Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, εκτός πολλών άλλων, η ανθρωπότητα βίωσε τη μαζική στροφή της τέχνης προς τον μοντερνισμό, και είδε να περνούν από μπροστά της ένα σωρό μοντερνιστικά κινήματα, τα οποία όσο να ‘ναι την αναστάτωσαν.
Αυτοί τώρα γιατί ζωγραφίζουν έτσι;
Αυτό το ερώτημα σίγουρα ταλάνιζε πολλούς ανθρώπους εντός και εκτός τέχνης, που δικαιολογημένα μέχρι ενός σημείου δε μπορούσαν να αντιληφθούν τι στο καλό είχαν στα κεφάλια τους οι avant-garde καλλιτέχνες του καιρού τους. Η αλήθεια είναι, βέβαια, πως κάθε νεωτερισμός στη τέχνη συνήθως αντιμετωπίζεται με καχυποψία και ένα ύφος «μα καλά, μας δουλεύετε;», αλλά στο τέλος γίνεται αποδεκτός και αφομοιώνεται ως «αξιόλογη τέχνη» στη συνείδηση των μαζών.
Το παραπάνω φαινόμενο συμβαίνει κυρίως γιατί οι καλλιτέχνες με τους νεωτερισμούς τους συνήθως έχουν σαν πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσουν τις επικρατούσες τάσεις στο χώρο της τέχνης και παράλληλα να ορίσουν μια δική τους νέα εικαστική οπτική και γλώσσα — οπότε τι πιο αναμενόμενο από το να συναντούν αντιδράσεις, τουλάχιστον στην αρχή αυτής τους της πορείας; Στη συνέχεια συνήθως έρχεται η αποδοχή, κυρίως ως αποτέλεσμα της «άμβλυνσης» των αντιστάσεων των καλλιτεχνών απέναντι στο κοινό αλλά και του αντίστροφου φαινομένου. Και κάπως έτσι όλοι τα τακιμιάζουν λίγο ή πολύ, μέχρι να σκάσει μύτη η επόμενη καλλιτεχνική αναμπουμπούλα.
Τρανταχτό παράδειγμα τέτοιου κινήματος αποτέλεσε και η Ρώσικη Πρωτοπορία, το ρωσικό καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε μεταξύ των δεκαετιών 1910-1930 και ήρθε να αναταράξει την προϋπάρχουσα καλλιτεχνική διχοτόμηση μεταξύ των λαϊκών ζωγράφων και των δυτικότροπων και ελιτιστών ακαδημαϊκών, δίνοντας μια δική του λύση, επηρεασμένη τόσο από το πνεύμα των πολιτικών αναταραχών εκείνης της περιόδου όσο και από τις «εισαγόμενες» τάσεις.
Δυστυχώς, όμως, όσο ιδεολογικά μεγαλόπνοα και αν ξεκίνησε, μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση άρχισε να λαμβάνει έναν χαρακτήρα άσχημα χρηστικό.
Όσο καλές και αν ήταν οι προθέσεις των καλλιτεχνών της Πρωτοπορίας να απαλλάξουν την τέχνη στη Ρωσία από τον ελιτισμό και να την κάνουν προσιτή στην εργατική τάξη με το να την εντάξουν στο πλαίσιο της καθημερινότητας και της υλικής παραγωγής, έφεραν την τέχνη τους στο σημείο να γίνει έντονα τεχνοκρατική και μέσο προπαγάνδας.
Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός σκοπός, δηλαδή η αμφισβήτηση και εν τέλει η κατάλυση της προγενέστερης νοοτροπίας που επικρατούσε σχετικά με την τέχνη επιτεύχθηκε. Εκτός αυτού, παρά τα στραβοπατήματά της από άποψη πολιτικής διαχείρισης, η Ρώσικη Πρωτοπορία άφησε πίσω της ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις πάνω στη τέχνη, έργα, και φυσικά μια σειρά από αξιόλογες περιπτώσεις καλλιτεχνών.
Μια από αυτές θα δούμε και εμείς σήμερα, είναι αυτή της Λιουμπόβ Ποπόβα (να διευκρινίσω πως το όνομα της στα αγγλικά είναι Lyubov Popova, ενώ στα ρωσικά Любо́вь Серге́евна Попо́ва).
Υπήρξε ένα από τα πιο ενεργά και παραγωγικά μέλη του κινήματος. Από ζωγραφικής άποψης, αρχικά επηρεάστηκε από τον κυβισμό και συνέχισε κινούμενη στα πλαίσια του σουπρεματισμού και του κονστρουκτιβισμού, χωρίς όμως να χάνει το προσωπικό της στιλ εξαιτίας αυτών.
