«Στη Ρώμη, στο Θέατρο Costanzi που ήταν γεμάτο από κόσμο, ενώ άκουγα την φουτουριστική ορχηστρική μουσική σας, μου ήρθε στο μυαλό ένα νέο είδος τέχνης: η τέχνη του θορύβου, μια λογική συνέχεια για τις θαυμαστές καινοτομίες σας».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του Russolo και οι αναζητήσεις του σχετικά με τον θόρυβο. Με ένα γράμμα που υποδήλωνε θαυμασμό προς τον Balilla Pratella και μια εκπληκτική ιδέα για ένα νέο μανιφέστο. Το μανιφέστο του θορύβου.
Ο Russolo ήταν ένας από τους πρώτους φουτουριστές, που έγινε καλός φίλος αλλά και σύμμαχος του Maritetti, του ανθρώπου πίσω από το μανιφέστο των φουτουριστών που είχε εκδοθεί στο Le Figaro στις 20 Φλεβάρη του 1909.
Η ειρωνεία πίσω από το όλο έργο του Russolo, έγκειται στο ότι, ουσιαστικά, ήταν ο μόνος που ακολούθησε με το έργο του πιστά τις εντολές του μανιφέστου του Maritetti. Με το έργο του απογαλακτίστηκε πλήρως από τις μουσικές μορφές του παρελθόντος, δημιουργώντας κάτι εντελώς νέο για την εποχή αλλά και τα μουσικά δρώμενα, ενώ πολλοί από τους αποκαλούμενους “φουτουριστές ζωγράφους / γλύπτες” στηρίχθηκαν σε προγενέστερες τεχνικές για να εκφράσουν την σύγχρονη ζωή. Ο Russolo κατάφερε να σπάσει την ρίζα με το παρελθόν και να επινοήσει νέες μεθόδους για να εκφραστεί μουσικά.
Τι είναι θόρυβος: Ένας ηχητικός θόρυβος μπορεί να αποτελείται από συχνότητες που είτε ακούγονται είτε όχι. Ένας υπόηχος μπορεί να μην ακούγεται αλλά να επηρεάζει ενδεχομένως τις σωματικές κοιλότητες ενός ανθρώπου και να προκαλεί κάποιου είδους δυσφορία. Είναι στην ουσία μια μη-αρμονική ή ασύμφωνη ομάδα ήχων.
Αυτός είναι ο κλασικός ορισμός της έννοιας του θορύβου, για τον Russolo όμως, η έννοια του θορύβου είχε περισσότερες σημασίες. Στον ορισμό είχε προσθέσει και τον ρόλο του “νεοανακαλυφθέντα ήχου“, οποιονδήποτε ήχο δηλαδή που δεν μπορούσε να οριστεί σε σχέση με κάποιον παραδοσιακό ή φυσικό ήχο. Ο Russolo δεν ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ή προσπάθησε να συνθέσει έναν τέτοιο ήχο (τα ηνία τα παίρνουν οι Pablo Picasso, Jean Cocteau και Erik Satie με την ανάλογη πειραματική παράσταση που είχαν ανεβάσει), όμως ήταν ο πρώτος που σκέφτηκε να βαφτίσει έτσι αυτή την κατηγορία ήχων.
Δεν υπάρχει αντίρρηση ότι ο θόρυβος είναι στην ουσία ένας δυνατός ήχος, δυσάρεστος στο αυτί.
Μου φαίνεται ανούσιο το να απαριθμήσω όλους αυτούς τους λεπτούς και ευαίσθητους θορύβους που παράγουν ευχάριστα συναισθήματα. Για να πειστούμε για την εκπληκτική ποικιλία των θορύβων, αρκεί να σκεφτούμε τη βοή της βροντής, το σφύριγμα του ανέμου, τον ήχο του καταρράκτη, τον ήχο του γάργαρου νερού σε ένα ρυάκι, το θρόισμα των φύλλων, τον θόρυβο ενός αλόγου που τρέχει από απόσταση, το τράνταγμα ενός κάρου εν κινήσει αλλά και τον ήχο μιας πόλης τη νύχτα. Σκεφτείτε όλους αυτούς τους θορύβους που κάνουν τα ζώα ή τους θορύβους που που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος χωρίς καν να μιλήσει ή να τραγουδήσει.
