια τον θρηνούσε νομίζοντας πως χάθηκε στην αναζήτηση του στην έρημο…
Ο κρότος της πόρτας ήταν τόσο μεγάλος που τρόμαξε. Αμέσως όλοι γύρισαν στην γωνιά τους. «Σερ Σταύρο, έλα αμέσως, έχουμε δουλείες…» ακούστηκε η φωνή της δεσποσύνης Ευγενίας. Τα μάτια του χρειάστηκαν αρκετό χρόνο να συνηθίσουν το φως του ήλιου. Ήταν όλα όπως είχαν προλάβει να του πουν οι συγκρατούμενοι του. Το κάστρο ήταν γεμάτο δεσποσύνες κι αλυσοδεμένους σερ. Παντού πάγκοι με ρούχα και καλλυντικά, παντοπωλεία, μανάβικα και υπαίθριες αγορές.
Τότε θυμήθηκε τα λόγια του σερ Κώστα… «Ο κόσμος δεν είναι έτσι όπως μας είπανε, εκπαιδευόμαστε μια ζωή για να σώσουμε τις δεσποσύνες μας από τον κακό δράκο σερ Σταύρο, όμως όλα αυτά είναι μια καλοστημένη παγίδα. Το κοριαλάτο των δεσποινών διοικεί αυτών τον κόσμο, οι δράκοι παράγονται κι εκπαιδεύονται για να μας παγιδεύουν, υπάρχει κέντρο εξουσίας, με συμβούλιο δεσποινών και αρχιδέσποινα. Σκοπός τους είναι να φυλακίζουν όλους τους σερ του κόσμου στα κάστρα τους με σκοπό την διοίκηση του κόσμου. Πλέον, είσαι καταδικασμένος να είσαι υπόδουλος της δικής σου δεσποσύνης. Θα δουλεύεις στα χωράφια και στο κάστρο, θα σου δίνει την ουτοπία της ελευθερίας όταν θα προαυλήζεσαι μαζί μας, τους άλλους σκλάβους δηλαδή και μετά πάλι στην σκλαβιά, θα ζευγαρώνεις μαζί της όποτε αυτή επιθυμεί και θα κάνεις παιδιά τα οποία θα αναθρέψει όπως αυτή θέλει. Αν είναι κορίτσια θα μείνουν και θα εκπαιδευτούν εδώ, αν είναι αγόρια θα τα διώξουν νωρίς για τον έξω κόσμο ώστε να επιστρέψουν αργότερα με την σειρά τους ως σερ… Υπάρχουν δεσποσύνες που έχουν πάνω από έναν σερ, κλίκες και κάστες που ονομάζονται μεταξύ τους φιλενάδες, φατριές που αντιμάχονται για τους σερ σκλάβους. Δεν υπάρχει πια διαφυγή σερ Σταύρο.»
Ο σερ Σταύρος άκουσε ένα γνωστό χλιμίντρισμα. Ήταν η αστραπή, που τώρα αντί να τρέχει στα λιβάδια έσερνε ένα κάρο, φυλακισμένη κι αυτή όπως κι ο σερ της. Ένα δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια του…
Φσσσσσσσσσσσσσστ… το βέλος με το μήνυμα καρφώθηκε μπροστά στην πόρτα της διοίκησης και σταμάτησε την σκέψη του. Η αρχιδεσποσύνη έτρεξε βρίζοντας θεούς και δαίμονες. «Πάλι αυτός ο καταραμένος, έπρεπε να τον είχα υποδουλώσει όταν μπορούσα»
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο σερ Σταύρος που ήταν ήδη φορτωμένος με πράγματα της δεσποσύνης Ευγενείας, κάποιον σερ που πέρναγε αλυσοδεμένος δίπλα του…
«Η μόνη μας ελπίδα» απάντησε εκείνος «κάποιος σερ Τέλης με τους άντρες του, οι μόνοι που κατόρθωσαν να ξεφύγουν από εδώ, θέλει να μας ελευθερώσει. Ήδη μαζεύει τα αγόρια που διώχνουν από εδώ και με την ομάδα του τα εκπαιδεύει από μικρά ώστε να μην την πατήσουν κι εκείνα. Πρωτοπαλίκαρο του ο γιος του σερ Νικόλας, τον οποίο έχει εκπαιδεύσει από μικρό. Η ομάδα του ζει στα βουνά και στα δάση χτυπώντας ανελέητα το κοριαλ…» Η σφαλιάρα στο σβέρκο και η φωνή «ΣΚΑΣΕ» της δεσποσύνης του διέκοψαν την κουβέντα, όμως ο σερ Σταύρος έριξε μια ματιά στο μήνυμα που διάβαζαν βρίζοντας οι δεσποσύνες…
«Έρχεται η ώρα σας δεσποσύνες, η ώρα που όλοι οι σερ που έχετε φυλακίσει θα επαναστατήσουν… υπομονή αδέρφια»
Δεν κρατήθηκε ο σερ Σταύρος. Με ένα χαμόγελο γεμάτο ελπίδα και προσμονή ψέλλισε την υπογραφή του κειμένου, κι ας ήξερε την τιμωρία που θα ακολουθούσε από την δεσποσύνη Ευγενία…
Λογοτεχνικές ανησυχίες, ο λογοτεχνίτης και ο ρομπέν των ανδρών.