Πριν μπούμε στα βιογραφικά μας, να σημειωθεί πως ένα από τα ιδανικά της Πρωτοπορίας ήταν η εξάλειψη έμφυλων διαφορών και διακρίσεων, πράγμα που έδινε ευκαιρία σε πολλές γυναίκες να ανθίσουν καλλιτεχνικά μέσα στους κόλπους της και να συνεισφέρουν τόσο σε τεχνικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο στην ανάπτυξη του κινήματος.
Δυστυχώς, παρά τη δράση και τη σημασία που είχαν στην εποχή τους, τα σύγχρονα συγγράμματα που σχετίζονται με την ιστορία της μοντέρνας τέχνης συνήθως τις πετάνε στο καλαθάκι της ιστορικής διαγραφής. Επίσης, μετά το πέρας της Οκτωβριανής Επανάστασης και με την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος, παρά το δικαίωμα των γυναικών στην εργασία οι πατριαρχικές αξίες καλά κρατούσαν, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να γυρίσει και πάλι το πράγμα στις παραδοσιακά σεξιστικές συμπεριφορές απέναντι στο γυναικείο φύλο.
Τέλος πάντων, ας πάμε ξανά πάλι πίσω στα της Ποπόβας:
Γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1889 στο Ivanovskoe και το πλήρες την όνομα ήταν Lyubov Sergeyevna Popova. Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια καλού μορφωτικού επιπέδου και από νωρίς έδειξε το ενδιαφέρον της προς τη ζωγραφική, ιδιαίτερα αυτή της αναγεννησιακής περιόδου.
Το 1902 η οικογένεια Popov μετακόμισε στη Κριμέα και μια τετραετία αργότερα στη Μόσχα, όπου η Lyubov τελείωσε το σχολείο και παρακολούθησε δύο χρόνια μαθήματα στη σχολή A. S. Alfierov, από την οποία πήρε πτυχίο πάνω στη φιλολογία. Παράλληλα με τις σπουδές της, από το 1907 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής στο εργαστήριο του ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Stanislav Zhukovski, ενώ τον επόμενο χρόνο συνέχισε τις ζωγραφικές της σπουδές στο εργαστήριο των Konstantin Yuon και Ivan O. Dudin. Εκεί γνώρισε και τρία από τα σύγχρονά της καλλιτεχνικά φιντάνια, Alexander Vesnin, Liumila Prudkovskaya και Vera Mukhina.
Την τριετία 1909 με 1911 έκανε ταξίδια εντός και εκτός Ρωσίας , πατώντας το πόδι της μεταξύ άλλων και στην Ιταλία, πράγμα που της έδωσε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά δουλειές των Giotto και Pinturicchio. Στη συνέχεια, το φθινόπωρο του 1912 αρχίζει να δουλεύει στο συνεργατικό στούντιο που νοίκιαζε ο Vladimir Tatlin. Εκείνο τον καιρό ήρθε σε άμεση επαφή με το κυβιστικό έργο των Braques και Picasso και με τις δουλειές ιμπρεσσιονιστών όπως του Matisse, του Gauguin, και του Monet.
Προς τα τέλη του 1912 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι μαζί με τη φίλη της και συνεργάτιδα της, Nadezhda Udaltsova, συνεχίζοντας τις ζωγραφικές της σπουδές στο Académie de la Palette. Ενάμιση χρόνο αργότερα βρισκόταν στο σημείο όπου δούλευε ανεξάρτητα από την επιρροή του τότε μοδάτου γαλλικού ρεύματος του κυβισμού. Πέραν αυτού, ξεκίνησε να εκθέτει τη δουλειά της στη Ρωσία.
Από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνη του 1914 έκανε τουρ στην Ιταλία, βλέποντας αυτή τη φορά αριστουργήματα της ιταλικής τέχνης με πιο κριτικό και αναλυτικό μάτι. Επίκεντρο της ανάλυσής της ήταν η εικαστική σημασία του χρώματος, η «συνομιλία» των χρωμάτων μέσα στα ζωγραφικά έργα, το βάρος και η έντασή τους.
Μετά το ταξίδι της στην Ιταλία πήγε πάλι στο Παρίσι και έπειτα στη Ρωσία, όπου άρχισε να συσφίγγει τις σχέσεις της με τους υπόλοιπους καλλιτέχνες που σχετίζονταν με το κίνημα της Πρωτοπορίας στη Ρωσία.