Αν περάσουμε μέσα από μια μεγαλούπολη με τα αυτιά μας πιο ευαίσθητα από τα μάτια μας, θα χαρούμε με τo να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τον ήχο από τις δίνες που κάνει το νερό, τον αέρα στους μεταλλικούς σωλήνες, το μουρμουρητό των κινητήρων, την φασαρία των εμβόλων, των ήχο των βαλβίδων, τις κραυγές από τα μεταλλικά πριόνια, τον ήχο της έναρξης των τραμ, ακόμα και τον ήχο από τις σημαίες που τις χτυπάει ο άνεμος. Θα ευχαριστήσουμε τον εαυτό μας και θα τον διασκεδάσουμε ενορχηστρώνοντας -μέσα στη φαντασία μας- τον ήχο από τα ρολά των καταστημάτων όταν πέφτουν, την βαβούρα των σιδηροδρομικών σταθμών, τον θόρυβο από τα μεταλλουργικά έργα, τους μύλους, τα πιεστήρια, τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις και τις υπόγειες διαβάσεις.
Luigi Rusollo: Art of Noises (1913)
Για τον Rusollo, ο θόρυβος αποκτάει διπλή έννοια: την ασύμφωνη ατονικότητα των μηχανών όπως επίσης και την σφραγίδα του μη-παραδοσιακού φυσικού ήχου. Ζώα, αυτοκίνητα, καταρράκτες, κινητήρες τζέρ, τρένα (η κακοφωνία της συνουσίας και το τσίριγμα ενός μωρού) — όλα αυτά υπάγονται στον ορισμό του θορύβου. Αυτό που παρείχε τα απαραίτητα εργαλεία για το καινοτόμο έργο του Russolo ήταν η άνοδος της βιομηχανίας και των μηχανών που χρησιμοποιούνταν. Ήταν η περίοδος που όχι μόνο εμφανίστηκε ο θόρυβος ως ήχος, αλλά εμφανίστηκαν και τα μηχανήματα που τον δημιουργούσαν.
Το να γίνει εισαγωγή καθημερινών ήχων, φυσικών αλλά και μηχανικών, μέσα σε μια μουσική σύνθεση φαίνεται κάτι εύκολο στις μέρες μας, αλλά κατά την περίοδο του Art of Noises, αυτή η ιδέα ήταν νέα και ριζοσπαστική – ποιος θα ήθελε να ακούει τον ήχο της πόλης μέσα στο σπίτι του; Τι θα μπορούσε να είναι περισσότερο κουραστικό μουσικά από μια επανάληψη, όσο καλά κι αν είναι δομημένη, σε σχέση με τους ήχους που ακούμε στην καθημερινότητα;
Ακόμα και οι πιο μελλοντοστραφείς, μουσικά, καλλιτέχνες ήταν επιφυλακτικοί. Ο Στραβίνσκι στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ανέφερε πως ήταν μάρτυρας σε μια μουσική παράσταση του Russolo. “Πέντε φωνόγραφοι που ήταν τοποθετημένοι σε πέντε τραπέζια μέσα σε ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο, εκπέμποντας θορύβους και κρότους” είπε, ενώ συμπλήρωσε: “προσποιούμενος ότι ήμουν ενθουσιασμένος, είπα (στους φουτουριστές) πως πρέπει να αρχίσουμε να πουλάμε μαζικά στο κοινό τους φωνογράφους που κάθονται στα τραπέζια με τέτοια μουσική, έτσι όπως πουλάμε και τα Steinway πιάνα με ουρά“
Ο Στραβίνσκι ήταν σκωπτικός όσον αφορά την συζήτησή του με τους φουτουριστές, αλλά στην τελική είχε ένα δίκιο. Τα αυτοσχέδια όργανα του Russolo ποτέ δεν πούλησαν όσο θα έπρεπε. Ωστόσο, εκεί που έσφαλε, ήταν για το αν θα έχουν απήχηση στο κοινό οι τεχνικές του Rusollo.
Όταν αποφάσισε o Russolo να εφαρμόσει τις δικές του τεχνικές σύνθεσης δημιουργώντας ταυτόχρονα και τα δικά του όργανα θορύβου, ώστε να υλοποιήσει το όραμά του μόνος του, δεν είχε καταλάβει ότι ήδη από το 1913 άλλαζε την πορεία της μουσική και της ιστορίας της τέχνης. Η υιοθέτηση του καθημερινού θορύβου ως αισθητική επιλογή στην διαδικασία της σύνθεσης, οριοθέτησε μια σαφή γραμμή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον της μουσικής του 20ου αιώνα. Με λίγα λόγια, η πνευματική ανάπτυξη αλλά και οι ιδέες του μπορούν μόνο να είναι ισοδύναμες (μιλώντας για τους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα) με τον Marchel Duchamp και την παρουσίαση του “Fountain“.
Αν και τα ηχητικά εφέ και οι νέοι ήχοι ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός για τον Russolo αλλά και για την ιστορία της ίδιας της μουσικής, ο ίδιος επέλεξε να μην σταματήσει εκεί. Προσπάθησε να δημιουργήσει μια ορχήστρα πλήρως αυτοματοποιημένων μηχανικών μέσων τα οποία μπορούσαν να παράξουν προσομοιώσεις ήχων από μηχανήματα (τουρμπίνες, μηχανές αμαξιών) και διάφορους άλλους ήχους που έχουν να κάνουν με την βιομηχανική καινοτομία. Αυτή η οικογένεια μηχανημάτων ονομαζόταν Intonarumori και έμοιαζαν με μεγάλα ηχεία, ενώ είχαν κάποιον μηχανισμό από μέσα ή φωνόγραφο, καθώς και ένα σημείο στο οποίο μπορούσε να χειραγωγηθεί ο ήχος. Ήταν εκπληκτικό το θέαμα του να παρακολουθείς μια ορχήστρα από τέτοια όργανα, ενώ οι ήχοι που έβγαιναν από εκεί ήταν κάτι που δεν μπορούσε συλληφθεί από κανέναν εκείνη την εποχή.
Αφότου τελειοποίησε τις μηχανής παραγωγής θορύβου, μαζί με τον Ugo Piatti, ξεκίνησαν για το πρώτη τους συναυλία. Ταραχές ξεσπούσαν πάντως στις περισσότερες συναυλίες του, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με το έργο “Rite of Spring” του Στραβίνσκι.
Η διαφορά πάντως μεταξύ Στραβίνσκι και Russolo, σχετικά με το έργο τους, βρίσκεται στον τρόπο προσέγγισης του ήχου είτε ως κάτι που είναι να αξιοποιηθεί είτε να ανακαλυφθεί ξανά.
Στις συναυλίες του Russolo, συνέβη κάτι εκπληκτικό κάποια στιγμή: στην αρχή του τρίτου κομματιού, ο Marinneti, ο Μποτσιόνι, ο Armando Mazzi αλλά και ο Piatti εξαφανίστηκαν από την σκηνή και πήγαν σε ένα άδειο σημείο του σκηνικού όπου τρέχοντας από εκεί, προσγειώθηκαν στα καθίσματα του κοινού. Ήταν στην ουσία, το πρώτο stage diving που σημειώθηκε στην ιστορία της μουσικής (παραπάνω από 50 χρόνια από το πρώτο stage diving σε punk συναυλία).
Θα χρειαστούν δεκαετίες για τον οραματιστή και μελλοντολόγο Russolo ώστε να επιτύχει την εύνοια των περισσότερων ακαδημαϊκών. Ήδη από τη δεκαετία του 1950, πολλές από τις τεχνικές του θα αναπτυχθούν και θα χρησιμοποιηθούν από συνθέτες της ηλεκτρονικής μουσικής, πρωτοπόρους της εποχής τους. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι συνθέτες αγνοούσαν ή είχαν απορρίψει το έργο του Russolo, ενώ ήταν πολύ λίγοι αυτοί που αντιλήφθηκαν το καινοτόμο έργο του και συνέχισαν τον τρόπο σκέψης του.
Στο έργο Symphony of Factory Sirens του Arseny Avraamov (1920) χρησιμοποιούνται ναυτικές σειρήνες, κόρνες αυτοκινήτων και οπλοπολυβόλα. Στο Ballet Mecanique του George Antheil χρησιμοποιούνται προπέλες από αεροπλάνα και φυγόκεντρος δύναμη.
Όπως βλέπουμε, οι καινοτόμες ιδέες πάντα επηρεάζουν τους σκεπτόμενους ανθρώπους — έτσι όπως επηρεάστηκε ο Russolo από τον Pratella επηρεάστηκαν και οι μετέπειτα σύγχρονοι συνθέτες από παλαιότερους οραματιστές καλλιτέχνες.
Το μανιφέστο του Russolo μπορείτε να το διαβάσετε στο Art of Noise, Luigi Russolo.