Τον Μάρτιο του 1915 πήρε μέρος στην πρώτη ρώσικη φουτουριστική έκθεση στη Πετρούπολη. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε και σε άλλες εκθέσεις του κινήματος, περνώντας από τη κυβιστική περίοδό της στη φουτουριστική και, προς τα τέλη του χρόνου, επηρεασμένη από τον Kazimir Malevich που ήταν από τα μεγάλα μούτρα της Πρωτοπορίας, το γύρισε στο σουπρεματισμό και φυσικά μπήκε στην ομάδα του που ονομαζόταν SUPREMUS.
Προς τα τέλη του 1917, όμως, κατά την οργάνωση μιας έκθεσης της ομάδας, ο Tatlin ήρθε σε ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας γιατί δεν συμφωνούσαν στην αλλαγή του ονόματος της έκθεσης. Η ρήξη αυτή πήρε μεγάλες διαστάσεις και είχε ως κατάληξη την αποχώρηση όχι μόνο του Tatlin, αλλά και της Popova και ορισμένων ακόμη καλλιτεχνών — ‘ντάξει, ίσως η αλλαγή ονόματος μιας έκθεσης είναι κάπως σημαντικό διαδικαστικό θεματάκι, αν σκεφτείς πως υπάρχουν καλλιτέχνες που μαλώνουν για το τι θα έχει ο μπουφές της.
Τον επόμενο χρόνο, η δικιά μας παντρεύτηκε τον ιστορικό τέχνης Boris Nikolaevich von Eding αλλά το γλυκό δεν τους κράτησε πολύ. Το καλοκαίρι του 1919, λόγω έλλειψης τροφίμων στη Μόσχα, το ζεύγος μαζί με τον νεογέννητο γιο τους διέφυγε στο Rostov-on-Don. Εκεί ο Eding άρπαξε τύφο και πέθανε. Σαν να μην έφτανε αυτό, τον θάνατο του Eding ακολούθησε η μόλυνση της Lyubov με τύφο και έπειτα με τυφοειδή πυρετό, σαν μια κίνηση «πάρτα χαρντ» από το σύμπαν. Μετά κόπων και βασάνων συνήλθε, αλλά πέρα από τον πόνο της απώλειας τής έμεινε και πρόβλημα στη καρδιά. Έξοχα.
Προς τα μέσα του 1920 άρχισε να ενεργοποιείται και πάλι στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο άρχισε να διδάσκει στα κρατικά θεατρικά εργαστήρια και έπειτα στο κρατικό ινστιτούτο θεατρικών τεχνών. Σαν φυσική εξέλιξη, πέρα από τη ζωγραφική άρχισε να απλώνεται και στο τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών, σχεδιάζοντας υφάσματα, ρούχα, θεατρικά σκηνικά, εξώφυλλα βιβλίων και αφίσες.
Συνέχισε να χώνεται σε όλες τις «εφαρμοσμένες» καταστάσεις και, πραγματικά, δε ξέρουμε πως θα εξελισσόταν καλλιτεχνικά αν το 1924 δεν της έκανε «νοκ νοκ» στη πόρτα μια βαρβάτη μόλυνση από οστρακιά που προσέβαλλε την ίδια και τον γιο της. Ο γιος της πέθανε στις 22 Μαΐου, ενώ η ίδια 3 ημέρες αργότερα, στις 25. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έγινε μια έκθεση προς τιμήν της, οργανωμένη από φίλους και συνεργάτες στο Museum of Artistic Culture στη Μόσχα, αλλά ήταν δώρο άδωρο — η Popova τους την είχε κάνει ξαφνικά και άδοξα σε ηλικία μόλις 35 ετών.
Κατά την γράφουσα, αν ο ξαφνικός χαμός είναι ιδιαίτερα στενάχωρο γεγονός, ο ξαφνικός χαμός νέων ανθρώπων και δη χαρισματικών είναι πέρα από στενάχωρος και κάτι που προκαλεί έντονο προβληματισμό. Σε γεμίζει, πέρα από ατέλειωτα «γιατί;» ακόμα περισσότερα «τι θα γινόταν αν;», τα οποία γνωρίζεις πως δε θα απαντηθούν. Και σε τρώει αυτό, αλλά μαθαίνεις να ζεις μαζί του εν τέλει.
Εδώ θα μπορούσε να αρχίσει ένας πολύ μεγάλος και μπερδεμένος υπαρξιακός μονόλογος και κάτι τέτοιο, όχι, δεν είναι της παρούσης — οπότε λέω να το αποφύγω. Αντ’ αυτού θα σας δώσω σταυρωτά εικονικά φιλιά και θα πάω να φτιάξω τσάι. Θα τα ξαναπούμε στο επόμενο αφιέρωμα για κάποια άλλη σπουδαία προσωπικότητα.